Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Έγκον Φριντέλ – Το χρήμα στην αρχαία Ελλάδα. Πόσο στοίχιζαν αγαθά κι υπηρεσίες;



moneyΠλάι στις κοινωνικές ανακατατάξεις, και μαζί μ’ αυτές, έγιναν ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στις συναλλαγές. Στις ιωνικές πόλεις καθιερώθηκε, γύρω στις αρχές του έβδομου αιώνα, το χρήμα.

Ως τότε χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές λεπτές ράβδοι χαλκού, που απ’ το σχήμα τους λέγονταν οβολοί, δηλαδή σούβλες. Έξι τέτοιοι οβολοί αποτελούσαν μια «χούφτα», δραχμή (από το δράττομαι = αδράχνω, πιάνω): αυτά τα ονόματα πέρασαν στα κατοπινά ελληνικά νομίσματα. Τώρα όμως οι Έλληνες άρχισαν να κόβουν κέρματα, που το βάρος και η περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο ήταν εγγυημένα με κρατική σφραγίδα και που, σ’ έναν λαό που δεν έκανε τίποτα χωρίς τέχνη, πήραν γρήγορα τις πιο διαφορετικές και γοητευτικές μορφές. Ως μέταλλο χρησιμοποιούσαν το ήλεκτρο, ένα κράμα από χρυσάφι και ασήμι, των οποίων όμως η αναλογία κυμαινόταν έντονα από πόλη σε πόλη.

Δραχμή - Νάξος, Σικελία, 530 -510 π.Χ..

Δραχμή – Νάξος, Σικελία, 530 -510 π.Χ..

Εκείνος που έβαλε τέρμα σ’ αυτή τη σύγχυση, κόβοντας νομίσματα από ατόφιο χρυσάφι και ασήμι, ήταν ο Κροίσος. Ως τον έκτο αιώνα η κυκλοφορία του χρήματος περιοριζόταν στη Μικρά Ασία και στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ελλάδας. Κατόπιν όμως εξαπλώθηκε παντού, ως τους Έλληνες της Ιταλίας και της Σικελίας. Η μεγαλύτερη ελληνική νομισματική μονάδα ήταν το τάλαντο. Ένα τάλαντο είχε εξήντα μνες, μία μνα εκατό δραχμές, μία δραχμή έξι οβολούς. Παράλληλα υπήρχαν κέρματα των δύο, τριών και τεσσάρων οβολών, των δύο και τεσσάρων δραχμών: διόβολα, τριόβολα και τετρόβολα, στατήρες και τετράδραχμα.

Δραχμή της Αίγινας, περ. 404 π.Χ.

Δραχμή της Αίγινας, περ. 404 π.Χ.

Για να πάρουμε μια γενική ιδέα για την αγοραστική δύναμη όλων αυτών των νομισμάτων (που φυσικά άλλαζε συνεχώς στην πορεία της ελληνικής Ιστορίας), θ’ αναφέρουμε ότι την εποχή του Σόλωνα ένα βόδι με μέτρια ποιότητα κόστιζε πέντε δραχμές, ένας μέδιμνος (52 1/2 λίτρα) δημητριακών μία δραχμή, ενώ στα χρόνια του Περικλή το κατώτερο όριο για την καθημερινή συντήρηση μιας οικογένειας ήταν ένα τρίτο της δραχμής, ποσό που στα τέλη του τέταρτου αιώνα ανέβηκε στη μία δραχμή.

Την ίδια περίπου εποχή ένας μετρητής κρασί (περίπου 40 λίτρα, επρόκειτο προφανώς για συνηθισμένο κρασί) έκανε έξι ώς οκτώ δραχμές και τα έξοδα διατροφής ενός δούλου ήταν δύο οβολοί, ποσό με το οποίο ο δούλος μπορούσε να φάει απλά, αλλά χορταστικά. Όποιος είχε περιουσία τρία τάλαντα (οι τόκοι ήταν κατά μέσον όρο 12%) θεωρούνταν ήδη πλούσιος.

Οβολός - Αθήνα. Γύρω στο 454 - 404

Οβολός – Αθήνα. Γύρω στο 454 – 404

Για μερικούς Σοφιστές και καλλιτέχνες αναφέρεται ότι ποτέ δεν ζητούσαν για το μάθημα που παρέδιδαν (και που πάντως διαρκούσε αρκετά χρόνια) λιγότερο από ένα τάλαντο, ένα ποσό προφανώς εξωφρενικό, που θεωρείται ένδειξη της τεράστιας φήμης τους. Ο Επίκουρος πλήρωσε 80 μνες για τον μεγάλο και ωραίο κήπο που αγόρασε το έτος 306 σε θαυμάσια τοποθεσία, για να εγκαταστήσει εκεί τη σχολή του.

Την ίδια περίπου εποχή ένα συνηθισμένο σπίτι στοίχιζε από 300 ώς 700 δραχμές, μια πολυτελής έπαυλη από 5.000 ώς 10.000 δραχμές. Ο μεγιστάνας του πλούτου Καλλίας, ιδιοκτήτης ορυχείων, πασίγνωστος σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, είχε περιουσία 200 ταλάντων. Στη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.), οι Καρχηδόνιοι χρέωσαν τους Ρωμαίους τα έξοδα του εικοσιτριάχρονου πολέμου με 3.200 τάλαντα.

polit_ist_arx_elladas

Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας / Friedell, Egon

Αντικλείδι, https://antikleidi.com

20/05/2016

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Η μικρή Μύρτις (Το κοριτσάκι που άνασύρθηκε άπο το σκοτάδι της γής και του χρόνου και η άκρως ένδιαφέρουσα ίστορία του...)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κοντινό πλάνο και εσωτερικός χώρος

Η Μύρτις


Άν κάποια μέρα κατεβείτε την όδό Πειραιώς, θα δείτε ένα μικρό παρκάκι δεξιά, στην διασταύρωση με την Ιερά Οδό.
Έκεί βρέθηκε θαμμένη η μικρή Μύρτις..

Ή Μύρτις ήρθε σ'αυτόν τον κόσμο πριν 2500 χρόνια..την έποχή του Περικλή δηλαδή.
Το πέρασμα της άπό την ζωή ήταν πολύ σύντομο.
Μόλις 11 χρόνια..

Το κοριτσάκι αύτό ζούσε στην Άθήνα, στην σκιά της Άκρόπολης..
και ίσως και να κύτταζε με δέος και θαυμασμό τον Παρθενώνα που μόλις είχε τελειώσει..

Το μόνο που γνωρίζουμε για την Μύρτιδα είναι ότι είχε πεταχτά δόντια που την έμπόδιζαν να κλείσει καλά το στόμα της..

Ποιός ξέρει..Ίσως να ήταν ένα εύτυχισμένο κοριτσάκι που περίμενε την τελετή ενηλικίωσης της..
ή ακόμη μπορεί να ήταν και μια μικρή δούλη..ή μέτοικος.

Η μικρή Μύρτις άρρώστησε στον μεγάλο λοιμό που έπληξε την Αθήνα, το 430 π.Χ
Ήταν τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου..
Η Άθήνα ,πολιορκημένη άσφυκτιούσε..

Ύπο αύτές τις συνθήκες ,λοιπόν ξέσπασε μεγάλη έπιδημία που κυριολεκτικά " θέρισε"
το ένα τρίτο των Άθηναίων.

Άνάμεσα στους νεκρούς,
και η μικρή Μύρτις..
άλλά και ο ίδιος ο Περικλής
(429 πχ)

Ή Μύρτις θάφτηκε πρόχειρα με άλλους 150 περίπου..στην άκρη του νεκροταφείου, στον Κεραμεικό.
Ό τάφος , ταπεινός με ελάχιστα, πολύ φτωχικά κτερίσματα..

(Πιθανώς, οι έπιζήσαντες της έπιδημίας, να έθαβαν βιαστικά τους χιλιάδες νεκρούς σε όμαδικούς τάφους
χωρίς να ακολουθούν το τελετουργικό της ταφής των αρχαίων Ελλήνων )

Και πέρασαν χρόνοι και καιροί άπό τότε..
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια..!

Και φτάνουμε στο1994-1995.
Στις εργασίες για το μετρό της Άθήνας
στον Κεραμεικό
βρέθηκε αυτός ο καλούμενος
"τάφος του λοιμού".

Άνάμεσα στα πολλά σκελετικά ύπολείμματα ,
και η μικρή Μύρτις ..

Το κρανίο της ήταν σχεδόν άθικτο,
και είχε και τα 28 της δόντια, αλλά είχε και κάτι άλλο,σπάνιο .
Μαζί με τα μόνιμα, ύπήρχαν και τα νεογιλά της δόντια !
( Αύτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που τα δόντια της ήταν πεταχτά )

Αύτά τα εύρήματα έδωσαν στους έπιστήμονες την δυνατότητα για την έρευνα
και την (ψηφιακή) άνάπλαση του κρανίου και του προσώπου της.

Έμπνευστής της "άναβίωσης" της Μύρτιδας και ψυχή του διεπιστημονικού αύτού
έγχειρήματος, ήταν
ο κ.Μανώλης Παπαγρηγοράκης καθηγητής
της Οδοντιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών.

Οι έπιστήμονες κατάφεραν να άπομονώσουν και το DNA του μικροβίου ..!
Έτσι μάθαμε ότι ο λοιμός όφείλετο σε σαλμονέλλα ! Δηλαδή η έπιδημία ήταν τυφοειδής πυρετός !

Ο κ.Παπαγρηγοράκης σε συνεργασία
με Σουηδούς έπιστήμονες όλοκλήρωσαν,
το 2010 την "ανακατασκευή" της κεφαλής του μικρού αυτού κοριτσιού,
τού οποίου το πραγματικό όνομα δεν θα το μάθουμε ποτέ..

Οι μελετητές, της έδωσαν το ώραίο , συμβατικό όνομα "Μύρτις "
επειδή είναι εύηχο, ήταν σύνηθες έκείνη τήν έποχή,και χρησιμοποιείται και στις μέρες μας. (Μυρτώ)
Της έδωσαν καστανά μάτια και καστανοκόκκινα μαλλιά .
Το χτένισμα της, είναι το διαδεδομένο για την
έποχή που έζησε.

Κι έτσι, άντικρύσαμε το πρόσωπο ένός μικρού κοριτσιού
που έζησε όταν ακόμη χτιζόταν ο Παρθενώνας !
Τα Ήνωμένα Έθνη ,το 2010
άνακήρυξαν την Μύρτιδα
" Φίλη των στόχων της Χιλιετίας"
και χρησιμοποίησαν την μορφή της ,
ως σύμβολο στην έκστρατεία των Ήνωμένων Εθνών
" κατά της παιδικής φτώχειας και της παιδικής θνησιμότητας
άπο άσθένειες
που μπορούν να προληφθούν ή να καταπολεμηθούν. "

Όλα σχεδόν τα μουσεία της Έλλάδας , καθώς και πάμπολλα μουσεία του έξωτερικού,την φιλοξένησαν κατά καιρούς .

Στις 14 Μαρτίου 2018 τα ΕΛΤΑ κυκλοφόρησαν γραμματοσειρά με την μορφή της Μύρτιδας.

Η Μύρτις, βρίσκεται σήμερα στο Έθνικό Άρχαιολογικό Μουσείο.
Κοιτάζει καθημερινά τον κόσμο
με τα όρθάνοιχτα μάτια της , το διστακτικό της χαμόγελο
και την άμφιλεγόμενη ομορφιά της
και σαν "πρέσβειρα"των Ήνωμένων Εθνών
φέρνει από την αρχαιότητα στον 21ο αιώνα,το
πανανθρώπινο μήνυμα ένάντια στον θάνατο μικρών παιδιών άπο πολέμους ,
φτώχεια και
άσθένειες που προλαβαίνονται.

Δώρα Χ. Τηλεμάχου 


Πηγές
Βικιπαίδεια
Μ.Παπαγρηγοράκης, (συνεντεύξεις)
Έφη Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη, αρχαιολόγος,συνέντευξη


..................................................................................................................

Και ένα βραβευμένο ποίημα για την Μύρτιδα.

Υπεβληθη στον θεματικο διαγωνισμο του σωματειου Αθλεπολιςκαι πήρε Α΄ έπαινο


ΜΥΡΤΙΣ, 430 π.X. - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Κοίτα το δόρυ της Προμάχου
Αστράφτεί όσο καίγονται τα μέρη μας
Κι είμαστε στα Μακρά Τείχη πρόσφυγες.
Στην Πνύκα βροντερές φωνές
Μα τώρα η σιωπή του ολέθρου.
Λαχτάρησα τις χρυσαφένιες μέρες 
Που χρόνος κάρπιζε σπαρτά και γέλια.
Οι χιτώνες μας φούσκωναν στον άνεμο
Γίνονταν λες πλοία ξεγνοιασιάς
- Μύρτι, που είσαι;
- Δεν θα με βρείτε!
Παιχνίδια παιδικά, παιχνίδια ειρήνης.
Όμως το τόπι κύλησε μες στη μάχη…
Ως κι οι θεοί σωπαίνουν 
Κάθε που τα παιδιά δεν παίζουν με δόρατα
Αλλά τα χάνουμε
Όσο αντικρύζουν οι ασπίδες τον ήλιο.
Δάκρυ στο μάγουλο της Τριτογένειας
Η πόλη της σπαράζει ξανά.
-Μύρτι, πού είσαι;
Τα πετρωμένα πρόσωπα δεν αποκρίνονται.
Στην αγκαλιά της Περσεφόνης
Μια ανάσα σιγής
Μια αιωνιότητα νιότης.

Αριάδνη Πορφυρίου (Χριστίνα- Παναγιώτα Μανωλέα)

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Έγκον Φριντέλ – Το χρήμα στην αρχαία Ελλάδα. Πόσο στοίχιζαν αγαθά κι υπηρεσίες;

moneyΠλάι στις κοινωνικές ανακατατάξεις, και μαζί μ’ αυτές, έγιναν ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στις συναλλαγές. Στις ιωνικές πόλεις καθιερώθηκε, γύρω στις αρχές του έβδομου αιώνα, το χρήμα.

Ως τότε χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές λεπτές ράβδοι χαλκού, που απ’ το σχήμα τους λέγονταν οβολοί, δηλαδή σούβλες. Έξι τέτοιοι οβολοί αποτελούσαν μια «χούφτα», δραχμή (από το δράττομαι = αδράχνω, πιάνω): αυτά τα ονόματα πέρασαν στα κατοπινά ελληνικά νομίσματα. Τώρα όμως οι Έλληνες άρχισαν να κόβουν κέρματα, που το βάρος και η περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο ήταν εγγυημένα με κρατική σφραγίδα και που, σ’ έναν λαό που δεν έκανε τίποτα χωρίς τέχνη, πήραν γρήγορα τις πιο διαφορετικές και γοητευτικές μορφές. Ως μέταλλο χρησιμοποιούσαν το ήλεκτρο, ένα κράμα από χρυσάφι και ασήμι, των οποίων όμως η αναλογία κυμαινόταν έντονα από πόλη σε πόλη.
Δραχμή - Νάξος, Σικελία, 530 -510 π.Χ..
Δραχμή – Νάξος, Σικελία, 530 -510 π.Χ..
Εκείνος που έβαλε τέρμα σ’ αυτή τη σύγχυση, κόβοντας νομίσματα από ατόφιο χρυσάφι και ασήμι, ήταν ο Κροίσος. Ως τον έκτο αιώνα η κυκλοφορία του χρήματος περιοριζόταν στη Μικρά Ασία και στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ελλάδας. Κατόπιν όμως εξαπλώθηκε παντού, ως τους Έλληνες της Ιταλίας και της Σικελίας. Η μεγαλύτερη ελληνική νομισματική μονάδα ήταν το τάλαντο. Ένα τάλαντο είχε εξήντα μνες, μία μνα εκατό δραχμές, μία δραχμή έξι οβολούς. Παράλληλα υπήρχαν κέρματα των δύο, τριών και τεσσάρων οβολών, των δύο και τεσσάρων δραχμών: διόβολα, τριόβολα και τετρόβολα, στατήρες και τετράδραχμα.
Δραχμή της Αίγινας, περ. 404 π.Χ.
Δραχμή της Αίγινας, περ. 404 π.Χ.
Για να πάρουμε μια γενική ιδέα για την αγοραστική δύναμη όλων αυτών των νομισμάτων (που φυσικά άλλαζε συνεχώς στην πορεία της ελληνικής Ιστορίας), θ’ αναφέρουμε ότι την εποχή του Σόλωνα ένα βόδι με μέτρια ποιότητα κόστιζε πέντε δραχμές, ένας μέδιμνος (52 1/2 λίτρα) δημητριακών μία δραχμή, ενώ στα χρόνια του Περικλή το κατώτερο όριο για την καθημερινή συντήρηση μιας οικογένειας ήταν ένα τρίτο της δραχμής, ποσό που στα τέλη του τέταρτου αιώνα ανέβηκε στη μία δραχμή.
Την ίδια περίπου εποχή ένας μετρητής κρασί (περίπου 40 λίτρα, επρόκειτο προφανώς για συνηθισμένο κρασί) έκανε έξι ώς οκτώ δραχμές και τα έξοδα διατροφής ενός δούλου ήταν δύο οβολοί, ποσό με το οποίο ο δούλος μπορούσε να φάει απλά, αλλά χορταστικά. Όποιος είχε περιουσία τρία τάλαντα (οι τόκοι ήταν κατά μέσον όρο 12%) θεωρούνταν ήδη πλούσιος.
Οβολός - Αθήνα. Γύρω στο 454 - 404
Οβολός – Αθήνα. Γύρω στο 454 – 404
Για μερικούς Σοφιστές και καλλιτέχνες αναφέρεται ότι ποτέ δεν ζητούσαν για το μάθημα που παρέδιδαν (και που πάντως διαρκούσε αρκετά χρόνια) λιγότερο από ένα τάλαντο, ένα ποσό προφανώς εξωφρενικό, που θεωρείται ένδειξη της τεράστιας φήμης τους. Ο Επίκουρος πλήρωσε 80 μνες για τον μεγάλο και ωραίο κήπο που αγόρασε το έτος 306 σε θαυμάσια τοποθεσία, για να εγκαταστήσει εκεί τη σχολή του.
Την ίδια περίπου εποχή ένα συνηθισμένο σπίτι στοίχιζε από 300 ώς 700 δραχμές, μια πολυτελής έπαυλη από 5.000 ώς 10.000 δραχμές. Ο μεγιστάνας του πλούτου Καλλίας, ιδιοκτήτης ορυχείων, πασίγνωστος σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, είχε περιουσία 200 ταλάντων. Στη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.), οι Καρχηδόνιοι χρέωσαν τους Ρωμαίους τα έξοδα του εικοσιτριάχρονου πολέμου με 3.200 τάλαντα.
polit_ist_arx_elladas
Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας / Friedell, Egon
Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Γιώτα Αργυροπούλου-Σεικίλου σχόλιον



Αποτέλεσμα εικόνας για αργυροπουλου διηγηματα
Όσο ζεις να χαίρεσαι καθόλου μη λυπάσαι
μεταφράζει η Γεωργία Ψαραδέλλη
το επιτύμβιο του Σεικίλου
και όλοι παρέα τραγουδούν

όσον ζεις φαίνου
μηδέν όλως συ λυπού
προς ολίγον εστί το ζην…

Άραγε θα τα χωνέψουν τα παιδιά τα λόγια αυτά
που τραγουδάνε;
Θα τα εφαρμόσουνε κατά τι;
Κι αν δεν πετύχουνε απόλυτα το φαίνου
τουλάχιστον θα μετριάσουν το λυπού;
Όχι σαν κάτι αδικημένους
που δεν μας έψαλλε έτσι μελωδικά
καμιά φεγγαροκόρη
το σπουδαιότερο αυτό μάθημα του κόσμου
και με τα χρόνια
ξαστοχήσαμε ολότελα απ΄ το φαίνου
στην επικράτεια κάθε τόσο του λυπού .

Γιώτα Αργυροπούλου , από τη συλλογή Διηγήματα, Μεταίχμιο 2010.


Σεικίλου σχόλιον - Αρχαίο Ελληνικό Τραγούδι - Ancient Greek Song Η Γεωργία Ψαραδέλλη παίζει πανδόύρα και τραγουδά στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας 5 Μαίου 2010 - Βραδυά Ποίησης της Γιώτας Αργυροπούλου- Παρουσίαση ποιητικής συλλογής της Γιώτας Αργυροπούλου με τίτλο "Διηγήματα"

Chanson que le compositeur Seikilos a souhaitée être sa propre épitaphe. Elle a été découverte sur une colonne de marbre (en Asie mineure), écrite avec une notation grecque antique datée vers -200.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Claude Mosse: Η Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα - Η Σπαρτιάτισσα

Γεια σου, χρυσή μου Λαμπιτώ, Σπαρτιάτισσά μου. Γλυκιά μου εσύ, πώς λάμπει η ομορφιά σου. Τι χρώμα, τι κορμί γεροδεμένο! Και ταύρο πνίγεις.
Μ’ αυτές τις λέξεις στην κωμωδία του Αριστοφάνη Λυσιστράτη η ηρωίδα του έργου, που για να θέσει τέλος στον πόλεμο που διαιωνίζεται μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης θα προτείνει στις γυναίκες των δυο στρατοπέδων να κάνουν απεργία έρωτα, υποδέχεται την συνεργό Σπαρτιάτισσα.
Ο κωμικός ποιητής, απευθυνόμενος σ’ ένα αθηναϊκό κοινό, επαναλάμβανε με τη σειρά του αυτό που στην Αθήνα αποτελούσε έναν κοινό τόπο όταν επρόκειτο για Σπαρτιάτισσες: αντίθετα με όλες τις άλλες Ελληνίδες, αυτές ζούσαν έξω, αθλούνταν στο τρέξιμο και στην πάλη, ανταγωνίζονταν σ’ αυτό το σημείο τους άνδρες, και παρουσίαζαν εξαιτίας αυτού του γεγονότος τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μ’ αυτούς: τη φυσική ρωμαλεότητα και, σαν αθλήτριες που ήταν, τη μαυρισμένη επιδερμίδα.
Είναι σημαντικό να κάνω αμέσως μια παρατήρηση: σ ’ αυτό το πρώτο μέρος της μελέτης μου, προσπαθώ όσο είναι δυνατόν να ανασυνθέσω την πραγματική κατάσταση των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, τόσο στο νομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της καθημερινής πραγματικότητας. Είναι λοιπόν αυτονόητο πως από τη στιγμή που σ’ ένα δικανικό λόγο ο ρήτορας υπαινίσσεται ένα συγκεκριμένο νόμο σχετικά με τη μοιχεία ή μνημονεύει το ποσό μιας προίκας, δικαιούμαστε να τα εκλαμβάνουμε ως γεγονότα. Μερικές φράσεις είναι εξίσου αποκαλυπτικές αυτού που μπορούσε να είναι η καθημερινή ζωή των γυναικών στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Αλλά, όταν πρόκειται για τη Σπάρτη, κι όχι μόνο για τις Σπαρτιάτισσες, όλα μπερδεύονται.
Πρακτικά δεν διαθέτουμε πράγματι κανένα στοιχείο προερχόμενο απ’ τη Σπάρτη που να αφορά την κλασική εποχή, ούτε επιγραφή, ούτε πολιτικό ή δικανικό λόγο που να έχουν την αρχή τους σε μια σπαρτιατική πηγή. Όταν ένας Σπαρτιάτης μιλάει, είναι πάντα ένας Αθηναίος που τον παρουσιάζει να μιλάει και του αποδίδει τα λόγια που φαντάζεται πως ο Σπαρτιάτης θα είχε πει. Έτσι συμβαίνει, για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, με τον λόγο που ο Θουκυδίδης αποδίδει στο βασιλιά Αρχίδαμο στην αρχή του πελοποννησιακού πολέμου.
Υπάρχουν όμως στοιχεία περισσότερο σημαντικά. Για λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσαμε να επιμείνουμε στα όρια αυτής της μελέτης, η Σπάρτη αντιπροσώπευσε από τα τέλη του 5ου αιώνα για ορισμένα αθηναϊκά στρώματα ένα πρότυπο τέλειας πόλης, η οποία καθοριζόταν από μια απόλυτη πρωτοτυπία που δημιουργούσε, εντέλει, μια αντι-Αθήνα. Ο ιστορικός λοιπόν πρέπει να προσπαθήσει να ξεχωρίσει διαμέσου αυτής της «σπαρτιατικής γοητείας» αυτό που αποτελούσε πραγματικότητα. Ριψοκίνδυνη επιχείρηση που καταλήγει σε ανακατασκευές λιγότερο ή περισσότερο εύθραυστες και πάντοτε υποθετικές.
Σπαρτιάτισσα δίνει την ασπίδα στο γιο της - Jean-Jacques-François Le Barbier - 1826
Όσον αφορά τις γυναίκες, τρία κείμενα θα αποσπάσουν ειδικότερα την προσοχή μας.
Το αρχαιότερο χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα. Οφείλεται στον Ξενοφώνταγια τον οποίο είδαμε κιόλας πως είχε μείνει στην Λακωνία. Βέβαια, ο Ξενοφών ήταν ένας θαυμαστής της Σπάρτης χωρίς όρια, σε σημείο που να προδώσει την πατρίδα του γι’ αυτήν. Μπορούμε να δεχτούμε τουλάχιστον πώς γνώρισε μια ορισμένη σπαρτιατική πραγματικότητα και, αν και την ωραιοποιεί, κάνει την αποτίμησή της. Το δεύτερο κείμενο το δανειζόμαστε από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Θέτει, όπως θα δούμε, πολυάριθμα προβλήματα, αλλά προσφέρει μια ριζική διόρθωση στην περιγραφή του Ξενοφώντα. Μένει το τρίτο κείμενο, ένα σπουδαίο χωρίο του Βίου του Λυκούργου του Πλουτάρχου.

Ο Πλούταρχος είναι ένας Έλληνας συγγραφέας του τέλους του 1ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το πιο φημισμένο έργο αποτελείται από αυτούς τους Βίους Παραλλήλους των μεγάλων ανδρών της ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί. Έργο ηθικολόγου και όχι ιστορικού, αλλά που έχει το ενδιαφέρον για μας πως συνέλεξε παραδόσεις, και μάλιστα στοιχεία των οποίων την ύπαρξη θα αγνοούσαμε τελείως αν δεν υπήρχε. Ειδικότερα ο Βίος του Λυκούργου, αυτού του μυθικού νομοθέτη στον οποίο απέδιδαν τους θεσμούς της Σπάρτης, περιλαμβάνει ό,τι μπόρεσε να διασώσει η παράδοση για την ιστορία της Σπάρτης και κυρίως για την πρωτοτυπία του πολιτεύματός του. Όσον αφορά τις γυναίκες, η μακροσκελής ανάπτυξη που αφιερώνεται σ’ αυτές (κεφάλαια 14 και 15), αν επαναλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που δίνει ο Ξενοφών στην Λακεδαιμονίων Πολιτεία, είναι πολύ πιο συγκεκριμένη σε ορισμένα σημεία, ιδιαίτερα για την εκπαίδευση, τα γαμήλια έθιμα, κλπ.
Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε πρώτα απ’ αυτά τα δύο κείμενα, του Ξενοφώντα και του Πλούταρχου. Ο Ξενοφών προσεγγίζει το πρόβλημα των γυναικών στο πρώτο κεφάλαιο της Λακεδαιμονίων Πολιτείας. Κι αμέσως προσδιορίζεται ο πρώτος ρόλος της Σπαρτιάτισσας: η αναπαραγωγή, ρόλος απ’ τον οποίο προέρχονται οι άλλες προδιαγραφές που την αφορούν:
«Οι άλλοι Έλληνες απαιτούν απ τις κοπέλες να υφαίνουν καταδικασμένες σε ακινησία, το ίδιο με τους περισσότερους τεχνίτες οι οποίοι κάνουν καθιστική ζωή. Με τέτοια όμως ανατροφή πώς πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα κάνουν σπουδαία παιδιά; Ο Λυκούργος όμως θεωρώντας ότι και οι δούλες είναι ικανές να υφαίνουν, ενώ για τις ελεύθερες γυναίκες ότι το σπουδαιότερο έργο είναι η τεκνοποίηση, γι αυτό πρώτα όρισε να γυμνάζονται τα κορίτσια εξίσου με τα αγόρια' έπειτα, να συναγωνίζονται μεταξύ τους οι γυναίκες, εξίσου με τους άνδρες, στο τρέξιμο και την αντοχή, γιατί πίστευε πως σαν είναι κι οι δύο γονείς δυνατοί, και τα παιδιά τους θα γίνουν δυνατότερα» (1, 3-4, μετ. A. Ν. Διαμαντόπουλου, εκδ. Πάπυρος).
Έτσι λοιπόν, πρόκειται για μια ζωή στους αντίποδες της ζωής των «άλλων Ελλήνων» που κλείνουν μέσα τις γυναίκες τους και τις εξαναγκάζουν να γνέθουν το μαλλί, μια ζωή έξω από το σπίτι η οποία δεν διακρίνεται καθόλου απ’ τη ζωή των ανδρών. Σ’ αυτή την αγωγή των νέων κοριτσιών, ο Πλούταρχος δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες.
«Τα σώματα των παρθένων ενίσχυσε με την άσκηση στον δρόμο, την πάλη και το ρίξιμο δίσκου και ακοντίου... Αφαίρεσε κάθε μαλθακότητα και παραμονή στη σκιά και θηλυπρέπεια και συνήθισε τις νέες όχι λιγότερο από τους νέους και στις πομπές να λαμβάνουν μέρος γυμνές και σε μερικούς ναούς να χορεύουν και να τραγουδούν, ενώ ήσαν παρόντες οι νέοι και τις έβλεπαν»(Βίος Λυκούργου, 14, 3-4, μετ. Α. Λαζάρου, εκδ. I. Ζαχαρόπουλος).
Αυτή η γυμνότητα δεν είχε τίποτε το ενοχλητικό, γιατί επρόκειτο για την αθλητική γυμνότητα. Ο Πλούταρχος μαρτυρεί εξάλλου την ανάγκη να την δικαιολογήσει: «Η γύμνωση των παρθένων δεν είχε τίποτε το αισχρό, διότι υπήρχε ντροπή, αλλά έλειπε η ακολασία», αν και, όπως παρατηρεί πιο κάτω, ήταν επίσης «αυτά παρορμητικά προς γάμον».
Σχετικά με το σπαρτιατικό γάμο, ο Ξενοφών περιορίζεται στο να δώσει στοιχεία: απ ’ τη μια μεριά η υποχρέωση των ανδρών να παντρευτούν στην ακμή της ηλικίας τους, απ’ την άλλη αυστηροί νόμοι που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων.
«Καθώς έβλεπε όμως ότι οι άλλοι άνδρες τον πρώτο καιρό του γάμου τους συνευρίσκονται με τις γυναίκες τους χωρίς μέτρο, θεσμοθέτησε και γι αυτό το θέμα τα αντίθετα: όρισε δηλαδή να μπαίνει στο δωμάτιο της γυναίκας του ο σύζυγος με ντροπή μην τον δουν και με τον ίδιο τρόπο να φεύγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο η συνεύρεσή τους θα γινόταν κατ' ανάγκην πιο ποθητή και στην περίπτωση που αποκτούσαν παιδιά, θα γίνονταν πιο ρωμαλέα παρά αν έκαναν κατάχρηση της απόλαυσής τους» (1,5).
Εδώ ακόμη, ο Πλούταρχος παρέχει πολύ πιο συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες. Αφού υπενθύμισε πως η αγαμία απαγορευόταν, αποκαλύπτει τις περίεργες συνθήκες του σπαρτιατικού γάμου:
«Νυμφεύονταν αρπάζοντας όχι μικρές κι ανώριμες για γάμο, αλλά στην εποχή της ακμής τους και τότε που ήταν ώριμες. Την αρπαζομένη παρελάμβανε η λεγάμενη νυμφεύτρια, της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, της έβαζε ανδρικό ιμάτιο και υποδήματα και την πλάγιαζε μόνη χωρίς φως σε στρώμα από καλάμια. Ο γαμπρός, ούτε μεθυσμένος ούτε εκνευρισμένος, αλλά νηφάλιος όπως πάντοτε, αφού δειπνήσει στα συσσίτια (φαγητό με δημόσια δαπάνη όπου προσφερόταν ο περίφημος μέλας ζωμός), εισέρχεται κρυφά, λύνει την ζώνη της, την σηκώνει στα χέρια του και την μεταφέρει στην κλίνη. Αφού έμενε μαζί της όχι πολύ χρόνο έφευγε με κοσμιότητα και πήγαινε όπου συνήθιζε προηγουμένως, για να κοιμηθεί μαζί με τους άλλους νέους» (15, 4-7).
Αυτή η παράξενη τελετουργία προκάλεσε πλήθος σχολίων εκ μέρους των νεότερων. Διαπίστωσαν εδώ την ανάμνηση ορισμένων τελετών μύησης, σαν αυτές που συναντούμε σε άλλες κοινωνίες, με αντιστροφή των ρόλων (η κοπέλα κουρεμένη και ντυμένη με ανδρικά ρούχα) και με περίοδο αποκλεισμού. Ο Πλούταρχος προσθέτει πως μετά απ’ αυτό το πρώτο γρήγορο ζευγάρωμα, οι συναντήσεις μεταξύ συζύγων διατηρούσαν έναν χαρακτή ρα παρανομίας, σε σημείο που «μερικοί απέκτησαν και παιδιά, προτού δουν την γυναίκα τους στο φως της μέρας».
Ξαναβρίσκουμε εδώ την ένδειξη που δόθηκε απ’ τον Ξενοφώντα, καθώς και την αιτιολόγηση μιας τέτοιας πρακτικής: να διατηρήσει τον πόθο ανάμεσα στους συζύγους για να τους κάνει πιο γόνιμους. Είναι ενδιαφέρον όμως να παρατηρήσουμε πως ο Πλούταρχος εξηγεί ορθολογικά, σε μικρότερο βαθμό από τον Ξενοφώντα, συμπεριφορές για τις οποίες είναι εντούτοις προφανές πως του διαφεύγει η ουσία.
Γιατί χρειάζεται προσπάθεια για να παραδεχθούμε πως αυτές οι πρακτικές δεν κατέληγαν πάντα στο σκοπό τον οποίο θεωρήθηκαν ότι ευνοούν. Από ’ δω προέκυπταν αυτές οι ρυθμίσεις, οι οποίες, και σ ’ αυτό το σημείο ακόμη, βρίσκονταν σε αντίθεση με ότι γινόταν στους άλλους Έλληνες: αν όχι την κοινοκτημοσύνη των γυναικών, τουλάχιστον ένα είδος νομιμότητας της μοιχείας, στην περίπτωση που αντικείμενό της ήταν η αναπαραγωγή. «Αν όμως συνέβαινε κι ένας γέρος είχε νεαρή γυναίκα, καθώς ο Λυκούργος έβλεπε αυτούς τους ηλικιωμένους να περιορίζουν πολύ τις γυναίκες τους, και γι ’ αντό το θέμα νομοθέτησε τα αντίθετα: όρισε δηλαδή να έχει τη δυνατότητα ο ηλικιωμένος να καλεί σπίτι του για να κάνει παιδιά με τη γυναίκα του όποιον άνδρα εκτιμούσε ως προς το σώμα και την ψυχή. Κι αν πάλι κάποιος δεν επιθυμούσε να συζεί με γυναίκα, ήθελε όμως να ’χει αξιόλογα παιδιά και γι' αυτό νομοθέτησε: αν έβλεπε μια γυναίκα που είχε όμορφα και γερά παιδιά, να μπορούσε με τη συγκατάθεση του συζύγου της να αποκτήσει παιδιά απ ' αυτήν» (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, I, 7-8).
Ο Πλούταρχος που θυμίζει επίσης, σε όρους λίγο-πολύ ταυτόσημους, αυτούς τους δυο «νόμους του Λυκούργου», αισθάνεται εδώ ακόμη την ανάγκη να τους αιτιολογήσει:
«Διότι κατά πρώτον ο Λυκούργος δεν θεωρούσε πως τα παιδιά ανήκαν στους πατέρες τους, αλλ ’ ότι ήταν κοινά της πόλης, και γι ‘ αυτό ήθελε όχι από τους τυχόντες αλλ ’ απ ’ τους αρίστους να γεννιούνται οι πολίτες. Έπειτα νόμιζε, ότι στους νόμους των άλλων υπάρχει γι' αυτό το θέμα πολλή ανοησία και ελαφρότητα Οδηγούν σκύλες και φοράδες στους καλύτερους επιβήτορες πείθοντας τους κυρίους τους με παρακλήσεις ή με χρήματα ενώ τις γυναίκες τις κλείνουν στο σπίτι και τις φρουρούν, έχοντας την απαίτηση να γεννούν μόνον απ ’ αυτούς, είτε είναι ανόητοι, είτε παρήλικες, είτε ασθενικοί, σαν να μη γίνονταν κακά τα παιδιά πρώτα γι' αυτούς που τα έχουν και τα ανατρέψουν, αν γεννηθούν από κακούς, και αντιθέτως, καλά, αν τύχουν καλή γέννηση». (15, 14-15).
Αυτό το κείμενο επιδέχεται πολλές παρατηρήσεις. Η πρώτη αιτιολόγηση προέρχεται προφανώς από μια ορισμένη ιδεολογία της πόλης στην οποία ο Πλάτων, θα το δούμε πιο κάτω, θα έδινε τον 4ο αιώνα έναν συστηματικό χαρακτήρα. Κι εδώ διαμέσου του Πλάτωνα «διαβάζει» ο Πλούταρχος την σπαρτιατική πραγματικότητα. Αλλά η δεύτερη δεν είναι λιγότερο εύγλωττη. Γιατί η σύγκριση με τις σκύλες και τις φοράδες ξαναβάζει την Σπαρτιάτισσα, την οποία θα φανταζόμασταν περισσότερο ελεύθερη απ’ τον λόγο πως έχει περισσότερα ανδρικά χαρακτηριστικά, στη σωστή της θέση: αυτήν ενός εργαλείου αναπαραγωγής, μιας γόνιμης κοιλιάς όπου ενδιαφέρει η εισαγωγή του καλύτερου σπέρματος.
Ως ποιο σημείο αυτοί οι νόμοι που αποδίδονται υποθετικά στον Λυκούργο υπήρξαν πραγματικά, κι αν ναι, ως ποιο σημείο ήταν ακόμη σε ισχύ στην κλασική περίοδο; Πρόκειται εδώ για ερωτήσεις στις οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει απάντηση. Σ’ αυτόν τον λόγο για την Σπαρτιάτισσα δεν μπορεί να ήταν όλα τελείως φανταστικά.
Είναι αλήθεια πως στη Σπάρτη οι πολίτες ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα στρατιώτες, και πως περνούσαν μέχρι μια προχωρημένη ηλικία μια ζωή στρατοπέδου, η οποία σίγουρα δεν πρέπει να ευνοούσε τις συζυγικές σχέσεις. Είναι πιθανόν ότι οι νέες Σπαρτιάτισσες, καθώς οι φυσικές ασκήσεις κρατούσαν μια σημαντική θέση στην αγωγή τους, ήταν ρωμαλέες και γεμάτες ενέργεια όπως η αριστοφανική Λαμπιτώ.
Είναι τέλος δυνατόν να περιλάμβανε ο γάμος μέχρι μια σχετικά όψιμη περίοδο αυτές τις ιδιαίτερες τελετές που αναφέρει ο Πλούταρχος. Για τα υπόλοιπα είναι δύσκολο να αποφανθούμε κι ειδικότερα γι’ αυτή την κοινοκτημοσύνη των γυναικών, γι’ αυτές τις αθέμιτες γεννήσεις που μόνο ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης της ιδιοκτησίας δικαιολογούσε. Οπότε, αν η παράδοση απέδιδε στον Λυκούργο είτε μια ισομερή κατανομή, είτε μια απόλυτη κοινοκτημοσύνη των αγαθών, φαίνεται ξεκάθαρα πως στη Σπάρτη του 5ου και 4ου αιώνα το καθεστώς της ιδιοκτησίας και της κληροδότησης των αγαθών ήταν ένα φαινόμενο ανάλογο μ’ αυτά που γνωρίζαμε αλλού.
Ο Ξενοφών, σ’ ένα κεφάλαιο της Λακεδαιμονίων Πολιτείας, η γνησιότητα του οποίου αμφισβητήθηκε, αλλά που ωστόσο φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αναγνωρίζει ο ίδιος πως στην εποχή του οι νόμοι του Λυκούργου «δεν εξακολουθούσαν να ισχύουν πια στο σύνολό τους». Κι είναι αυτό ακριβώς που βεβαιώνει το χωρίο απ’ τα Πολιτικά του Αριστοτέλη στο οποίο έχουμε κιόλας αναφερθεί. Εξετάζοντας τους σπαρτιατικούς θεσμούς, ο φιλόσοφος αποδίδει την εξασθένισή τους στις «ακολασίες των γυναικών» που αντιστάθηκαν στους νόμους του Λυκούργου και «ζουν χωρίς πίεση και μέσα στην τρυφηλότητα», χρησιμοποιώντας την ερωτική τους εξουσία πάνω στους άνδρες για να τους κυβερνούν. Αλλά, γεγονός ακόμη πιο σπουδαίο, οι γυναίκες βρίσκονται επίσης στην αρχή της εξέλιξης του καθεστώτος της ιδιοκτησίας:
«Διότι συμβαίνει άλλοι απ ’ αυτούς να είναι κύριοι υπερβολικά μεγάλης ιδιοκτησίας, κι άλλοι μικρής' γι αυτό κι η γη περιήλθε στην κατοχή λίγων μόνο. Και αυτό συνέβη από κακή ρύθμιση των νόμων διότι ο νομοθέτης, κρίνοντας σωστά, απαγόρευσε την αγορά ή την πώληση της γης που είχε ο καθένας επέτρεψε όμως σ' όσους επιθυμούν να τη μεταβιβάζουν με προίκα ή κληρονομιά· αλλά είτε έτσι, είτε αλλιώς μεταβιβασθεί επέρχεται αναγκαστικά το ίδιο αποτέλεσμα, Κατ ’ αυτόν τον τρόπο τα δύο πέμπτα ολόκληρης σχεδόν της χώρας ανήκουν στις γυναίκες· διότι και οι επίκληροι πολλαπλασιάζονταν και προίκες μεγάλες δίνονταν και όμως θά ήταν καλύτερο να θεσπιζόταν να δίνεται καθόλου ή λίγη ή μέτρια προίκα. Σύμφωνα όμως με τα ισχύοντα εκεί, ο πατέρας μπορεί να παντρέψει με όποιον θέλει την επίκληρο, και αν πεθάνει χωρίς να ορίσει με διαθήκη ποιον θα πάρει αυτή ως σύζυγο, ο κληρονόμος του έχει το δικαίωμα να την παντρέψει με όποιον θέλει» (Πολιτικά II, 9, 14-15).
Αυτό το κείμενο θέτει πολυάριθμα προβλήματα, στα οποία κι εδώ ακόμη μπορούμε να απαντήσουμε μόνον υποθετικά. Ο Πλούταρχος, στον Βίο του Άγι και του Κλεομένη, αυτών των δυο μεταρρυθμιστών βασιλιάδων της Σπάρτης, οι οποίοι τον 3ο αιώνα προσπάθησαν να επαναφέρουν τους «νόμους του Λυκούργου», δίνει το όνομα αυτού του νομοθέτη, ο οποίος, επιτρέποντας την ελεύθερη σύναψη διαθήκης, θα πρέπει να ήταν στην αρχή της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας της γης στη Σπάρτη: κάποιος Επιτάδης που πρέπει να έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα και θα είχε εκδώσει ως έφορος, για να κάνει κληρονόμο το γιο του, ένα νόμο «που όριζε πως επιτρεπόταν να δώσει κανείς το σπίτι και την γη τον όσο ήταν ζωντανός ή να τα αφήσει με διαθήκη σ ’ όποιον ήθελε».
Αλλά αυτή η παρατήρηση δεν αποδίδει αυτό που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αριστοτέλη ήταν το χειρότερο: η συγκέντρωση της γης στα χέρια των γυναικών, ως κληρονόμων και διαμέσου της προίκας. Ωστόσο κι ο Πλούταρχος επίσης επιμένει σ’ αυτόν τον πλούτο των γυναικών της Σπάρτης, κι επίσης στην πολιτική τους επιρροή. Σε σημείο που θα κατόρθωναν να οδηγήσουν σε αποτυχία το σχέδιο του νεαρού Αγι «γιατί πρόβαλαν αντίσταση, όχι μόνο επειδή θα έχαναν την πολυτέλεια την οποία συνέχεαν με την ευτυχία από άγνοια των αληθινών αγαθών, αλλά ακόμη επειδή έβλεπαν να χάνουν την εκτίμηση και την επιρροή, αποτέλεσμα τον πλούτου τους. Στράφηκαν λοιπόν προς τον Λεκίδα και τον ανάγκασαν, σαν τον πιο ηλικιωμένο απ ’ τους δύο βασιλιάδες, να τα βάλει με τον Άγι και να ματαιώσει την πρότασή του» (Βίος Άγι και Κλεομένη, 7).
Ο Πλούταρχος εμπνέεται σ’ αυτή τη διήγηση από το έργο κάποιου Φύλαρχου, ενός Αθηναίου ιστορικού του 3ου αιώνα π.Χ., συγχρόνου επομένως των γεγονότων που αναφέρει. Μπορούμε λοιπόν να δεχθούμε πως υπήρχε μια βάση αλήθειας σ’ αυτή την παράδοση του πλούτου ορισμένων γυναικών της Σπάρτης, αναγνωρισμένης ήδη στο τέλος του προηγούμενου αιώνα απ’ τον Αριστοτέλη. Όπως και να’χει είναι αδύνατον να μη μας εντυπωσιάζει ο απότομος μετασχηματισμός που προϋποθέτει μια τέτοια κατάσταση. Από επιλεγμένη για αναπαραγωγή «νεαρή φοράδα», η Σπαρτιάτισσα περνούσε στην τάξη της ιδιοκτήτριας, ζώντας στην πολυτέλεια, διαθέτοντας την περιουσία της και παίζοντας έναν πολιτικό ρόλο στην πόλη.
Είναι αλήθεια πως η ίδια η πόλη είχε αλλάξει. Το περήφανο Κράτος που αξίωνε να κυριαρχήσει στον ελληνικό κόσμο δεν ήταν παρά μια μικρή πόλη της Πελοποννήσου, αναγκασμένη για την άμυνά της να στρατολογεί τους είλωτες και μάλιστα να τους παραχωρεί την ελευθερία και το δικαίωμα του πολίτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αλλαγή υπήρξε γρήγορη και πως δεν είναι εύκολο να υπολογίσουμε από τις διηγήσεις των Αρχαίων την αληθινή σημασία και τις συνέπειες.
Πάντως, σ’ αυτό το σημείο ακόμη, η Σπάρτη ξεχώριζε από τους «άλλους Έλληνες», διότι αν είναι αλήθεια πως στην ελληνιστική εποχή, εξαιτίας της παρακμής των παλαιών πόλεων, η θέση των γυναικών στον ελληνικό κόσμο έγινε δυνατό να βρεθεί τροποποιημένη, πουθενά αλλού οι γυναίκες δεν ξέφυγαν πραγματικά από την πατρική ή συζυγική κηδεμονία. Αλλά κυρίως, πουθενά αλλού οι γυναίκες δεν κατόρθωσαν να παίξουν έναν οποιονδήποτε πολιτικό ρόλο, εκτός —αλλά αυτό συμβαίνει κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες— από αυτές τις βασίλισσες των ελληνιστικών χρόνων, που οι πλεκτάνες τους γρήγορα θα βρίσκονταν στο κέντρο της επικαιρότητας.
Claude Mosse - Η Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα
Αντικλείδι , https://antikleidi.com