Το δικό μου δόγμα της τέχνης είχε ερωτική ομοιότητα
με τη ροή του μυθικού Αλφειού.
Ξέρεις το μύθο;
Κατέβαινε από τα βουνά της Πελοπόννησος διάβαινε από την Ολυμπία
κι ακολουθούσε μες στη θάλασσα το δρόμο το
για ν’ ανταμώσει την Αρέθουσα στη Σικελία.
Τα νερά του δεν ανακατεύονταν με τα νερά της θάλασσας
(να τη η ομοιότητα)
μόνο ποτάμι με ερωτική επιθυμία βαριά το καταφέρνει ετούτο
(να μη νοθεύονται τα ύδατά του σαν χύνεται στη θάλασσα).
Ήταν γλυκά κι ολόδροσα όπως όταν πρωτόβγαιναν από τις πηγές.
Ο πειρασμός της απληστίας δεν τ’ άγγιζε (να τη πάλι η ομοιότητα).
Μια αγνότητα, ουσιαστική αγνότητα, τα κυβερνούσε
απ’ την αρχή ως το τέλος.
[...]
Κι όπως η τελετουργική βάρκα του νεκρού στάθηκε
της κοινής βάρκας το πρωτότυπο
(η προέλευση των ανθρώπινων μαστορικών εδώ γυμνή)
πήρα ν’ ακολουθώ ένα σκέπτεσθαι όμβριο
πήρα ν’ ακολουθώ ένα σκέπτεσθαι υέτιο
ακολουθούσα ένα σκέπτεσθαι αστράπειο
ερίγδουπο και χθόνιο
που θέλει τον άνθρωπο να γεννιέται όχι με τη γέννηση
μα με τη γνώση
– κι έπειτα με θυσία να μακραίνει τη ζωή – καθώς
ο πόνος γυμνός κι ακέραιος μπαίνει στη ζωή
κι απλουστεύει τη γνώση (η γνώση έχει να κάνει με τη συγκίνηση)
κι όποιος μαθαίνει για να ξέρει χάνει τον Θεό –
(δε σου ’χει δοθεί να γεννιέσαι μόνο με τη γέννηση
και πρέπει ως το τέλος να ’σαι πολύ επιφυλαχτικός
για το αν έχεις γεννηθεί
αυτή η απόλυτη επιφύλαξη είναι η καλλιέργεια το παίδευμα)
ακολουθούσα ένα σκέπτεσθαι ούριο
μέσα στην τελετουργική βάρκα του νεκρού
(σε μια χύτρα στη γωνιά έβραζα κλάματα, τέτοια η εστία μου)
(χοντρή διάκριση – να τη σημειώσεις: ήτανε κλάματα ευτυχίας
μιας κι από την τέχνη μου δε ζήτησα τη δόξα – αλλά την ευτυχία
– και τη βρήκα – η ώρα που ακούει τέτοιο λόγο είναι κουφή –
κι έτσι με παίρνει να ονοματίσω αυτά τα κλάματα με τρόπο παστρικό –
τα λέω: κλάματα μιας ευτυχίας αντίδρομης).
Είπα πριν: η τέχνη μου –
Το δικό μου δόγμα της τέχνης είχε ερωτική ομοιότητα
με τη ροή του μυθικού Αλφειού.
Ξέρεις το μύθο;
Κατέβαινε από τα βουνά της Πελοπόννησος διάβαινε από την Ολυμπία
κι ακολουθούσε μες στη θάλασσα το δρόμο του
για ν’ ανταμώσει την Αρέθουσα στη Σικελία.
Τα νερά του δεν ανακατεύονταν με τα νερά της θάλασσας
(να τη η ομοιότητα)
μόνο ποτάμι με ερωτική επιθυμία βαριά το καταφέρνει ετούτο
(να μη νοθεύονται τα ύδατά του σαν χύνεται στη θάλασσα).
Ήταν γλυκά κι ολόδροσα όπως όταν πρωτόβγαιναν από τις πηγές.
Ο πειρασμός της απληστίας δεν τ’ άγγιζε (να τη πάλι η ομοιότητα).
Μια αγνότητα, ουσιαστική αγνότητα, τα κυβερνούσε
απ’ την αρχή ως το τέλος.
Αγία δύναμη μ’ είχαν αγγίξει τρεις εικόνες –
(Πάνω σε κάποιους βάρυνε του Θεού η κρυμμένη σκέψη
κι αυτοί μας βάρυναν με μια εμπειρία πιο μεγάλη απ’ τη δικιά μας – )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου