Ο ΥΜΗΤΤΟΣ
Κοιτάζοντας ένα τμήμα του Υμηττού μέσα από τα
διάκενα των πολυκατοικιών:
Το μέρος μοιάζει ωραιότερο από το όλο.
Η ένταση του μέρους, η ένταση του ακρωτηριασμένου
και του αποσπασματικού
Για να γίνει όλο, είναι η ομορφιά του.
Η ένταση του μέρους, η ένταση του κατασπαραγμένου
και τ’ απομειναριού
Για ν’ ακεραιωθεί ξανά, είναι η Ελλάδα.
(Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕΤΟΥ, 1981)
ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ
Η χειμωνιάτικη θάλασσα στη στροφή του δρόμου
Η ξεχασμένη αρμύρα της, το ξεχασμένο κολύμπι
Τα ξεχασμένα από τον Αύγουστο κύματα
Κι ένα θαμπό σκαρί στο βάθος!
Η άκαιρη αίσθηση της κάψας μεσ’ στο κρύο φως
Καθώς η παιδικότητα κάθε καλοκαιριού
Διατηρείται πια και μέσα στο χειμώνα
Σα να τη δημιουργούσε ολοχρονίς η ζωή ˙
Η καθημερινή ζωή με το στιγμιαίο
–Μια κουβέντα, μια ματιά, μια μετακίνηση–
Με τ’ ωριαίο, το ημερήσιο, το εποχιακό
Πάνω σ’ ένα σκοτάδι δίχως διαβαθμίσεις.
–Ω η παιδικότητα ενός κόσμου θεατρικού
Με στατική κι ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων
Κόσμου τρισδιάστατου πολύχρωμου
Πρόσφορου πάντα σκηνικού για παραπέρα δράση.
(ΓΚΡΙΖΟ ΧΡΩΜΑ ΘΕΡΜΟ, 1989)
ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΠΑΓΩΝΙΑ
Μέσα στην κρύα λιακάδα εννέα το πρωί
Μ’ εσωστραμμένους απ’ τη νύχτα ακόμα
Όλους τους ζωικούς οργανισμούς
Και με τον Υμηττό ένα απλό περίγραμμα,
Πλάσματα που πατούσαν στέρεα στη γη
Πατούν στη μνήμη τώρα
Αυτή που τρέφει σε μιαν άλλη γη
Όσα από εδώ περνούν, άψυχα κτήνη κι άνθρωποι.
Εννέα το πρωί ˙ το φως ο μόνος χρόνος
Δεν λέει να ξεπαγώσει περισσότερο
Παρ’ όσο για να ενεργοποιηθούν
Απ’ την εντάφια ακινησία τα είδωλά τους:
Χέρια και πόδια χορευτών που αρχίζουν
Να βγαίνουν από την αδράνεια
Κερδίζοντας συνείδηση μιας μουσικής
Ανάκουστης για μας τους άλλους.
Με σαλεμένο νου σαν μέσα σ’ όνειρο
Κι ένταση ονειρική, μ’ όλο που ξύπνιος,
Κλαίω κι εγώ καθώς τους βλέπω ν’ αποκτούν,
Παλιές απώλειες της ζωής,
Φωνή και διάρκεια σαν βρέφη ˙
Καθώς τους βλέπω κάτω από τ’ οριακό αυτό φως
Με τη στρογγυλεμένη αιωνιότητα
Που άνοιξα ενάντια στο ζόφο σαν ομπρέλα…
(ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗΣ, 1993)
ΓΟΗΤΕΙΑ
Όπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα σαν κάτι στέρεο
Έτσι κι εμείς από τις μνήμες μας, σαν να ’χαν θα ’λεγες κι αυτές
μια στερεότητα ˙
Αρκούν μπορεί κάποιες ομοιότητες συνθηκών, ατμοσφαιρικών ή
άλλων, κάποιες συμπτώσεις
Για να τις εκκαλέσουν ˙ αρκεί ένα σύννεφο σαν σκιάχτρο
Τριανταφυλλί και μαύρο σε χειμωνιάτικο σούρουπο ˙
Αρκεί ίσως μια ευωδιά ˙ διότι αυτός που οσφραίνεται βλέπει κι
ακούει.
Και τότε αιφνιδιαστικά η απόσταση καταργείται και το απομακρυσμένο
Αλλά χωρίς τη δύναμη του κακού που ’χε άλλοτε όταν ήταν κοντινό
Γίνεται βίωμα άμεσο ξανά, γίνεται η γοητεία της γης που μας κάνει να κλαίμε.
Κι αλήθεια, απ’ όσα υπήρξαν κάποτε πραγματικά
Μονάχα η γοητεία τους μας απομένει τώρα
Και μας ανήκει βασανιστικά – σαν κάτι στέρεο ˙ γι’ αυτήν μονάχα
έχουμε ζήσει.
(ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΚΟΛΥΜΑ, 1997)
ΠΑΡΚΙΝΣΟΝ
Εσύ ο διπρόσωπος με το στραμμένο
Πρόσωπο προς εμάς, ενώ με τ’ άλλο
Το αόρατό μας άγνωστο ποιον βλέπεις,
Με ποιον μιλάς – εσύ ο ενώπιόν μας,
Σαν κάποιος που όπως λένε έχει τα μέσα
Με τις αρχές και του περνάει ο λόγος,
Σκύψε από την εικόνα σου και πιάσε
Το χέρι που έσφαξε και τώρα τρέμει!
(ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ ΜΑΣ, 2000)
ΠΑΛΑΜΕΣ
Πλήθος τα χελιδόνια αναζητούν τον ήλιο
Κάτω απ’ τη συννεφιά ˙
(Σε μια ατελέσφορη αναζήτηση;
Σε μια χαζή ακινησία;)
Έτσι κι εμείς με τον δικό μας τρόπο,
Άφτερη σύναξη χάμω στη γη,
Βασανισμένη απ’ τη μακροβιότητα
Δοκιμασμένη πια.
Μη μας εγκαταλείπεις ο ζωοδότης,
Μαργαρίτες στο τέλος του μηνός,
Ολάνοιχτες εικοσαδάχτυλες
Παλάμες ικεσίας!
ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ
Όπως κάποιος που αντιμέτωπος με την ομοιομορφία του πλήθους
προχωρεί σε αντίθετη προς αυτό κατεύθυνση, διασχίζοντας
όχι χωρίς κίνδυνο μία συμπαγή πορεία με κραυγαλέα αιτήματα.
Έτσι κι εγώ που διατηρώντας το μοναδικό μου αίτημα μυστικό
πορευόμουν χρόνια τώρα ωσότου έφτασα επιτέλους
Σ’ αυτό το κενό, κάτι σαν το κενό ανάμεσα στον χειμώνα και την
άνοιξη, έναν επίπεδο χώρο σαν αλάνα αόριστα κυκλική με μισογκρεμισμένους τοίχους, σαν στημένα σκηνικά.
Τι μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος παρά τόπος αναψυχής όπως είναι
μια παιδική χαρά για το παιδί;
Μολονότι κανένα παιδί δεν βλέπω γύρω, ούτε κι ενήλικο αλλά ούτε
και περίτεχνες εγκαταστάσεις παιχνιδιού και μηχανές ψυχαγωγίας.
Αυτό που τον κάνει ακόμα παιδική χαρά είναι μόνο το τυχαίο πουλί
που κατεβαίνει πότε-πότε στο έδαφος
Σάμπως αν και πετούμενο να μην απαξιώνει τη γη ή μπορεί και καμιά
φούντα χαμομήλι σε μία σύνθεση με τη μύτη ενός βράχου που
προεξέχει από το χώμα.
Όπως ένας πεζοπόρος στη διάρκεια ενός εξαντλητικού και μάταιου
αγώνα ποθεί
Περισσότερο από καθετί την ανάπαυση, το τέρμα, θυσιάζοντας τη
νίκη, έτσι νιώθω κι εγώ
Στον άδειο τούτο τόπο, τον αποξεχασμένο, αδιάφορος πια για το
αποτέλεσμα του αγώνα.
Τι άλλο μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος; Ίσως τώρα που τον παρατηρώ
πιο επισταμένα, όχι παιδική χαρά, μα τόπος ενταφιασμού,
νεκροταφείο χωρίς σταυρούς
ή κι ίσως κάποιας λογής υπαίθριο ιερό.
Οπωσδήποτε ό,τι και να ’ταν έμοιαζε τέρμα, με κατάπαυση, με κατάληξη.
(ΚΟΝΤΗ ΣΚΙΑ, 2013)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84-%CF%89%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF/