Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστοδούλου Χ. Δήμητρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστοδούλου Χ. Δήμητρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Οι τεχνικές της σωτηρίας


Σαν κεφαλή ταριχευμένου λύκου,

Μακάβριο τρόπαιο κυνηγού

Που κάπου ασπρίζουν πια τα κόκαλά του

(Κανείς δεν είναι πάντα τυχερός

Όταν αναμετριέται με τ’ αγρίμια),

Στον τοίχο κρέμεται ο λεκές της υγρασίας,

Δόξα της οικογενειακής ιστορίας μου.

Μα τα δικά μου κόκαλα ανθούν

Καλά θαμμένα κάτω από τα χάχανα

Τόσης, στ’ αλήθεια, καρτερίας κι ευσέβειας

Που έχει κάθε πόνο απελπίσει.


Έξω η σκόνη από την Αφρική

Ταριχεύει πολίτες και μπάτσους.

Κορνάρουν με τα κυνηγετικά τους βούκινα

Κάτι φιλότιμα ασθενοφόρα.

Μες στα μεγάλα, μαύρα τους φτερά

Γιατροί διασχίζουν πάρκα και πλατείες

Κι αφήνουν στον γαλαξία τον γέρικο

Τ’ απόβλητα των χειρουργείων.

Μόνο το αηδόνι που ακόμη θυμάμαι

Ξηλώνει κλαίγοντας το σάβανο

Γύρω από ανθρώπους και λύκους

Και τυφλό από της φωνής του τ’ αρώματα

Φέρνει ως εδώ το φως της νύχτας.


Πηγή: Σε αβαρές φαλτσέτο, εκδόσεις Θράκα, 2024

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - «Σε αβαρές φαλτσέτο: μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα»

 ΒΑΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ

Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός
Κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα,
Εκεί που πάνε τ' άτακτα παιδιά
Μετά από ένα χέρι ξύλο.
Με τα κακά τους λόγια έπλασε
Δακτυλιόσχημους πλανήτες
Και σκάρωσε αγριοπερίστερα
Από το ποινικό τους μητρώο.
Όλο το προβλεπόμενο τριήμερο
Τα δίδασκε μουσική και σκάκι.
Κι όσα είχαν κλίση στην αστρονομία
Πώς να εκτοξεύουν παπαρούνες
Απ' τις υπώρειες τ' ουρανού.
Έπειτα επέστρεψε στα καθ' ημάς.
Σ' αυτό το σύμπαν της νομοθεσίας.
Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στη ντουλάπα.
Και ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος
Που καμία αγκαλιά δεν τον χωράει.
Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.
Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα
Μα ως κι η μάνα σου έχει τις δουλειές της.
Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα,
Οι μπόρες ρίχνουν τίποτε ζαριές αθανάτων,
Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι.
*
PIANO FORTE
Μου χτύπησε το τζάμι μια ψυχή
Όπως λένε πως κάνουν τα σπουργίτια.
Όχι για ψίχουλα! Ζητούσε μουσική.
Ν' ακούσει πώς ηχεί παλιό κρασί
Όταν μοιράζεται σε δυο ποτήρια.
Πώς ψιθυρίζει θερινή κουρτίνα
Όταν σύρεται απαλά να σκιάσει
Το φως ζεστού μεσημεριού.
Ή πώς σφυρίζει η τσαγιέρα το βράδυ
Που το χιονόνερο επιμένει ώρες
Και πια του παραδίνονται όλοι οι δρόμοι
Φέγγοντας ρουτινιέρικα αδειανοί.
Ω, εσείς που κλαίτε, εσείς που γελάτε,
Εσείς που φλυαρείτε ή που τραυλίζετε,
Πιο δυνατά, θε μου, πιο δυνατά!
Δεν ακούν τα πουλάκια τ' αόρατα!
Νύχτα μέρα πετούν λυπημένα
Από την άμουση τη γη της κατοικίας τους
Γύρω απ' τα σπίτια μας τα επτασφράγιστα
Για το δώρο του θρήνου ή του γέλιου μας,
Για τα πλήκτρα ενός κουταλιού στο φλυτζάνι,
Τα έγχορδα μιας φορεσιάς στην κρεμάστρα...
Μην τα ξεχνάτε έξω απ' το τζάμι αδικημένα.
Πιο δυνατά! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!
*
Ο ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ
Άρχισα τις επισκευές από τη στέγη. Φρόντισα να αφαιρεθούν τα τσακισμένα κεραμίδια, να αντικατασταθούν με γερά, κατά το δυνατόν ομοιόχρωμα προς τα παλαιά, να ελεγχθούν δοκοί και δεσίματα, να ξαναφτιαχτούν οι υδρορροές και τα ακροκέραμα. Μετά συνέχισα με τοίχους, μέσα κι έξω, αυτοί είχαν την περισσότερη δουλειά, παντού ρωγμές, σκασίματα, υγρασία. Κουφώματα, πορτοπαράθυρα αναπαλαιώθηκαν, η κεντρική δίφυλλη πόρτα με τις εξαίσιες λεπτομέρειες από μπρούντζο ξαναβρήκε το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας της. Ξεχορτάριασα τον κήπο, τον έσκαψα, παρήγγειλα φυτά και φυτά. Άρχισα να τα φυτεύω κατανέμοντάς τα με τρόπο που χρηστικά και καλλωπιστικά να έχουν την αρμόζουσα θέση. Έστησα πέργκολα για μελλοντική κληματαριά. Καθάρισα και καλοσκέπασα το πηγάδι. Ποτέ δεν έριξα βλέμμα απόγνωσης στο ρημαγμένο χωριό, στα ελάχιστα ερειπωμένα σπίτια, που ούτε λύκος δεν καταδεχόταν πια. Και σ' αυτόν τον μισοτελειωμένο παράδεισο πήρα μια καρέκλα και κάθισα στο κατώφλι, κάτω από το γεμάτο φεγγάρι. Ξέροντας ότι κανείς δε μ' αγαπά αρκετά, για να έλθει στα μέρη μου, άρχισα να τραγουδάω δυνατά, φάλτσα κι ελεύθερα μια ραψωδία για το τίποτε που κρατάει ακόμη.
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Σε αβαρές φαλτσέτο: μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, Θράκα 2024.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Σκέψεις ενός καπνιστή αργά το βράδυ


«Θα χρειαστούμε δύναμη. Ολο αυτό το χώμα
Που σχηματίζει πίσω μας μικρούς σωρούς»
Είπε σβήνοντας προσεκτικά το τσιγάρο του.
Έπειτα άπλωσε τα χέρια του
Πάνω από όλες τις σκιές του εαυτού του.
Στέκονταν γύρω του σαν μικρά ζώα
Που μόλις γλίτωσαν από την πυρκαγιά.
«Θα χρειαστούμε ό,τι απόμεινε από την ψυχή μας.
Τα πέτσινα σακούλια στα μούτρα μας
Φορτωμένα χλεύη.
Την αδύνατη όραση
Τα σπάνια πετάγματα του νου
Πάνω απ' την πείνα και το αμάρτημα.
Θα χρειαστεί να κάνουμε μ' αυτά ό,τι μπορούμε.
Να υψώσουμε ένα δροσερό, αστείο μέτωπο
Απέναντι στις φτωχικές μας σκέψεις
Σαν κάποιος που ο εχθρός τον διασκεδάζει.
Να πολλαπλασιάσουμε τον εαυτό μας.
Ποιος άλλος τόση βία για χάρη μας
Θα αντέξει ως τον θάνατό μας;»
Τρίφτηκαν τα ζωάκια στα πόδια του
Με τον πόνο εξημερωμένου θηρίου,
«Καθένας μας κι ένας ακόμη. Απροσμάχητος.»
Και άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο.
Πηγή: ευγενής ναυσιπλοΐα

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Δήμητρα Χριστοδούλου-Ο παρείσακτος


Αράζει στην πνιγηρή καφετέρια
Ανάμεσα σε θορυβοποιούς εφήβους:
Ένας σχεδόν απ’ αυτούς, αν εξαιρέσεις
Το πέτρινο χέρι του.

Λάμπουν εκείνοι από οργή και αυτάρκεια
Κι εκείνος με την άλλη του πλευρά, τη σάρκινη,
Απολαμβάνει τον καφέ του.

Περνάει ένα κύμα ολάνθιστης άνοιξης
Πάνω από του καπνού τις τουλούπες
Και πάνω από την εκκωφαντική μουσική
Μια ηπιότης Συμποσίου.
Περί έρωτος φιλοσοφούν τα καημένα
Μ’ επιχειρήματα εκτυφλωτικών σωμάτων
Ή, το λιγότερο, περί του δικαιώματος
Να μην είναι ο χρόνος χρήμα.

Κι αυτός εκεί, με το πέτρινο χέρι του
Βαριά ακουμπισμένο στο τραπέζι,
Ολόκληρο το μαγαζί συγκρατεί

Καρφωμένο στο χώμα.

 

Δήμητρα Χριστοδούλου |από την ποιητική συλλογή Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη 2007

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Βαριά βιβλία

Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός
Κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα,
Εκεί που πάνε τ' άτακτα παιδιά
Μετά από ένα χέρι ξύλο.
Με τα κακά τους λόγια έπλασε
Δακτυλιόσχημους πλανήτες
Και σκάρωσε αγριοπερίστερα
Από το ποινικό τους μητρώο.
Όλο το προβλεπόμενο τριήμερο
Τα δίδασκε μουσική και σκάκι.
Κι όσα είχαν κλίση στην αστρονομία
Πώς να εκτοξεύουν παπαρούνες
Απ' τις υπώρειες τ' ουρανού.
Έπειτα επέστρεψε στα καθ' ημάς.
Σ' αυτό το σύμπαν της νομοθεσίας.
Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στην ντουλάπα.
Και ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος
Που καμιά αγκαλιά δεν τον χωράει.
Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.
Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα
Μα ως κι η μάνα σου έχει τις δουλειές της.
Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα,
Οι μπόρες ρίχνουν τίποτε ζαριές αθανάτων,
Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι.


Σε αβαρές φαλτσέτο (μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα), εκδόσεις ΘΡΑΚΑ 2024.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Καλή βδομάδα

 Ξυπνά το έθνος και ανακλαδίζεται,

Προσδοκά να του χαμογελάσουν οι θεοί

Με αστραφτερή οδοντοστοιχία.

Πέφτει, όπως πάντα, σιγανή βροχή

Και κάποιες βόμβες σε νοσοκομεία.

Χώνει το χέρι του στην τσέπη και μετρά

Κάνα δυο τελευταία τσιγάρα.

Ανάβει ένα και κοιτάει την κάφτρα του

Μέχρι ν' αποφοιτήσουν τα παιδιά...


    Παράκτιος οικισμός, Μελάνι, 2017


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Δήμητρα Χριστοδούλου - Φλεγόμενα λάβαρα


Πρώτα πέσανε τα τείχη δυτικά.
Φάνηκε η θάλασσα με μια λεπίδα.
Το πλοίο είχε αράξει μες στη νύστα του.
Κι από τη χαρακιά του ονείρου του το σκάγανε
Καραβάνια φοβισμένα ποντίκια.
Σ' όλο το μήκος της ακτογραμμής διασταυρώνονταν
Φαντάροι με μπανταρισμένα κεφάλια.
Κρώζανε πότε πότε βραχνά
Αιρέσεις, πεποιθήσεις, τραγουδάκια,
Τυφλά παιδιά, με τη φωνή του γλάρου.
Φλοπ ! Φλοπ! Αραιές αστραπές
Ξεδίπλωναν τις μεγάλες παντιέρες.
Σιγά σιγά δεν έμεινε πέτρα.
Μπορώ πια να σ' αγαπάω, πατρίδα,
Σαν στομαχόπονο που με κόβει στα δυο.
Σαν το φεγγάρι από μισοσβησμένη στάχτη
Που πλέει πάνω από τον αεροδιάδρομο.
Εκεί φουσκώνει σαν ζυμάρι ο τάφος μου.
Κι ναύτης ο χλωμός βαλσαμωμένος
Με τον γαλαζωπό καπνό του φουγάρου του
Μου γνέφει από τ' αντικρινά νερά.
Μείναμε εμείς και τα θαλασσοπούλια.
Αυτά τραβούν από τ' αμπέχονα και θάβουν
Τους νεαρούς της πατρίδος φρουρούς.
…...………...………...………...……………….
( Από το "Είκοσι Τέσσερις Χτύποι και Σιωπή", Μελάνι 2019.

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Στον ήχο του δάσους


Κάποιος που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω
Περπατά πάνω κάτω στο σπίτι μου.
Με μάτια κόκκινα απ’ την κούραση
Και κάτι σαν κελάηδισμα στον λόγο
Μου εξηγεί ότι διέσχισε την πόλη
Και την βρήκε σχεδόν ακατοίκητη.
Είδε το φως στο παράθυρό μου
Και ήξερε ότι θα τον δεχτώ.
Ω, εσείς, συνηθισμένα μου ενδύματα,
Φτερά καρφιτσωμένης πεταλούδας,
Εσείς, που αφήνετε το χνούδι
Της χαμένης σας υγείας στην ντουλάπα,
Εσείς, κουμπιά μου που κυλήσατε στο πάτωμα
Κι αφήσατε στην κρυφή ντροπή τους
Τόσα ξηλωμένα πουκάμισα,
Ακούτε αυτό το βήμα, αυτό το τραύλισμα;
Θα ντύσουμε έτσι φτωχικά τον θάνατο;
Όχι. Θα εφεύρω την κομψότητα.
Ένα άρωμα σιδερωμένων σεντονιών
Μπορεί να ντύσει έναν επισκέπτη
Όπως ντύνουν παραδείσιο πουλί τα χρώματα.
Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να συντρίβεται.
Εδώ το φως σκυμμένο πάνω μας
Ρίχνει στους ώμους ένδυμα σωστό.

Ευγενής ναυσιπλοΐα, Εκδόσεις Μελάνι, Σεπτέμβριος 2021.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Ευγενής ναυσιπλοΐα


Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή

Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;

Δεν έχει ο θρήνος  θράσος αιωνιότητας.

Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό. 

Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο. 

Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.

Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά

Ακόμη και αν είναι η ανάμνησή του,

Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,

Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.

Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του

Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,

Κανένα φασματικό ψαροκάικο,

Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα

Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.

Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,

Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της

Συνοψίζει το χάος σε φιλία.

Αναπνέει σαν στήθος μωρού

Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια

Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται

Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.

Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη

Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.


Ευγενής ναυσιπλοΐα


Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Christmas Decoration


Περνάει η Αθήνα το κραγιόν στα κρύα χείλη

Κι όλα αστράφτουν τα χρωματιστά φωτάκια 

Επάνω στο υπερουράνιο φόρεμά της.

Αφήνει φίλημα επάνω στον καθρέφτη

Κι ύστερα με βουτιά από την ταράτσα

Βροντάει στο οδόστρωμα, ανάμεσα στ’ αγόρια

Που λεν εδώ κι εκεί τα κάλαντα.

Έτσι είναι η πόλη μας: αυτόχειρας κοκέτα

Που ο γδούπος της βουβαίνει δια παντός

Τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη.

Την Άγια Νύχτα μόνο σέρνουν νιαουρίσματα

Γάτοι ανεβασμένοι στους κάδους,

Αλαφροΐσκιωτοι ψαράδες απ’ τη Σκιάθο 

Που οσμίζονται τον τάφο τους εδώ.

Διαλύονται αστερισμοί κι αποφάγια 

Κι ο αέρας ταξιδεύει τα χαρτόκουτα

Απ’ το προσκέφαλο του αστέγου ως το νησί τους.

Εκεί, χτυπώντας την γυαλιστερή ουρά 

Κλαίει την αδικοχαμένη η φώκια

Εδώ, μαζί της κλαίει στο κινητό 

Ο φύλακας του Ζωολογικού Μουσείου

Που κάνει βάρδια σε αίθουσες κρύες

Και τον κοιτούν με τα γυάλινα μάτια τους

Οι νεκροί τάρανδοι του Άη- Βασίλη. 


Πηγή: Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Αθήνα: Μελάνι 2019.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Τα κουμπιά


Αν πέσει από τον ουρανό μπρος στα πόδια σας

Ένα κουμπί απ’ το σακάκι ενός αγίου 

Τι θα σκεφθείτε, ότι έγινε θαύμα 

Ή ότι ο άνθρωπος 

Που τόσο βασανίστηκε ώστε ν’ αγιάσει

Ούτε στον κερδισμένο Παράδεισο 

Δεν βρήκε κάποιον που να τον νοιαστεί, να του το ράψει;

Ότι μια ευτράπελη αφήγηση 

Ποτέ δεν γίνεται ν’ αποδώσει 

Την οδύνη της ερημιάς;

 Ή θα σκύψετε να το μαζέψετε απ’ το δρόμο

Τέτοιο κουμπί από διάφανο πάγο; 

Χιονίζει εδώ κάτω απ’ τα χαράματα.

Πέφτουν συνέχεια από τον ουρανό

 Ξέφτια απ’ τα ρούχα τους, κουμπάκια των αγγέλων.

 Δεν μπόρεσε η κλωστή κι η βελόνα 

Ούτε την ίδια τους την αθανασία 

Να περισώσει από τη φθορά.

Θα ντρέπονται το ίδιο ξεχασμένοι

Με μας και τις ψυχές των γονιών μας.                                                                                        

Κουκουλωμένοι μες στο ίδιο παλιόρουχο

Κι αυτοί μαζί με τους ναούς και τα σπίτια μας,

Με τους κρυστάλλινους συρμούς τόσων άστρων,

Θα τρέμουν κάτω απ’ το σεντόνι του χιονιού.


 ανέκδοτη  συλλογή

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Δήμητρα Χριστοδούλου - Το άσυλο του Παραδείσου


Όταν μια πεταλούδα θα είναι πια η ζωή μου
Και η μνήμη της ζωής μου άλλη μία,
Τότε μαζί προσεχτικά θα πεταρίζουνε,
Για να μη δει το τελευταίο ρόδο
Ότι στο σύμπαν έχουν απομείνει
Μονάχα δυο ζευγάρια φτερά.


Όταν το ρόδο θα είναι πια ανυπόταχτο
Και το άρωμα του ρόδου μια απορία,
Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος
Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε
Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους
Έναν απολέμητο κήπο.


Όταν θα έχουν λησμονηθεί κι απ’ τη μάνα τους
Δυο γυμνοί άνθρωποι ανάμεσα στ’ άστρα,
Τότε θα κλείσει μαρμάρινο σκέπαστρο
Με μιας ολάκερη την κατάπληκτη θάλασσα,
Πώς κλείνει ο άνεμος με πάταγο
Ξεκρέμαστο παραθυρόφυλλο.


Κι όταν του κόσμου όλου η αναίτια ύπαρξη
Θα έχει από τον κρότο τρομάξει,
Τότε θα με καταπραΰνει η αγάπη.
Εκείνη το πέρασμά μου συμπόνεσε,
Τη θεϊκή ανημποριά εκείνη
Τη φιλοξένησε σιωπηλά.

Είκοσι Τέσσερις Χτύποι και Σιωπή

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Δήμητρα Χριστοδούλου - Αποχαιρετισμός


Έχω πάντα έναν ίσκιο στο πρόσωπο:
Σηκώνει καταπάνω μου ο θεός
Την αρκουδίσια του πατούσα.
Αλλά δεν λέω λέξη. Μελετώ.
Με αποφεύγουν όλα τα λουλούδια
Μήπως τα φθείρει σκοτεινή φιλομάθεια.
Μα δεν μιλάω. Τον σπουδάζω τον τρόμο
Αυτού του τιτάνιου πέλματος.
Κρατώ για τον εχθρό με πείσμα
Το χαμόγελο του θαμμένου χρυσού.
Και ζω ακουμπώντας τα χείλη μου
Το ένα στην χάραξη του άλλου
Όπως επάνω στη λευκή κλωστή του ορίζοντα
Ακουμπούν ο ουρανός και η θάλασσα
Χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει τ’ άστρα
Ο γιγάντιος ο βόγγος του νερού.

Σύντομα φεύγω. Και τα ποιήματά μου
Θα τα σαρκάσουν οι σεισμοί του καιρού.
Η αρχαία γλώσσα τους θα ταφεί στα ερείπια
Μιας πόλης αμαθών και δαρμένων.
Φωνάζουν, κλαίνε, ικετεύουνε
Και πάλι κατεβαίνει πάνω τους
Της σιωπής το τερατώδες πάτημα,

Ο κρότος τούβλων και σιδερικών.

Ευγενής ναυσιπλοΐα, 2021

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Δήμητρα Χριστοδούλου - Νέος ερωτευμένος με άγγελο



Ήταν τόσο χλωμός που φαντάσθηκα
Πως είναι ενσάρκωση θεού που κρυώνει.
Πως η θνητότητα δεν έδεσε ακόμη
Με σπονδύλους αντοχής τα οστά του.
Για τούτο, εύθραυστος και φωτεινός,
Δεν περπατά, σαλεύει ανάμεσά μας
Σε σιωπηλό βασανισμό.
Μα ήταν μόνο ένας απόφοιτος λυκείου
Στο τέλος μιας ημέρας βροχερής
Και στην αρχή μιας νύχτας με τσιγάρα.
Έχει ήδη βαθμολογηθεί οικτρά
Στις εξετάσεις απανωτών γενεθλίων.
Δεν θέλει πια να προχωρεί στο νερό.
Θέλει ν’ αφανιστεί μες στην πάχνη.

