Ακακία· όχι ανάμνηση αλλά δικαιωμένο παρόν-
άργησε φέτος ν΄ ανθίσει·
άργησε φέτος ν΄ ανθίσει·
στον ίσκιο της σήμερα αισθήσεις πάλι φίλντισι
ένα μισάνοιχτο στόμα της μουσικής
η εμφανής βεβαιότητα των φύλλων
εκείνα τα σημάδια της πάλης με το χιόνι
τα λεπτά δάχτυλα του Μαρτίου
η περηφάνια του δάσους σ ʼέναν και μόνον κάλυκα
ένα μισάνοιχτο στόμα της μουσικής
η εμφανής βεβαιότητα των φύλλων
εκείνα τα σημάδια της πάλης με το χιόνι
τα λεπτά δάχτυλα του Μαρτίου
η περηφάνια του δάσους σ ʼέναν και μόνον κάλυκα
πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
και η σαγήνη μαζί·
(έχω σημειώσει κι άλλοτε:
στην παρακμή των καρπών
το μέτρο των ονείρων·
πατημένα μήλα,
φλούδες που ήταν κάποτε ο κόσμος
χυμένα σπλάχνα χρωμάτων
χρυσόμυγες, τυφλά σκουλήκια
εκδικούνται ή θέλουν άραγε να ματαιώσουν εικόνες;
απλωμένα μυστικά περιμένουν τη λύση τους
αλλά το χέρι που έβαλε τις φωτιές
κι έκανε τα δέντρα θάνατο θέλει κόψιμο θάνατο.)
και η σαγήνη μαζί·
(έχω σημειώσει κι άλλοτε:
στην παρακμή των καρπών
το μέτρο των ονείρων·
πατημένα μήλα,
φλούδες που ήταν κάποτε ο κόσμος
χυμένα σπλάχνα χρωμάτων
χρυσόμυγες, τυφλά σκουλήκια
εκδικούνται ή θέλουν άραγε να ματαιώσουν εικόνες;
απλωμένα μυστικά περιμένουν τη λύση τους
αλλά το χέρι που έβαλε τις φωτιές
κι έκανε τα δέντρα θάνατο θέλει κόψιμο θάνατο.)
Πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
και η σαγήνη μαζί·
εννοείται ότι σου γράφω με κάρβουνα, δεν έχω χαρτί
χούφταλα κλαδιά γεμίζουν τους δρόμους, δεν έχω χαρτί
αλλά σκουπίδια, στα μάτια μιαν ίωση χρόνου
που βλέπει από τώρα κιόλας πλανήτες στάχτες
κι έναν άνθρωπο ξεχασμένο στη γωνία των ματαιοτήτων
σʼ όλα εκείνα τα ξέπνοα «δεν», τα «ίσως θα έπρεπε»
που ξεστόμισε χωρίς να ξέρει τίποτε
μέσα στο φως περιμένει από καιρό μιαν άλλη θέα,
ένα άλλο τοπίο φιλόξενο να τον στεγάσει, να τον σκεφτεί
όχι ως μέγα κρίμα αλλά ως συγχώρεση.
Μη με περιμένεις πια, κλείσε αμέσως θέση σ΄ αυτό το όνειρο
εκεί θα βρεις άλλωστε, μεταξύ άλλων, την ίδια την ακακία
του πρώτου
και η σαγήνη μαζί·
εννοείται ότι σου γράφω με κάρβουνα, δεν έχω χαρτί
χούφταλα κλαδιά γεμίζουν τους δρόμους, δεν έχω χαρτί
αλλά σκουπίδια, στα μάτια μιαν ίωση χρόνου
που βλέπει από τώρα κιόλας πλανήτες στάχτες
κι έναν άνθρωπο ξεχασμένο στη γωνία των ματαιοτήτων
σʼ όλα εκείνα τα ξέπνοα «δεν», τα «ίσως θα έπρεπε»
που ξεστόμισε χωρίς να ξέρει τίποτε
μέσα στο φως περιμένει από καιρό μιαν άλλη θέα,
ένα άλλο τοπίο φιλόξενο να τον στεγάσει, να τον σκεφτεί
όχι ως μέγα κρίμα αλλά ως συγχώρεση.
Μη με περιμένεις πια, κλείσε αμέσως θέση σ΄ αυτό το όνειρο
εκεί θα βρεις άλλωστε, μεταξύ άλλων, την ίδια την ακακία
του πρώτου
Ανοικτό Τετράδιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου