Το δέρμα πρώιμα τραχύ, βαριά ανάσα
Σπρωγμένος σε μια άκρη της μέρας του.
Όλος μια σιωπή που εκδικείται.
Κουνάβι κουμπωμένο ως τον γιακά
Ο δάσκαλος τον αποδοκιμάζει.
Επίσης το πρωί ο καθρέφτης του.
Θα ήταν άρχοντας μιας χρυσαφένιας ερήμου
Αν η άμμος δεν του ανέβαινε στο λαιμό.
Θα ήθελε να είναι μεγάλος
Για να μην ξαναδεί τον πατέρα του.
Σπρωγμένος σε μια άκρη της μέρας του.
Όλος μια σιωπή που εκδικείται.
Κουνάβι κουμπωμένο ως τον γιακά
Ο δάσκαλος τον αποδοκιμάζει.
Επίσης το πρωί ο καθρέφτης του.
Θα ήταν άρχοντας μιας χρυσαφένιας ερήμου
Αν η άμμος δεν του ανέβαινε στο λαιμό.
Θα ήθελε να είναι μεγάλος
Για να μην ξαναδεί τον πατέρα του.
Φτωχά παιδιά, σκυλιά κυνηγημένα.
Πληγιασμένα σε κάθε πόντο του κορμιού.
Έτοιμα να δαγκώσουν ως το κόκαλο
Χέρι που θα τους δώσει νερό.
Κάθε που σκύβω πάνω στα χαρτιά μου
Ακούω το κλάμα τους προς τ’ άστρα.
Παιδιά που ντρέπεται η στοργή σου να τ’ αγγίξει
Κομψή μες στο λευκό ταγιεράκι της.
Τα μάτια τους λευκές πεταλούδες
Χτυπάνε στο βιβλίο και καίγονται
Σαν να είναι η λάμπα του τάφου τους
Που έχει κρεμάσει ο υπουργός μες στην αίθουσα.
Ποτέ δεν βρήκα αρκετή ελπίδα μέσα μου
Ώστε ν ‘αντέξω τη γερή δαγκωματιά
Πληγιασμένα σε κάθε πόντο του κορμιού.
Έτοιμα να δαγκώσουν ως το κόκαλο
Χέρι που θα τους δώσει νερό.
Κάθε που σκύβω πάνω στα χαρτιά μου
Ακούω το κλάμα τους προς τ’ άστρα.
Παιδιά που ντρέπεται η στοργή σου να τ’ αγγίξει
Κομψή μες στο λευκό ταγιεράκι της.
Τα μάτια τους λευκές πεταλούδες
Χτυπάνε στο βιβλίο και καίγονται
Σαν να είναι η λάμπα του τάφου τους
Που έχει κρεμάσει ο υπουργός μες στην αίθουσα.
Ποτέ δεν βρήκα αρκετή ελπίδα μέσα μου
Ώστε ν ‘αντέξω τη γερή δαγκωματιά
Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου