Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Φωκάς Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Φωκάς Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Νίκος Φωκάς - Ποιήματα

 Ο ΥΜΗΤΤΟΣ

 

Κοιτάζοντας ένα τμήμα του Υμηττού μέσα από τα

διάκενα των πολυκατοικιών:

Το μέρος μοιάζει ωραιότερο από το όλο.

 

Η ένταση του μέρους, η ένταση του ακρωτηριασμένου

και του αποσπασματικού

Για να γίνει όλο, είναι η ομορφιά του.

 

Η ένταση του μέρους, η ένταση του κατασπαραγμένου

και τ’ απομειναριού

Για ν’ ακεραιωθεί ξανά, είναι η Ελλάδα.

(Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕΤΟΥ, 1981)

 

ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ

 

Η χειμωνιάτικη θάλασσα στη στροφή του δρόμου

Η ξεχασμένη αρμύρα της, το ξεχασμένο κολύμπι

Τα ξεχασμένα από τον Αύγουστο κύματα

Κι ένα θαμπό σκαρί στο βάθος!

 

Η άκαιρη αίσθηση της κάψας μεσ’ στο κρύο φως

Καθώς η παιδικότητα κάθε καλοκαιριού

Διατηρείται πια και μέσα στο χειμώνα

Σα να τη δημιουργούσε ολοχρονίς η ζωή ˙

 

Η καθημερινή ζωή με το στιγμιαίο

–Μια κουβέντα, μια ματιά, μια μετακίνηση–

Με τ’ ωριαίο, το ημερήσιο, το εποχιακό

Πάνω σ’ ένα σκοτάδι δίχως διαβαθμίσεις.

 

–Ω η παιδικότητα ενός κόσμου θεατρικού

Με στατική κι ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων

Κόσμου τρισδιάστατου πολύχρωμου

Πρόσφορου πάντα σκηνικού για παραπέρα δράση.

(ΓΚΡΙΖΟ ΧΡΩΜΑ ΘΕΡΜΟ, 1989)

 

ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΠΑΓΩΝΙΑ

 

Μέσα στην κρύα λιακάδα εννέα το πρωί

Μ’ εσωστραμμένους απ’ τη νύχτα ακόμα

Όλους τους ζωικούς οργανισμούς

Και με τον Υμηττό ένα απλό περίγραμμα,

Πλάσματα που πατούσαν στέρεα στη γη

Πατούν στη μνήμη τώρα

Αυτή που τρέφει σε μιαν άλλη γη

Όσα από εδώ περνούν, άψυχα κτήνη κι άνθρωποι.

 

Εννέα το πρωί ˙ το φως ο μόνος χρόνος

Δεν λέει να ξεπαγώσει περισσότερο

Παρ’ όσο για να ενεργοποιηθούν

Απ’ την εντάφια ακινησία τα είδωλά τους:

Χέρια και πόδια χορευτών που αρχίζουν

Να βγαίνουν από την αδράνεια

Κερδίζοντας συνείδηση μιας μουσικής

Ανάκουστης για μας τους άλλους.

 

Με σαλεμένο νου σαν μέσα σ’ όνειρο

Κι ένταση ονειρική, μ’ όλο που ξύπνιος,

Κλαίω κι εγώ καθώς τους βλέπω ν’ αποκτούν,

Παλιές απώλειες της ζωής,

Φωνή και διάρκεια σαν βρέφη ˙

Καθώς τους βλέπω κάτω από τ’ οριακό αυτό φως

Με τη στρογγυλεμένη αιωνιότητα

Που άνοιξα ενάντια στο ζόφο σαν ομπρέλα…

(ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗΣ, 1993)

 

ΓΟΗΤΕΙΑ

 

Όπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα σαν κάτι στέρεο

Έτσι κι εμείς από τις μνήμες μας, σαν να ’χαν θα ’λεγες κι αυτές

μια στερεότητα ˙

Αρκούν μπορεί κάποιες ομοιότητες συνθηκών, ατμοσφαιρικών ή

άλλων, κάποιες συμπτώσεις

Για να τις εκκαλέσουν ˙ αρκεί ένα σύννεφο σαν σκιάχτρο

Τριανταφυλλί και μαύρο σε χειμωνιάτικο σούρουπο ˙

Αρκεί ίσως μια ευωδιά ˙ διότι αυτός που οσφραίνεται βλέπει κι

ακούει.

