Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Heaney Seamus. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Heaney Seamus. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Seamus Heaney - Ένα τηλεφώνημα


"Στάσου" είπε, "τρέχω να τον φωνάξω.
Ο καιρός εδώ είναι τόσο καλός, που βγήκε
Για να ξεβοτανίσει λίγο".
Κι έπειτα τον είδα
Γονατισμένον ανάμεσα στα πράσα,
Να πιάνει, να δοκιμάζει, να ξεχωρίζει τον έναν
Μίσχο από τον άλλον, μαλακά να τραβάει
Οτιδήποτε δεν ήταν λείο, εύθραυστο και γυμνό,
Να νοιώθει ευχαρίστηση αν έσπαζε η ρίζα,
Αλλά και κάποια θλίψη...
Κι ύστερα επρόσεξα
Τον κτύπο αυτών των ρολογιών που ήτανε στο χωλ
Όπου και το τηλέφωνο περίμενε μονάχο, ήρεμο
Ανάμεσα στους καθρέφτες και τα εκκρεμή που χτύπαγε ο ήλιος...
Και σκέφτηκα: αν γινότανε στις μέρες μας,
Έτσι θα φώναζε ο Χάροντας τον Καθέναν.
Και τότε αυτός μου μίλησε και παραλίγο να του πω
ότι τον αγαπούσα.
-Από τη συλλογή "Το Αλφάδι" (μτφρ. Μανόλης Σαββίδης)

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Seamus Heaney — Του Γιώργου Σεφέρη στον Κάτω Κόσμο


Οι άντρες διαφωνούσαν για τους αγκαθωτούς θάμνους με τα λαμπερά κίτρινα λουλούδια στις πλαγιές: ήταν κολλιτσίδες ή σπάρτα; «Κάτι μου θυμίζει αυτό», είπε ο Γιώργος. «Δεν ξέρω…»

Εκείνη η πρασινάδα στα πόδια σου
είναι ασφόδελος και σωστά
αλλά γιατί σκέφτομαι τα seggans;

και μια ανοιξιάτικη μέρα
των δικών σου ημερών του 71: ο Ποσειδώνας
σηκώνοντας κύματα και αέρα
γύρω από το ακρωτήριο του Σουνίου, το ίδιο του το όνομα
όλο θαλασσινή αύρα και βουητό σπηλιάς,
υπερβολικά εγκόσμιο, Γιώργο, για σένα
που είσαι προσηλωμένος σε μια αλλόκοσμη σκηνή
κάπου μόλις πέρα
από την κορυφογραμμή, το μεταίχμιο
της λησμοσύνης.

Αναθεματισμένο φως. Στο διάβολο να πάει.
Κλείσε τα μάτια και συγκεντρώσου.
Όχι αγκάθινο στεφάνι, όχι σκήπτρο από καλάμι
ούτε αυλή του Ηρώδη, αλλά να!
το βρήκες! Μια κάθοδος, ναι, στον Άδη:
οι βελόνες
που ο Πλάτων αναφέρει, η μοίρα του τυράννου
σε περικοπή που έμελλε να παραθέσεις:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα
τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν,
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Όπως ήταν δίκαιο
για τύραννο. Όμως για σένα, ίσως
παραήταν δίκαιο, παραήταν μαύρο-άσπρο,
η ευκαιρία σου, ωστόσο,
να χτυπήσεις τη φάρα του,
μια τελευταία λέξη που σκοπό είχε
να σπάσει τη διαφιλονικούμενη σιωπή σου.

Και για μένα ευκαιρία να δοκιμάσω την αιχμηρότητα
των seggans – λεπίδα, σε διάλεκτο
κοφτερή και πιο σκληρή και πιο απτή
από την καθομιλουμένη των καιρών μας:
χόρτο — ζαχαρωμένη λέξη, πλαστικό σπαθί.

[Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]


Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Seamus Heaney- Μαζεύοντας βατόμουρα

για τον Philip Hobsbaum

Όψιμος Αύγουστος, με δυνατές βροχές και ήλιο,
σε μια βδομάδα μέσα τα βατόμουρα ωριμάσαν.
Μονάχα ένα, στην αρχή, θρόμβος στιλπνός, μαβής,
μέσα σε κόκκινα και πράσινα σκληρά κομπάκια.
Αυτό το πρώτο έφαγες κι η σάρκα του γλυκιά,
σαν το πηχτό κρασί∙ μέσα του αίμα καλοκαιριού
που λέκιαζε τη γλώσσα, γέννησε τη λαχτάρα
να δρέψεις τον καρπό. Ύστερα και τα κόκκινα σκουρήναν∙ κι η πείνα
μάς έστειλε με κάδους, άδεια κονσερβοκούτια και βαζάκια του γλυκού,
εκεί που αγκύλωναν τα βάτα και το νωπό γρασίδι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Στα σταροχώραφα, ανάμεσα στ' αραποσίτια και τις πατατιές
τρέχαμε και σοδιάζαμε, ώσπου οι κουβάδες ξεχειλίσαν,
πάτοι καμπανιστοί σκεπάστηκαν απ' τους χλωρούς καρπούς
και στην κορφή αστράφτανε σκούροι, μεγάλοι σβόλοι
σαν μια πιατέλα μάτια. Τα δάχτυλά μας έκαιγαν
από των βάτων τις ακίδες, κολλούσαν οι παλάμες μας, σαν του Κυανοπώγωνα.
Καταχωνιάσαμε τα ολόφρεσκα βατόμουρα στο στάβλο
μα όταν τα καλάθια μας είχανε πια γεμίσει, βρήκαμε ένα χνούδι
Μύκητες γκρίζοι, στο χρώμα του αρουραίου, είχανε τη σοδειά μας κατακλύσει
ώς κι ο χυμός τους έζεχνε. Κομμένα από το θάμνο,
τα φρούτα είχαν ξινίσει∙ η σάρκα, από γλυκιά, στυφή είχε γίνει.
Πάντα μού ερχότανε να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
τα ωραία μας κοφίνια να μυρίζουν σήψη.
Kάθε χρονιά έλπιζα να κρατήσουν, και το' ξερα – ματαίως.
Από τη συλλογή Ο Θάνατος ενός φυσιογνώστη (1966)
μτφρ. Κατερίνα Σχινά

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Seamus Heaney - Ο αγρότης πατέρας μου

Ο πατέρας μου δούλευε με άλογο τ’ αλέτρι
οι ώμοι του φούσκωναν σαν ανοιχτά πανιά
ανάμεσα στις λάμες και τ’ αργασμένο χώμα.
Τα άλογα τεντώνονταν με της γλώσσας του το πρόσταγμα.
Πεπειραμένος. Έστηνε το φτερό
και ταίριαζε τη λαμπερή ατσάλινη λάμα.
Ο χορτόπλινθος κυλούσε χωρίς ποτέ να σπάει.
Στην ξερολιθιά, μ’ ένα μόνο τράβηγμα
στα χαλινάρια κι η ιδρωμένη παρέα έκανε στροφή
και πίσω πάλι στο χωράφι. Το μάτι του
μισόκλεινε και κάρφωνε τη γη μ’ ακρίβεια
σχεδιάζοντας το όργωμα σαν χάρτη.
Σκόνταφτα στα χνάρια του, σημαδεμένος από σόλες καρφωτές
έπεφτα καμιά φορά πάνω σο γυαλισμένο χορτόπλινθο
κι άλλη φορά με σήκωνε στην πλάτη
όπως βούταγα και σηκωνόμουνα πάνω από το μόχτο του.
Ήθελα να μεγαλώσω να οργώσω
να κλείσω το ένα μάτι, να τεντώνω το μπράτσο.
Το μόνο που έκανα ποτέ ήταν να τον ακολουθώ,
χωμένος στη φαρδιά σκιά του, πάνω κάτω στο κτήμα.
Ήμουνα βάσανο, όπως σκόνταφτα, έπεφτα,
κλαψούριζα συνέχεια. Όμως σήμερα
είναι ο πατέρας μου που στραβοπατάει
είναι πίσω μου και δε λέει να φύγει.

(«Τα ποιήματα του βάλτου» Εκδ. Καστανιώτη, Ανθολόγηση-Μετάφραση, Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ 2013)

Πηγή;https://www.fractalart.gr/poiimata-gia-ton-patera/

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Seamus Heaney-ΔΕΣΦΙΝΑ



Ο Παρνασσός των βάρδων στον ορίζοντα
γαλήνιος, τίτλους τού πλάθαμε στα γαελικά:
Slieve na mBard, Knock Filiocht, Ben Duan,
με χόρτα ή φάβα μπουκωμένοι ή ταραμά
πίνοντας ούζο σ’ ένα αυλόγυρο το δείλι
χωρίς ν’ ακούμε τάχα την Πυθία τη στρίγγλα
που ξεμαλλιάρα τσίριζε απ’ το μαγερειό.
Μετά τραβήξαμε προς τη Δεσφίνα
μπας κι ησυχάσει. Και δώσ’ του ρετσίνα,
κι αθερίνα, και πατάτες στο τηγάνι, και ντολμάδες.
Ένιωθα αιθέριος, σουρωμένος, βόρειος βέρος,
σαν ξεχυθήκαμε κατά τον ελαιώνα
απ’ τις φουρκέτες της οδού βουστροφηδόν
με πατητή την κόρνα μας στη διαπασών.

Ο Χήνυ λογοπαίζει πλάθοντας κέλτικα προσηγορικά για τον Παρνασσό: “Slieve na mBard” (ιρλανδικά) όρος των βάρδων, “Knock Filiocht” (ιρλανδικά) λόφος της ποίησης, “Ben Duan” (σκωτικά) βουνό του τραγουδιού. Επίσης συγχωνεύει στην μορφή της μάντισσας την δελφική Πυθία με το ανάλογό της στην ιρλανδική μυθολογία («cailleach»). Το ποίημα ανήκει στη σειρά των «Σονέτων από την Ελλάδα» (2000).

Seameus Heaney- ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΕΛΙΚΩΝΑΣ



για τον Μάικλ Λόνγκλεϋ


Παιδί, ήταν αδύνατο να με κρατήσουνε μακριά από τα πηγάδια,
απ’ τα μαγκάνια, απ’ τους κουβάδες, τα παλιά στροφεία.
Με τράβαγε το μαύρο βάθος τους, ο δέσμιος ουρανός,
η οσμή απ’ τα μούσκλα, τις λειχήνες, τα μουσκεμένα βρύα.

Κάποιο, σ’ ένα τουβλάδικο, είχε στειλιάρι σαπισμένο.
Πόσο το χάρηκα όταν σκίστηκε με πάταγο στη μέση
και πήρε να γκρεμίζεται ο κουβάς μ’ όλο του το σκοινί.
Δεν έβλεπες καν ανταύγεια πια, τόσο βαθιά είχε πέσει.

Ένα άλλο που έχασκε ρηχό μες σ’ ένα πέτρινο ξερό χαντάκι
γεννοβολούσε λες κι έκρυβε ένα ενυδρείο σωστό από κάτω.
Όταν ξετρύπωνες τις ρίζες τις μακριές απ’ τα σαπρόφυλλα
έβλεπες να αιωρούνται άσπρες κεφαλές πάνω απ’ τον πάτο.

Άλλα κάνανε αντίλαλο, σου αντιγυρίζαν τη φωνή σου
με νέα μέσα τους άπεφθη μουσική. Και σ’ ένα τρίτο αλλού
μ’ έπιανε πάντα τρόμος. Εκεί αρουραίος μια φορά
μέσ’ απ’ τις φτέρες και τα κορακόχορτα μου ράπισε τον νου.
Τώρα έχω πάψει πια να ψαχουλεύω ρίζες, ν’ αναδεύω λάσπες,
την άνοιξη όπως Νάρκισσος γουρλωμένος να κοιτώ.
Η θέση, η ηλικία μου τέτοια δεν τα επιτρέπει. Ρίμες ταιριάζω
το πρόσωπό μου για να δω, τον ζόφο για να κάνω ν’ αποκτήσει ηχώ.

Από τα γνωστότερα ποιήματα του Χήνυ, ποίημα αναπόλησης της παιδικής ηλικίας και ποιητικής εν ταυτώ.

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Seamus Heaney-LIMBUS PUERORUM


Στο Μπαλλυσάννον χθες το βράδυ
ψαρέψανε ένα νεογνό
στα δίχτυα μέσα με τον σολωμό.
Νόθα κι εξώγαμη σπορά.

Ένας μικρούλης που και πάλι
τον ρίξαν στα νερά. Το ξέρω ωστόσο,
όταν εκείνη στα ρηχά
πήρε γλυκά να τον βυθίζει

ωσότου πια δεν ένιωθε
τους ξυλιασμένους της καρπούς,
αυτός, ψάρι μικρό στ’ αγκίστρι,
τα σωθικά της έσκιζε στα δυο.

Σύρθηκε αυτή στον δρόμο της
κάτω από τον σταυρό της,
σύρθηκε έξω με τα δίχτυα αυτός.
Όλος ο Άδης ο δικός τους πια

θα είναι η απόμακρη άρμη,
εκεί που φέγγουν παγερά οι ψυχές.
Κει δεν ψαρεύει ούτε ο Χριστός·
οι αγιάτρευτες παλάμες του πονούν.

Limbus puerorum (αγγλ. Limbo, απ’ όπου και ο τίτλος του ποιήματος στο πρωτότυπο) ονομάζουν οι καθολικοί τις παρυφές του Άδη όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αβάπτιστων νηπίων. Το ποίημα σχολιάζει το μεγάλο ηθικό και κοινωνικό ζήτημα που ήταν, και είναι ακόμη, οι εκτρώσεις σε μια χώρα βαθιά καθολική όπως η Ιρλανδία.

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Seamus Heaney -Βορράς


Επέστρεψα σε μια μακριά ακτή,
πελεκητή καμπύλη ενός κόλπου,
και βρήκα μόνο να βροντά
η κοσμική εξουσία του Ατλαντικού.
Έστρεψα το κεφάλι στις πεζές
προσκλήσεις της Ισλανδίας,
τις θλιβερές αποικίες
της Γροιλανδίας, και ξάφνου
εκείνοι οι θρυλικοί επιδρομείς,
που κείτονταν στ' Όρκνεϋ και στο Δουβλίνο
κι αναμετριόνταν με τα μακριά
σπαθιά τους που σκουριάζαν,
'κείνοι που ήσαν μες στην συμπαγή
κοιλιά πέτρινων πλοίων,
'κείνοι που άστραφταν πετσοκομμένοι
μες στο χαλίκι ρυακιών που ξεπαγώσαν,
ήταν φωνές που τις εκούφαινε ο ωκεανός
και με προειδοποιούσαν, υψωμένες ξανά
με βία σ' επιφάνεια.
Του καραβιού η κολυμβήτρα γλώσσα
έπλεε με τη σκέψη τη στερνή –
έλεγε το σφυρί του Θωρ πως έπεφτε
πάνω στη γεωγραφία και την συναλλαγή,
βλαμμένα ζευγαρώματα και εκδικήσεις,
μίση και μαχαιρώματα πισώπλατα
μες στο συμβούλιο, ψεύδη και γυναίκες,
εξάντληση που την είπανε ειρήνη,
μνήμη που επωάζει το χυμένο αίμα.
Έλεγε, "Ξαπλώσου
στην μονιά των λέξεων, λαγούμι σκάψε
στο κουβάρι και την λάμψη
του αυλακωμένου σου μυαλού.
Σύνθεσε στο σκοτάδι.
Ανάμενε το βόρειο σέλας
στη μακριά εκστρατεία
αλλά όχι κάποιον καταρράκτη φωτός.
Κράτα το μάτι καθαρό
σαν τον κόμπο του σταλακτίτη,
εμπιστεύσου την αίσθηση όποιας χούφτας χρυσού
τα χέρια σου γνώρισαν".

Seamus Justin Heaney (Castledawson, Β. Ιρλανδία, 13 Απριλίου 1939 - Δουβλίνο 30 Αυγούστου 2013)
από την ποιητική συλλογή « Βορράς», 1975
Μετάφραση : Παναγιώτης Ιωαννίδης