Καλύτερα εδώ πάνω,
χαρτογράφος μιας απίστευτης φωνολογίας
πλανοδίων,
μόνος με μια μικρή χλωρή χελώνα
από αυτές που δένουν τη γραβάτα τους οι πρόσκοποι.
Καλύτερα εδώ πάνω
κρατώντας στην αγκαλιά μου
τα όνειρα που μου εμπιστεύτηκες.
Καλύτερα εδώ πάνω,
χαρτογράφος μιας απίστευτης φωνολογίας
πλανοδίων,
μόνος με μια μικρή χλωρή χελώνα
από αυτές που δένουν τη γραβάτα τους οι πρόσκοποι.
Καλύτερα εδώ πάνω
κρατώντας στην αγκαλιά μου
τα όνειρα που μου εμπιστεύτηκες.
Ο πατέρας κι ο κομήτης
Τελευταία το συνηθίζω: Μόλις
Βραδιάσει.
Κλείνομαι στο δωμάτιό μου.
Φυσώ το λυχνάρι των παθών μου
Και ταξιδεύω.
Κάποτε ήρεμα φτάνω ώς το πρώτο διπλωμένο ενύπνιο
Που διασχίζουν λευκοί ναυτίλοι
Κι άλλοτε ως την καιομένη του Αββά Ισαάκ καρδιά.
Μερικές φορές ο θαλαμίσκος τραντάζεται. Ξαφνιασμένος
Κοιτώ από το παράθυρο-
Έχει μπλεχτεί στην ουρά ενός κομήτη.
"Πέρασε ο πατέρας από δω" φωνάζω χαρούμενος
"Πώς δεν άκουσα το πόδι του να τρίζει...".
Πηγή: Ποιήματα, Εκδόσεις Ενδυμίων,2018
Με πρώτο τον πατέρα
Γράφουμε, σ' όλη μας τη ζωή, ένα μονάχα ποίημα,
σε άπειρες παραλλαγές,
για λόγους διαφορετικούς για τον καθένα.
Κάποιος ψάχνει στο ζόφο ένα φως
κι άλλος τα παιδικά του χρόνια,
ο τρίτος ακονίζει οργισμένος τα μαχαίρια του.
Κι ένας πικρός, λησμονημένος,
σκηνοθετεί ένα όνειρο, πως να, όπου να' ναι
γυρίζουνε οι πεθαμένοι του, με πρώτο τον πατέρα.
Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018
Λάικα
«Tί να γίνεται μ' εκείνο το σκυλάκι;»
Ξυπόλητη κι αχτένιστη
ρωτούσε τους περαστικούς
κι έδειχνε το στερέωμα.
Την ονομάσαμε «Λάικα».
Εκείνο το σκυλάκι, φυσικά, εξαχνώθηκε
και στη μεγάλη πατρίδα των προλετάριων-
ίσως του απέδωσαν τιμές αρχηγού κράτους.
Από εκείνη
απέμειναν δυο τσίγκοι της παράγκας της
ντυμένοι με φύλλα του Ντομινό,
να στάζουνε τις νύχτες
την τρυφερή της έγνοια.
Να' ταν τα νιάτα δυο φορές
Κι εκεί, στο τέλος της γιορτής, σηκώθηκε ο πατέρας,
για να χορέψει ένα τσάμικο, το πόδι του
έτριζε, όπως πάντα, προσπάθησε μα δεν τα κατάφερε,
έκατσε στην καρέκλα που του τοποθετήσαμε,
«γιατι, που να πάρει, να ’μαι εγώ» ξέσπασε σ’ αναφιλητά,
«ούτε που το φανταζόμουν ότι με περίμενε ενέδρα
κι εκείνοι τόσον ασυνείδητοι» ήξερε ώς τα εξήντα του
ποιος έβαλε τη νάρκη, πατριώτης του ήταν και το διέδιδε,
(με πίκρα, είναι η αλήθεια) στο χωριό.
Το απραγματοποίητο όνειρο του πατέρα, υπήρξεν όσον έζησε, που δε μπόρεσε να χορέψει,
το «να ’ταν τα νιάτα δυο φορές».
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Χρήστου Τουμανίδη
Περπατώ εις το δάσος, όταν οι λύκοι είναι εδώ,
δηλώνω κυνηγός των κακών λύκων
είτε την Κοκκινοσκουφίτσα καταβροχθίζουν είτε
τα γουρουνάκια-ένας Ρομπέν των δασών που υπερασπίζεται
την αθωότητα, υπάρχει ένα απόθεμα αθωότητας στη φύση,
κυρίως,
αλλά τι είναι αυτό, μια σφραγίδα ανάμεσα σε δύο
αντίρροπους ποταμούς, ένας στοχαστής την ανακάλυπτε στο αρχαίο
δράμα, ιδίως στην τραγωδία, έλεγε, «η αθωότητα είναι ό,τι υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία», γι' αυτό σας ομιλώ, οι λύκοι
κινούνται, τα γουρουνάκια ακινητούν, η Κοκκινοσκουφίτσα αλληθωρίζει
«πώς άλλαξε η γιαγιά μου», δε σκέφτεται ότι μια αλλαγμένη είναι
μια άλλη γιαγιά-κι εγώ στέκω ακίνητος, σα πελαργός με δίκαννο.
Έξω βρέχει και θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη βροχή.
Δεν είμαι ο μόνος λυπημένος εδώ,
στο σκοτάδι
δεν ξεχωρίζω ποιος κλαίει πλάι μου,
ίσως
να μην το μάθω ποτέ,
υπάρχουν τόσοι που σκέπασαν οι λάκκοι
της νύχτας,
στα ανοιχτά τους μάτια μετρούσα τα
σκουριασμένα αστέρια, κάπου εδώ γύρω
βρίσκονται,
δεν είμαι ο μόνος λυπημένος.
Τη γειτονιά μας διέσχιζε το τρενάκι
του κοντινού τουβλάδικου-κι ήταν φορές
που ξεστράτιζε για τον ουρανό,φορτωμένο με πηλό,
και γύριζε με τα βαγονέτα του
γεμάτα παιδιά και τραγούδια.
Πηγή: https://giannistsigkras2012.blogspot.com/search/label/%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%97%CE%A3%CE%97
Ανάμεσα στο
γράφω για να εκφράζομαι
και στο
γράφω για να διαβάζομαι
βρίσκεται, αθώοι μου, ο κακός λύκος.
Γιάννης Τσίγκρας
Τίποτε δεν απέμεινε, μόνον η δυνατότητα ν'ανακαλέσω τις σκιές
εκεί, στη ραψωδία λ΄,την επονομαζομένη Νέκυια, τον κουτσό Αχιλλέα,
που προτιμούσε να΄ναι ο έσχατος στον Κόσμο, παρά των νεκρών ο βασιλιάς,
τον Ελπήνορα, θέλω να πω τη σκιά του, μύριζε κρασί και διψούσε για αίμα
τράγου και τον ανδρόγυνο Τειρεσία, με δυο ζάρια στη φούχτα-τί μελλούμενα
είχαν εκείνοι οι νεκροί; Κι ο χρόνος τους έδωκε τα δικά μου προσωπεία, τον
Σπανό με τα κίτρινα μουστάκια και δάχτυλα, τον ταβλαδόρο Θεσσαλονικιό,
έπαιζε ο αθεόφοβος, όλη τη μέρα, μόνος, μακριά περνούσαν κοπάδια, για τα σφαγεία,
όταν ξεστράτιζε κανένας ταύρος, όλοι κλειδωνόμαστε στο μαγαζί κι ο πατέρας
κοιτούσε απ'το παράθυρο, ο Αντρέας ο φωτογράφος, όπλιζε τη μηχανή κι έψαχνε για χαραμάδα,
τα τραπεζάκια
αναποδογύριζαν, ευτυχώς κάθε Παρασκευή περνούσε ο Σπύρος με την
μαγική κόλλα και τραγουδούσε:"Γυαλικά σπασμένα κολλούμεν".
ΗΔΥΜΟΛΠΑ ΜΙΝΥΡΙΣΜΑΤΑ
ΗΔΥΜΟΛΠΑ ΜΙΝΥΡΙΣΜΑΤΑ