 

Και τότε αιφνιδιαστικά η απόσταση καταργείται και το απομακρυσμένο

Αλλά χωρίς τη δύναμη του κακού που ’χε άλλοτε όταν ήταν κοντινό

Γίνεται βίωμα άμεσο ξανά, γίνεται η γοητεία της γης που μας κάνει να κλαίμε.

Κι αλήθεια, απ’ όσα υπήρξαν κάποτε πραγματικά

Μονάχα η γοητεία τους μας απομένει τώρα

Και μας ανήκει βασανιστικά – σαν κάτι στέρεο ˙ γι’ αυτήν μονάχα

έχουμε ζήσει.

(ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΚΟΛΥΜΑ, 1997)

 

ΠΑΡΚΙΝΣΟΝ

 

Εσύ ο διπρόσωπος με το στραμμένο

Πρόσωπο προς εμάς, ενώ με τ’ άλλο

Το αόρατό μας άγνωστο ποιον βλέπεις,

Με ποιον μιλάς – εσύ ο ενώπιόν μας,

 

Σαν κάποιος που όπως λένε έχει τα μέσα

Με τις αρχές και του περνάει ο λόγος,

Σκύψε από την εικόνα σου και πιάσε

Το χέρι που έσφαξε και τώρα τρέμει!

(ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ ΜΑΣ, 2000)

 

ΠΑΛΑΜΕΣ

 

Πλήθος τα χελιδόνια αναζητούν τον ήλιο

Κάτω απ’ τη συννεφιά ˙

(Σε μια ατελέσφορη αναζήτηση;

Σε μια χαζή ακινησία;)

 

Έτσι κι εμείς με τον δικό μας τρόπο,

Άφτερη σύναξη χάμω στη γη,

Βασανισμένη απ’ τη μακροβιότητα

Δοκιμασμένη πια.

 

Μη μας εγκαταλείπεις ο ζωοδότης,

Μαργαρίτες στο τέλος του μηνός,

Ολάνοιχτες εικοσαδάχτυλες

Παλάμες ικεσίας!

 

ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ

 

Όπως κάποιος που αντιμέτωπος με την ομοιομορφία του πλήθους

προχωρεί σε αντίθετη προς αυτό κατεύθυνση, διασχίζοντας

όχι χωρίς κίνδυνο μία συμπαγή πορεία με κραυγαλέα αιτήματα.

 

 

 

Έτσι κι εγώ που διατηρώντας το μοναδικό μου αίτημα μυστικό

πορευόμουν χρόνια τώρα ωσότου έφτασα επιτέλους

Σ’ αυτό το κενό, κάτι σαν το κενό ανάμεσα στον χειμώνα και την

άνοιξη, έναν επίπεδο χώρο σαν αλάνα αόριστα κυκλική με μισογκρεμισμένους τοίχους, σαν στημένα σκηνικά.

 

Τι μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος παρά τόπος αναψυχής όπως είναι

μια παιδική χαρά για το παιδί;

Μολονότι κανένα παιδί δεν βλέπω γύρω, ούτε κι ενήλικο αλλά ούτε

και περίτεχνες εγκαταστάσεις παιχνιδιού και μηχανές ψυχαγωγίας.

Αυτό που τον κάνει ακόμα παιδική χαρά είναι μόνο το τυχαίο πουλί

που κατεβαίνει πότε-πότε στο έδαφος

Σάμπως αν και πετούμενο να μην απαξιώνει τη γη ή μπορεί και καμιά

φούντα χαμομήλι σε μία σύνθεση με τη μύτη ενός βράχου που

προεξέχει από το χώμα.