Πόσο αγαπώ αυτά τα άυλα πλάσματα
Που εξατμίζεται η νεότητά τους
Μέσα στην απορία της ύπαρξης,
Ενώ η ύπαρξη τα προσπερνά αφηρημένη…
Και δεν τολμάς να πάρεις την ευθύνη
Να επιβεβαιώσεις όσα διαισθάνονται.
Πως όλη αυτή η πολυτέλεια από κρύσταλλο,
Αυτή η ευγένεια από αδέξια χαρά,
Είναι ένα συνονθύλευμα θραυσμάτων.
Γυαλιά και πάγος. Δάκρυα περιττά.

Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Μελάνι 2019.

Δήμητρα Χριστοδούλου - Ο ευπατρίδης των αντικατοπτρισμών


Ριζωμένος στο παγκάκι της στάσης
Μέσα στο άσπιλο θερινό κουστούμι του
Και μ’ ένα – γύρω του – συννεφάκι κολόνιας
Κοιτάζει σ’ ένα καθρεφτάκι τσέπης
Σαν να διαβάζει κάτι σοφό.
Όταν το λεωφορείο φθάνει,
Το καθρεφτάκι το αφήνει στη θέση του.
Επιβιβάζεται τελευταίος
Και κλείνει πίσω του η πόρτα μ’ έναν θόρυβο
Σαν να πετάς άστρο αναμμένο στο νερό.
Κυκλοφορεί, λοιπόν, ανάμεσά μας.
Αναζητεί μ’ επιμονή το πρόσωπό του.
Αφού η ζωή του δεν διήρκεσε τόσο
Που να λεκιάσει το ρούχο του.
Αφού έδωσε κι έλαβε δώρα,
Σμύρνα, χρυσό και μια ακριβή κολόνια,
Αλλά ποτέ δεν του χαρίστηκε το βλέμμα
Που λάμπει μέσα του ο αβάσταχτος έρωτας.
Ενσαρκωμένος από άδολα δάκρυα
Ακολουθεί το τακτικό μας δρομολόγιο
Από τον βιοπορισμό προς τον πόθο,
Εκείνος με το παράπονο της αγάπης,
Κι εμείς καθρεφτισμένοι στα τζάμια
Του λεωφορείου που μας προσπερνά.

Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπη, Μελάνι, 2019

Δήμητρα Χριστοδούλου - Ο λιμός


Το θυμό της καταιγίδας να φοβάσαι, λένε,
Ολόκληρα νοικοκυριά στη λάσπη.
Ή το θυμό της σκόνης της ερήμου
Που θάβει τα χωριά των πεινασμένων.
Ή το θυμό μιας άδικης τύχης
(Λες κι είναι τίποτε εδώ κάτω δίκαιο).

Μα όταν θυμώνουνε, όταν θεριεύουν τα τριαντάφυλλα,
Όταν παλεύουνε να τιναχτούν απ’ το σκοτάδι,
Όταν χυμάνε παντού τα αρώματα
Και η μαύρη σκέψη τους όλον τον κήπο σαρκάζει,

Τότε ποιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος
Πως αγαπήθηκε ως και την τελευταία του γεύση,
Πως δεν θα τον θερίσει πείνα αγάπης …

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου,  Λιμός, 2007

Δήμητρα Χριστοδούλου - Εγκατάσταση


Εδώ είμαι, στο σπιτάκι του σκύλου.
Τρώω χώμα, πίνω φόβο.
Καμιά φορά κοιτάζω τ' άστρα.
Ποτέ δεν έχασα τον σεβασμό μου προς αυτά.
Κι αν τα γαυγίζω, δεν μου μένει πλέον
Άλλος τρόπος να γράψω στίχους.

Ο ύπνος είναι ρόδο, Νεφέλη 2016

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Δήμητρα Χριστοδούλου - Τύψεις παλαιάς διδασκαλίσσης


Το δέρμα πρώιμα τραχύ, βαριά ανάσα
Σπρωγμένος σε μια άκρη της μέρας του.
Όλος μια σιωπή που εκδικείται.
Κουνάβι κουμπωμένο ως τον γιακά
Ο δάσκαλος τον αποδοκιμάζει.
Επίσης το πρωί ο καθρέφτης του.
Θα ήταν άρχοντας μιας χρυσαφένιας ερήμου
Αν η άμμος δεν του ανέβαινε στο λαιμό.
Θα ήθελε να είναι μεγάλος
Για να μην ξαναδεί τον πατέρα του.

Φτωχά παιδιά, σκυλιά κυνηγημένα.
Πληγιασμένα σε κάθε πόντο του κορμιού.
Έτοιμα να δαγκώσουν ως το κόκαλο
Χέρι που θα τους δώσει νερό.
Κάθε που σκύβω πάνω στα χαρτιά μου
Ακούω το κλάμα τους προς τ’ άστρα.
Παιδιά που ντρέπεται η στοργή σου να τ’ αγγίξει
Κομψή μες στο λευκό ταγιεράκι της.
Τα μάτια τους λευκές πεταλούδες
Χτυπάνε στο βιβλίο και καίγονται
Σαν να είναι η λάμπα του τάφου τους
Που έχει κρεμάσει ο υπουργός μες στην αίθουσα.
Ποτέ δεν βρήκα αρκετή ελπίδα μέσα μου
Ώστε ν ‘αντέξω τη γερή δαγκωματιά

Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Δήμητρα Χριστοδούλου - Η τελευταία νεότης


Κοιτάζω ώρες την παλιά μοτοσυκλέτα
Λησμονημένη σαν μωρό δεινοσαύρου
Μες στα παλιά σιδερικά.
Εκθέτει τα γιγάντιά της κόκαλα
Ταπεινωμένη μες στις λαμαρίνες
Προϊστορία ακατάβλητης δύναμης
Που υπάκουσε σε βαριά γηρατειά.
Μα, δες! Χαμηλόφωνα ακούγεται η μπάντα!
Κρύο νεράκι κυλάει στα ρείθρα
Δεν μένει η τελετή χωρίς δάκρυα!
Προπορεύονται οι λευκές πεταλούδες
Σε ανυπόμονους πυκνούς σχηματισμούς.
Ακολουθούν τζιτζίκια και τριζόνια
(Την αγαπώ την προαιώνια ψαλτική).
Φτάνει επιτέλους με τα εκκωφαντικά του βήματα
Και καβαλάει ο λαμπροφόρος ο Αρχάγγελος.
Αστράφτει τότε η μοτοσικλέτα ολοκαίνουργια
Καθώς μαρσάρει προς τον ουρανό.
Έτσι κι εγώ θα ήθελα να φύγω. Να σαλτάρω
Στην πίσω θέση, να τον αρπάξω απ’ το ρούχο!
Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα
Το κλειστό στόμα, ο πανικός, η στέρηση
Κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων
Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή.

Είκοσι Τέσσερις Χτύποι και Σιωπή

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου- H γυάλινη


Ξημερώνει κουρασμένος Γενάρης.
Με τον πρώτο καφέ ξεσπά η μπόρα.
Φτιάχνει η βροχή γυναίκα από γυαλί
Στημένη πάνω σ’ ένα κενοτάφιο.
Έξω η πόλη επιμεταλλώνεται.
Τ’ αστέρια εγγράφονται στον ουρανό
Με ευκρίνεια αλουμινίου.
Σπάζει τότε η γυναίκα και ενσαρκώνεται.
Μαζεύοντας με ένα φαράσι τα γυαλιά της.
« Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας
Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει
Πρώιμα μήλα με τη γεύση του ουρανού.
Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια
Αφού σάρωσε ό, τι ήταν να σαρώσει.
Και το σώμα βαρύ απ’ την ύλη του
Να κάνει το επόμενο βήμα»
Αμμοβολή από αναρίθμητα τζάμια
Τον ψίθυρό της αποκρυσταλλώνει.
Σαύρες τρέχουν μακριά απ’ τα θραύσματα
Το μνήμα τις πανικοβάλλει.
Έτσι, τα τραύματα ηρεμούν κατά τη φύση τους
Και μέσα από την αναπάντεχη διαφάνεια
Φέρνει το σάρωθρο την τάξη των δακρύων
Που λάμπουν όσο προχωράει το φως.
Συλλογή: Είκοσι Τέσσερις Χτύποι και Σιωπή, Αθήνα: Μελάνι 2019, σ. 10.