Απορία
Τι γίνονται οι φοιτητές,
όταν τελειώσουν τη σχολή;
Τουλάχιστον κάποτε
είχανε τα νιάτα τους,
την ψευδαίσθηση του άφθαρτου,
τον μέλλοντα τον εξακολουθητικό.
Το πτυχίο να εκκρεμεί
σαν τη ζωή τους.
Πάντοτε αναρωτιόμουν―
τι απογίνονται;
Βρίσκεις χόρτα
Γυρίζεις και βρίσκεις χόρτα
να ’χουν πνίξει το μονοπάτι σου.
(Ούτε νερό ούτε σκιά,
χόρτα ψηλά και ερημιά..)
Στρώνεις θειάφι για τα φίδια.
Για τους ανθρώπους,
κάτι θα σκεφτείς.
Ο τοκισμός
Σα μένεις να επιθυμείς
σα μένεις ν’ αγναντεύεις
κάπου μια κρύπτη μυστική
κι εκεί δουλεύει ο τοκισμός.
Σ’ όλα του κόσμου να χωρείς
κάπου θα περισσεύεις.
Charnaud
Βρώμικο χιόνι πέφτουν οι σοβάδες
κι η οροφή το πάτωμα γυρεύει.
Δεν επουλώνει ο χρόνος, όπως λεν.
Πικρό φαρμάκι πολυκαιρισμένο,
κι ωστόσο άθικτο, στο μπουκαλάκι.
Γεράκι
Τι τέλειους κύκλους διαγράφει το γεράκι.
Ποιος αόρατης διαβήτης το κατευθύνει
πάνω απ' τα αθέριστα χωράφια;
Το περιστέρι
Δίπλα στην είσοδο της τράπεζας
πέταξε κιόλας
χωρίς το σώμα του.
Κάποιος υπάλληλος
το βρήκε το πρωί.
Όλες οι καταθέσεις του κόσμου
δεν ξανακάνουν
ένα περιστέρι.
Χωματουργικό
Σκόνη τα χεράκι που σε φύτεψαν.
— Πήρε πάλι τα πάνω της η ανοικοδόμηση —
Έχασα το μόνο φίλο εδώ
Το μόνο ίσκιο.
Το μονόξυλο
Είμαι ο ιθαγενής που πήρε το δρόμο του
βαθιά μέσα στο δάσος
με την ακονισμένη του μάχαιρα και τη φωτιά
με το ρυάκι του και με τον χρόνο του
με τα παρθένα ξέφωτα και με τα δέντρα τ’ αψηλά
να κόψω και να πελεκήσω
−είναι δουλειά που κάνεις μόνος−
να φτιάσω το μονόξυλο
Πουλήστε το
Το πήραν απόφαση.
Κι αποφάσισαν να το πουλήσουν.
Γκρέμιζε λέει έτσι απεριποίητο.
Ύστερα ήταν και το δάνειο.
Κι εγώ θυμόμουν
που τάιζα τη Μπλάκυ στο στόμα.
Και που έβαζα τις κοτούλες δυο δυο
λιπόθυμες κάτω απ’ τη βρύση
όταν έπιασε εκείνος ο λίβας.
Και θυμόμουν τις λεμονιές
με τις πράσινές τους βελόνες
και τις αμυγδαλιές
με τα άγουρα ακόμη αμύγδαλα.
Τις Πασχαλιές τις Κυριακάτικες εκδρομές
το γόνατό μου ανοιγμένο
και τη γιαγιά να το πασπαλίζει σουλφαμιδόσκονη.
Και θυμόμουν τον παππού
να πίνει το ουζάκι του στον ίσκιο
και να του φέρνω δροσερό νερό.
Και μας θυμόμουν όλους
μαζεμένους στη βεράντα
τη μέρα των γενεθλίων μου.
Κι είπα: «πουλήστε το»
Νανούρισμα
Η βεβαίωση εκείνη του επιτρέπει
ελεύθερα να επιβιβάζεται ν’ αποβιβάζεται
να κάνει όσες βόλτες του κάνει κέφι
παρατηρώντας τόσες νέες φυσιογνωμίες
και σπάνια πια τα γερασμένα πρόσωπα συμμαθητών·
διαπιστώνοντας τις αθόρυβες απουσίες
όσων μετακόμισαν μακριά ή πολύ μακριά…
Οι τριγμοί απ’ το ρετάρισμα της μηχανής
σκαρφαλώνουν σε κάθε στάση
απ’ τ’ αθλητικά του παπούτσια ως το τριχωτό της κεφαλής.
Γλυκά τον αποκοιμίζουν.
Οδηγοί και ελεγκτές τον έχουν μάθει και δεν τον ενοχλούν.
Μόνο καμιά φορά χαμογελούν ―
αυτοί κι αν το ‘χουν νιώσει
μ’ όλους τους χιλιομετρητές και μ’ όλες τις καρτέλες
πως δεν υπάρχει προορισμός.
Περισυλλογή
Το σκούρο μπουκαλάκι
με το φάρμακο δίπλα του
έγραφε Immortalitas.
Η ημερομηνία λήξης
ήταν ξεθωριασμένη
(ολοφάνερο πως είχε μείνει
καιρό αζήτητο στη βιτρίνα).
Ωστόσο,
εντός παραλληλόγραμμου πλαισίου,
διαβαζόταν ευκρινώς ακόμη η προειδοποίηση:
“Σε περίπτωση υπερδοσολογίας
δεν υπάρχει αντίδοτο”.
Συρμοί
Ώστε, λοιπόν, θα ξεχαστούμε
σκιές, σ’ ένα βαγόνι τρένου.
Σε μια αποβάθρα σταθμού
κλεισμένου
θα τριγυρνούμε.
Συρμοί τις νύχτες θα σφυρίζουν,
κι όσοι είν’ απ’ έξω θα νομίζουν
πως ξαναζούμε…
Πηγές: Το προφίλ του ποιητή στο fb
Iστολόγιο: Ποιητικός Πυρήνας
https://www.monocleread.gr/
να ξανοιχτώ στις θάλασσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου