ΗΔΥΜΟΛΠΑ ΜΙΝΥΡΙΣΜΑΤΑ
« Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον» απεφθέγξατο
ο κυρ Αλέξανδρος.
Στο ένα χέρι του κρατούσε
ηδύμολπα μινυρίσματα πτηνών,
ψάλλοντας τον «πολυέλεον», στα εννιάμερα της Παναγιάς
που το’χε τάμα-
μ΄ ένα αγκάθι στη φτέρνα κι ένα κερί στο άλλο χέρι.
«Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον.
Εσείς πού καταντήσατε την ομορφιά…
Να φοβάστε το θάνατο και να μη βρίσκετε
ένα θαλασσόξυλο να περάσετε εις μικράν νήσον
την Ουρανίτσα την αυτόχειρα,
να μη περιμένετε ιώδη άνθη να ευωδιάσουν στον τάφο της-
κι αν ξύλο τι ανακαλύψετε
σεις το χτυπάτε
ως τάλαντον να ήτο.
Οι αποσώστρες έγιναν κυρίες.
Στο μοναστήρι της Καισαριανής
δεν αγιάζει τα νερά η περιστέρα
Τα ξόδια των νηπίων
δεν αξιώνονται της τρυφεράς ακολουθίας,
ούτε ψυχαί
το έλαιον πίνουν από ακοίμητον,
επί ημέρας τεσσαράκοντα,
κανδήλαν.
Κι εμάς, τους παλαιούς, εις επετείους
μας τεμαχίζετε, ως λαμπριάτικα ανρία
κι ως ψάλτες, κατ’ αποκοπήν κακοφωνείτε
τα, του Θεού, γλυκύτατα τραγούδια
ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ
Τα όνειρα εκείνης της εποχής ήσαν ασπρόμαυρα,
οι σιωπές και τα διαλείμματα το ίδιο, οι φυστικοστραγαλάδες
και ο ταξιθέτης, η μάνα κι ο πατέρας ασπρόμαυροι, το αγιόκλημα
κι ο μηχανικός στην καμπίνα του, το φεγγάρι λευκό
και ο ουρανός πάντα μαύρος,
μόνον η μουσική είχε χρώμα,
ένα
μπλε που ιρίδιζε πότε – πότε, και βρίσκαμε σ’ εκείνο το κενό,
«η συνέχεια επί της οθόνης», ολο το κόκκινο
της ζωής μας που περίμενε.
ΣΑΝ ΚΕΡΜΑ ΑΠΟ ΤΡΥΠΙΑ ΤΣΕΠΗ
Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο,τραγουδώντας,με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
γύριζε πίσω,στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ,εμφανίστηκαν
καναδυό αυτοκίνητα,χαράχτηκαν νέοι δρόμοι,ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος,πάροδος 220 κι αργότερα "Καλτεζών"
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος,πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο,οι θρούμπες του λέρωναν τ'αυτοκίνητο.
Τότε χάθηκαν και τα "σαράντα παλληκάρια" κι ο "αϊτός"
και "η Σαμαρίνα"και η "ιτιά",
και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50
Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια περίσσευε
Τη μαζεύαμε, λοιπόν, σε πιάτα
Και τη μοιράζαμε στους γείτονες
Η κυρα-Λένη τρία σαλιγκάρια στο πιάτο, για μας
Κι αυτή, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο
Στολισμένο με βόλους, τυλιγμένους με χρυσόχαρτα
Για να το βλέπει όλος ο κόσμος – το ’κανε χωρίς έπαρση
Τα θερινά απογεύματα, οι γριούλες έγνεθαν ποκάρια απ’ το
Γειτονικό εργοστάσιο του Τζήμα και οι νεότερες έπλεκαν
Πολύχρωμες, μ’ αυτά, φανέλες, για όλα τα παιδιά της γειτονιάς
Ένα βράδυ πέρασε απ’ τη γειτονιά μας ο Χριστός
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό και του το ’φεραν με προθυμία
Εκείνος ευλόγησε και χάθηκε στο δειλινό
Από τότε η φτώχεια μας έσπασε σε άπειρα κομμάτια
Μέχρι που χάθηκε εντελώς ή τη συνηθίσαμε.
Η ΜΕΡΑ
Η μέρα είναι αστραφτερή, σαν τους παιδικούς μας κήπους,
αναγκαία,
όπως η πέτρα που τοποθέτησε ο Θεός για να περνάμε το ρέμα,
θα μείνει πίσω κι όταν τη διασχίσουμε
μ'ένα ποίημά στις τσέπες να κουδουνίζει,
μ'ένα φάρο να φυτρώνει στο βλέμμα μας,
σαν αυτούς που μετρούν τα πλοία χωρίς προορισμό.
ΦΥΣΑΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Χτυπιούνται οι ανεμοδείχτες στο σκοτάδι:
"Φυσάει θάνατος ", μονολογούν οι ποιητές
Και κρύβουν σ' ένα πέταλο σιγής
Ό,τι, παράφορα, έχουν αγαπήσει.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Η Άνοιξη έρχεται
φορτωμένη τη χαρμολύπη της, οι τροχονόμοι
γυρίζουν ανάποδα τον αέρα,γυναίκες μπλέκουν
στα γάντια για μια χειραψία, τα ποιήματα πέφτουν
τις ομπρέλες τους,τα παιδιά παίζουν στα πάρκα
και μόνον εσύ λείπεις
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου