Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αναστασέα Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Αναστασέα Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Νίκη Αναστασέα - Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε (απόσπασμα)

 Κοιτάζω γύρω μου· οι ράγες, ο σταθμός, το τραίνο, άνθρωποι στην αποβάθρα, άλλοι έρχονται κι άλλοι φεύγουν, άνθρωποι που σμίγουν ή χωρίζουν για πάντα σ' αυτά τα θεοφάνεια της αιώνιας κίνησης, κι όλα μου φαίνονται όμορφα, όλα δείχνουν να ταιριάζουν σ' αυτό το γαλήνιο κυριακάτικο, επαρχιακό απομεσήμερο.

       Στο αριστερό της χέρι φοράει βέρα "λίγο πριν παντρευτούμε", λέει η Έλλη, "δεν την έβγαλα ποτέ από το δάχτυλό μου". Βαδίζουμε δίπλα δίπλα την περισσότερη ώρα σιωπηλοί, κάποτε όμως σταματάμε, "σκοτώθηκε στον εμφύλιο", συμπληρώνει, "όχι δεν ήταν με τους κομμουνιστές, ήταν στο στρατό, απλώς υπηρετούσε τη θητεία του".

       Πιο κάτω από το σταθμό το σπίτι της, ολόγυρα ξύλινος φράχτης, τα δωμάτια μικρά, χαμηλοτάβανα, και το χωλ τετράγωνο. Μόλις θα μπεις πέφτει το μάτι σου στο κάδρο που βρίσκεται απέναντι από την πόρτα. Είναι ένα ζευγάρι, η γυναίκα της φωτογραφίας κάθεται, φοράει μακρύ φουστάνι που ακουμπάει στο πάτωμα κι ο άντρας δίπλα της στέκεται όρθιος, καμαρωτός, με το δεξί του χέρι στον ώμο της και τα δάκτυλα μπροστά να φαίνεται η βέρα. Μου εξηγεί "οι γονείς μου". Φωτογραφίες παντού, επάνω στο τραπέζι, στους τοίχους και στη σιφονιέρα, οι πιο πολλές της μητέρας της, "πέθανε", λέει, "όταν ήμουν στην πρώτη γυμνασίου".

       Επάνω στο κομοδίνο η φωτογραφία του Αντρέα, ασπρόμαυρη σε ασημένιο οβάλ πλαίσιο, φοράει τη στολή,

χαμογελάει, πίσω του φαίνεται ο Λευκός Πύργος και στο πλάι είναι γραμμένο με στυλό "για πάντα".

       Φωτογραφίες παντού, ασπρόμαυρες στιγμές ζωής σαν φευγαλέα βλέμματα ανάμεσα στις γρίλιες, εικόνες από μια ζωή που την ονειρεύτηκες ακέραια, κομμάτια από όσα θα 'θελες να έχουν διατηρηθεί ανέπαφα, φωτογραφίες παντού, ασπρόμαυρες στιγμές ζωής όμοιες με τις σκιές των δέντρων καθώς σκιαγραφούν για λίγο τα φυλλώματά τους πάνω στην άσφαλτο την ώρα του μεσημεριού.

       Από το παράθυρο του δωματίου φαίνεται ο σταθμός, το τραίνο, άνθρωποι που αγκαλιάζονται στην αποβάθρα, χωρισμοί και συναντήσεις, τα θεοφάνεια της αιώνιας κίνησης και πίσω τους οι λεύκες, μια στο ασημί και μια στο πράσινο, αμφιλεγόμενοι χαιρετισμοί, στο ελαφρότερο φύσημα του αέρα.

       Γέρνει το κεφάλι της στο στήθος μου, ακουμπάω το πρόσωπό μου στα μαλλιά της. "Μην κλαις, ψυχή μου", της λέω, "Έλλη, μην κλαις, ψυχή μου".


Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε, Πόλις 1998.

Αμαλία Τσακνιά - Οι απερίσκεπτοι

 Τι ώρα είναι; Πειρασμός η Αγορά.  Εμείς περαστικοί. Μα πώς γλιτώνεις  εγκαίρως από ρήτορες και σοφιστές  ταχυδακτυλουργούς, έμπορους με λογ...