 

Όπως ένας πεζοπόρος στη διάρκεια ενός εξαντλητικού και μάταιου

αγώνα ποθεί

Περισσότερο από καθετί την ανάπαυση, το τέρμα, θυσιάζοντας τη

νίκη, έτσι νιώθω κι εγώ

Στον άδειο τούτο τόπο, τον αποξεχασμένο, αδιάφορος πια για το

αποτέλεσμα του αγώνα.

 

Τι άλλο μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος; Ίσως τώρα που τον παρατηρώ

πιο επισταμένα, όχι παιδική χαρά, μα τόπος ενταφιασμού,

νεκροταφείο χωρίς σταυρούς

ή κι ίσως κάποιας λογής υπαίθριο ιερό.

Οπωσδήποτε ό,τι και να ’ταν έμοιαζε τέρμα, με κατάπαυση, με κατάληξη.

(ΚΟΝΤΗ ΣΚΙΑ, 2013)

 

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84-%CF%89%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF/

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Νίκος Φωκάς - Μεγέθυνση


Κοιτάζουμε το καθετί μεγεθυμένο

Σάμπως να το αγκαλιάζουμε για αποχαιρετισμό·

Και σαν να φέρνουμε κοντά τα μακρινά

Με μεγεθυντικό φακό, τα βλέπουμε

Με μια παραμορφωτική στοργή.


Κοιτάζουμε τα δέντρα κλαδεμένα, χωρίς φύλλα

Μόνο με το σφρίγος και τις ρίζες τους.

Διαστέλλονται ελαφρά σαν ν' ανασαίνουν.

Κοιτάζουμε ένα δρόμο, μια διέλευση πεζών-

Μάτια που εκστασιάζονται πριν κλείσουν!


1987


Πηγή: «Γκρίζο χρώμα θερμό», Νίκος Φωκάς, Ποιητικές συλλογές (1954-2000), Αθήνα: ύψιλον / βιβλία 2002.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Νίκος Φωκάς - Ραδιόφωνο



Χαμήλωσα στο ελάχιστο τον ήχο
Κι οι πρόστυχες φωνές αυτοστιγμεί
Ακούγονται σαν ψίθυρος αγνές·
Σαν ψίθυρος μαζί με τις φωνές
Οι γλωσσικοί βιασμοί κι οι ξενισμοί
Που δεν απαριθμούνται σ’ ένα στίχο.

Διότι αν πρέπει να ’χω τέτοια γλώσσα
Με σόου τζάκποτ ζάπινγκ και τι-βι
Την καταργώ καλλίτερα εντελώς
Κι ας μείνει μόνο ως ψίθυρος απλός
Μιας πίστης υπενθύμιση ακριβή
Καθώς κοιτώ τα σύννεφα στην Όσσα.

Πλανόδιον, τχ. 21, 1994

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Νίκος Φωκάς - Ανέκδοτο



Καλά όταν πριν από τρεις μήνες

Αρχές Αυγούστου πάτησα

Σκληρά με την παλάμη

Εκείνο το κουνούπι, μη χορταίνοντας

Να βλέπω στη συνέχεια τη φαρδειά

Κηλίδα το αίμα (μου)

Πού ’χε απλωθεί πάνω στον τοίχο·


Και θαύμαζα πώς γίνεται να τρέξει

Από ’να τέτοιο ελάχιστο έντομο

Μόλις πού πιάνεται απ’ το μάτι

Τόση ποσότητα αίμα

"Ώστε να στάξει και στο ρούχο μου

Σαν να ’χα πληγωθεί—

Θαρρείς κι ήταν βρυκόλακας!


Τότε καλά, αλλά τώρα

Προχωρημένη πια εποχή, Νοέμβρης,

Τι ’θελα κι έκανα το ίδιο

Σ’ ένα κουνούπι πού δεν μου 'φταίξε;

Ισχνό και νηστικό

Δεν άφησε στον τοίχο

Παρά μιαν αμυδρή γκρίζα μουντζούρα.


Απ' το προφίλ του Φώντα Τρούσα

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκος Φωκάς - Στον σταθμό


Χαιρετιστήκαμε στον σταθμό και εκείνο το βράδυ, 

Σχεδόν δίχως λόγια, συνεννοημένα, ελλειπτικά· 

Δυο παλιοί, παιδικοί φίλοι. 

―Λοιπόν στις πέντε στο «Λας Βέγκας», μου είπε. Καληνύχτα. Τηλεφώνησέ στην Μαίρη. 


―Καλά, καλά, τ' αποκρίθηκα. Και χωρίσαμε. 

Όπως δυο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι 

Κι αφού τα πουν και κουραστούν 

Γυρίζουν καθένας απ' τ' άλλο πλευρό για τη νύχτα 

Και πια δεν ξημερώνονται.


Ποιητικές συλλογές (1954-2000), ύψιλον/βιβλία.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Νίκος Φωκάς - Διάλεξη για την Ελλάδα

Μείναν στο σπίτι τα παιδιά κι οι μέρες μας περνούσαν
Μ’ ένταση λάγνων εραστών και μ’ αρμονία αγγέλων.
Πώς μας φαινόταν μακρινό το πρώτο εκείνο βράδυ
Τώρα σαν κάναμε έρωτα και σχέδια για το μέλλον!

Σαν από κάποια επίδραση πειθήνιοι, υποταγμένοι
Της κάναμε έρωτα κι οι δυο, είτε μαζί είτε χώρια·
Λες κι όπως ήταν αέρινη, λευκή και μεταξένια
Σαν πνεύμα μάς παράσερνε σ’ ακολασίες κι όργια…

Μ’ άρχισε να μας ενοχλεί με τον καιρό η Αγγλία –
Η βρώμα, η τυπικότητα, η ανήλια πρασινάδα.
Σε μια συζήτηση λοιπόν που 
χαμε μεταξύ μας
Τους έριξα την πρόταση: «Δεν πάμε στην Ελλάδα!»

Καθόμασταν στο πάτωμα σε τρίγωνο (όπως πάντα
Σε κάθε μας συζήτηση) πάνω σε μια φλοκάτη
Που ‘χαμε πάρει επίτηδες πλατιά για κάθε χρήση
Κι από τραπέζι αυτοστιγμεί γινότανε κρεβάτι.

Μάλιστα μόλις λίγο πριν είχαμε φάει για βράδυ
Κι είχε προσθέσει μια παχιά σάλτσα στο γεύμα η Μίλυ
Που επενεργεί αναπόφευκτα μετά από δυο-τρεις ώρες
(Καθώς με διαβεβαίωναν τουλάχιστον οι φίλοι).

«Να πάμε στην Ελλάδα, πώς!» δεν ήξεραν ωστόσο
τη χώρα και τα σχετικά για να 
χουν βέβαια γνώμη.
Μόνο μια ιδέα είχαν θολή για Κρήτη και Μυκήνες,
Για τ’ Άγιον Όρος, τους Δελφούς κι ένα δυο μέρη ακόμη.

Τώρα, συμβαίνει κάποτε ν’ ανάβει μέσα μου αίφνης
Λαμπτήρας άλλου χρώματος, άλλος εαυτός ν’ ανάβει
Και πέφτει ο πρώτος σε βαθύ σκοτάδι ανυπαρξίας
Σαν να 
παθε προσωρινή ο σιχαμένος βλάβη.

Βάλθηκα μ’ έμπνευση λοιπόν να τους κατατοπίσω
Μη θέλοντας τους αμαθείς εξάλλου να προσβάλλω.
Μίλησα γι’ αρχαιότητα, Βυζάντιο, εικοσιένα
Για θαύματα κι οράματα το 
να μετά από τ’ άλλο.

Πέρασα συνεχίζοντας στη σύγχρονη Ιστορία,
Στις δυναστείες, τα κόμματα, την εθνική υποτέλεια·
Δικτατορίες, κινήματα, δόξες και ψευδαισθήσεις –
Μιαν Ιστορία όλη μαζί για δάκρυα και για γέλια.

Φτάνοντας και στην τωρινή κατάσταση της χώρας
Των πόλεων, της παιδείας μας, της γλώσσας και του τύπου
Κι ενώ μ’ ακούγαν σαν τρελό στην έξαρση του πάθους
Συμπλήρωσα τη διάλεξη με τούτα δω περίπου.

.

«ΝΟΜΙΖΩ ότι είναι ζήτημα μιας-δυο γενιών ακόμα
Καθώς ο κόσμος προχωρεί με τόση γρηγοράδα
Δίχως αντίσταση ηθική στον υλισμό της Δύσης
Να πάψει πια να υφίσταται η Ελλάδα σαν Ελλάδα.

Μπροστά στην πολιτιστική την άνευ προηγουμένου
Επίθεση που δέχεται χρόνια και χρόνια τώρα
Αποκομμένος ο λαός απ’ την παράδοσή του,
Χωρίς θρησκεία και χωρίς πνευματική ενδοχώρα,

Δεν έχει τί αντιπρόταση στον κόσμο μας να κάνει·
Δεν έχει μήνυμα καθώς, ας πούμε, το Βυζάντιο,
Δική του δηλαδή εκδοχή του κόσμου και τ’ Ανθρώπου
Που σ’ όποιες άλλες εκδοχές στέκει με πίστη ενάντιο.

Και τώρα πώς ν’ αντισταθεί στη γοητεία της Δύσης
Που από την ενδοχώρα της, Λάιπτσικ Ρώμη Οξφόρδη,
Κίνησε ο ματεριαλισμός νά 
ρθει και στην Ελλάδα,
Κι ας κάναν μεταφυσικές οι κόμητες κι οι λόρδοι!

Η Λόκχηντ, η Γουνάιτεντ Φρουτ, η Τζένεραλ Ελέκτρικ,
Η μπόμπα, το Έιτζ, η ρύπανση κι άλλα πολλά είναι απόρροια
Των χρόνων του διαφωτισμού, του Χιουμ και του Βολταίρου –
Δικά τους κακουργήματα, δικά τους πανωφόρια.

Έτσι κι αν αποβλακωθούν στο τέλος οι Ευρωπαίοι
Απ’ όποιο χολυγουντιανό ναρκωτικό ή σιρόπι,
Αν το συλλογιστεί κανείς, τί 
χανε και τί χάσαν!
Μήπως ο αμερικανισμός δεν βγήκε απ’ την Ευρώπη;

Και νά η Ελλάδα, η κιβωτός της μνήμης των Αρχαίων,
Η Ελλάδα των Βυζαντινών, η Ελλάδα τ’ Αγιονόρους
Που ξεκωλιάρα και λωλή αναγνωρίζει τώρα
Πνευματικούς προγόνους της κι αυτή τους σταυροφόρους.

Χωρίς και να χουμε οι Ρωμιοί των Φράγκων την παιδεία
Μήτε τις ικανότητες αλλού παρά στο τάβλι·
Αγράμματοι κι ατομιστές σαν πίθηκοι στα δέντρα
Κι όπως εκείνοι ευέλικτοι, μιμητικοί και φαύλοι.

Διόλου παράδοξο λοιπόν που μια κι απαρνηθήκαν
Το πρόσωπό τους οι Έλληνες σκαρτέψαν και τη φύση·
Σαν εξουσία ανάλγητη κι εφιαλτική η Αθήνα
Μας κυβερνά προσποιούμενη το Τόκιο ή το Παρίσι…

Ψηλά πάνω απ’ την Αττική πετάς με τ’ αεροπλάνο
Κι όλα είναι αγνά κάθε βουνό και κάθε λιμανάκι·
Μα κάτω η πίκρα, ο κυνισμός, η ματαιωμένη ελπίδα·
Κάτω η Σταδίου, η Αχαρνών, η Εμμανουήλ Μπενάκη.

Έξω από πόρτα όταν περνάς σε διάδρομο ή σε δρόμο
Μέσα θα διαπληκτίζονται σ’ αχρεία πάντα γλώσσα.
Για χρήματα θα 
ναι ο καυγάς όπου σταθείς κι ακούσεις:
Για μπάζα μάσα και λουφέ, για «πόσα» και για «τόσα»…

Ανασφαλείς για χρήματα, δουλοπρεπείς για θέσεις,
Γινόμαστε απ’ αντίδραση θρασείς και βωμολόχοι,
Βρίζουν ανεύθυνα οι Ρωμιοί και βλαστημούν σαν βόθροι
Αλλά την κρίσιμη στιγμή δεν έχουν «ναι» ή «όχι»!

Με την κινητικότητα του νου πίσω απ’ το βλέμμα
Την έλλειψη ειλικρίνειας, την απουσία σθένους
Σου κουβεντιάζουν με διπλή στα μάτια τους εστία
Εκτός μονάχα απ’ τους νεκρούς κι από τους πεθαμένους…

Όπως εκείνοι είμαι κι εγώ, μην έχετε αυταπάτες·
Όπως κι οι άλλοι της φυλής λέτσοι και καρκαλέτσοι·
Μα στα κουσούρια τα εθνικά μού 
χει προσθέσει η φύση
Μια διαστροφή πρωτότυπη του χαρακτήρα κι έτσι

Μπορώ βαθιά να ερωτευτώ κάθε σημείο του κόσμου:
Τον Καναδά το Μπαγκλαντές το Τσαντ το Νότιο Πόλο,
Μόνο με μια προϋπόθεση: να 
ναι πατρίδα κάποιου
Και σαν πατρίδα την πονεί – ας είναι αυτό όλο κι όλο!

Μ’ αυτόν που των προγόνων του τιμάει σεμνά τους τάφους
Μαζί του τους τιμώ κι εγώ, όποιος κι αν είναι εκείνος·
Ένα τραγούδι άλλου λαού με κάνει να ξεχνιέμαι:
Γίνομαι Ίνδός ή Νορβηγός ή Τούρκος ή Βεδουίνος.

Ε νά λοιπόν, αισθάνομαι πως σήμερα η Ελλάδα,
Του Μακρυγιάννη η Ρούμελη κι η Σπάρτη του Λεωνίδα,
Κανένας δεν την αγαπά δεν την πονεί κανένας,
Δεν είναι χώρα κανενός και κανενός πατρίδα.

Αισθάνομαι (και κόμπιαζα) πως όπως ήδη η Αθήνα,
Από την άγια Κρήτη μας μέχρι την άγια Θράκη,
Και με το μπουμ του τουρισμού γίνεται χρόνο-χρόνο
Ξενόγλωσσο κι απάτριδο και δούλο Κολωνάκι.

Για μένα ο μεγαλύτερος πολιτικός της χώρας
Θα ‘ναι ένας νέος Περικλής που με καημό και θάρρος
Θα κάνει απλώς μια ένεση στον τόπο ευθανασίας
Να 
ρθει ταχύς ο θάνατος και σπλαχνικός ο χάρος.

Απ’ τα παρόντα κόμματα κι από τους κομματάρχες
Αριστεράς και δεξιάς σχεδόν το περιμένω·
Γι’ αυτό κι η ευγνωμοσύνη μου στη σύνολη ηγεσία
Δεν είναι αδικαιολόγητη, καλοί μου, εν προκειμένω!»

.

ΔΕΝ ΒΑΣΤΑΞΑ και ξέσπασα σε κλάμα έξω απ’ τα δόντια·
Και κλαίγοντας μαλάκωνα σαν τη βρεγμένη ψίχα·
Ήταν βαθύ μυστήριο, βαθιά μυσταγωγία
Καθώς απ’ όλα τα υλικά κι όλα τα φαύλα απείχα.

Μα νά, όσο μ’ άκουγε η καλή σερνόταν πιο κοντά μου·
Μα δεν μπορούσε να τη δει το φλογερό μου μάτι
Τη βέβηλη που ασθμαίνοντας ζύγωνε σαν το φίδι
Ή σαν την Εύα απ’ του φιδιού γυρνώντας την απάτη.

Κι ακόμα δεν την έβλεπε μ’ όλο που χε ζυγώσει
Και μ’ όλο που ήταν όμορφη και κοκκινομαλλούσα
Σαν μόλις έξω απ’ το φακό της κόρης του ματιού μου
Να 
 χε σταθμεύσει ο Διάβολος καθώς παραμιλούσα.

Και μες στους αλλεπάλληλους λυγμούς που με τραντάζαν
Δεν το κατάλαβα έγκαιρα το χέρι της να βγάλω
Που μου 
 χε ρίξει ερωτικά τριγύρω από τους ώμους
Και τ’ άλλο της μου το 
χωνε συγχρόνως στον καβάλο.

Μόνο σαν να χε ένα μοχλό πατήσει ή μεταλλάχτη
Αιστάνθηκα ολική αλλαγή στην άποψη του κόσμου·
Ο φαύλος γίνηκα εαυτός ο ποταπός και πάλι,
Τ’ αγνό λαμπιόνι σβήστηκε κι άναψε τ’ άλλο εντός μου.

Μια μεταβατική στιγμή συγκράτησα όταν μέσα
Στο στήθος μου διακόπηκε και των λυγμών η ανάγκη
Κι υπόκυψα τελειωτικά κι εγώ στη σεξοσάλτσα
Αφού τα υγρά μάς κυβερνούν καθώς μας λεν κι οι Φράγκοι.

Ταυτόχρονα από απέναντι τον είδα να κινείται
Με τη σειρά του ο φίλος μας, ασθμαίνοντας επίσης·
Και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στ’ άλλο πλευρό της αίφνης
Σαν γάτος για να επιδοθεί σε βδελυρές διαχύσεις.

Για τη δική του απολαυή καθένας ενεργούσε
Με ζήλο ανταγωνιστικό στο αιδοίο και στο στήθος
Σαν να την είχαμε στα δυο κομμένη, μα στο τέλος
Πέσαμε στο χαλί κι οι τρεις κουβάρι όπως συνήθως.



Παρτούζα, 1991
(πρώτη δημοσίευση: περ. Σπείρα, τχ. 8, 1981)

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Φωκάς - Δεκέμβρης


Ευχαρίστως θα κατέβαινα ακόμα και σήμερα, ναι,
Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα,
Στους δρόμους της Αθήνας αν μου δινόταν μια ευκαιρία,
Αν είχα ένα σύντροφο, αν είχα ένα μυδράλιο, θαρραλέος,
Αποφασισμένος να σκοτώσω και να σκοτωθώ σε μια νέα μάχη
Στον ίδιο αντίκρυ μου ουρανό – περιθωριακό στοιχείο της θύμησης.
Ευχαρίστως θα ’δινα τη ζωή μου για την ίδια αυτή σημαία
Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής,
Αν ήταν μέρα το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο το κόκκινο,
Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά –
Κι ίσως, σύντροφε εσύ φανταστικέ – το υπογραμμίζω-
μαχητή,
Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη, εσύ κι εγώ νικούσαμε.

Στον ποταμό Κολύμα

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Φωκάς - Antante un poco adagio


Κάπου πάνω στα χώματα τής Αττικής-αλάνες,λόφους,
ρεματιές, ακτές-
Παραμένουν στατικά σαν πίνακας παλαιότερου
ζωγράφου τα νιάτα μας:
Ένας κύκλος παιδιών εκτεθειμένων στο ύπαιθρο
με ευκίνητα μέλη
Ίδια με αγρίμια,μυστικά προστατευμένα,μέσα
στο φως τής μέρας και τού απόβραδου.
Σαν σ'ένα πίνακα παλαιότερου ζωγράφου ζουν
ακόμα τα νιάτα μας ή σαν σε καρρέ
Κινηματογραφικής ταινίας,ακινητοποιημένης σε
ορισμένο σημείο
Έτοιμα να ξεκινήσουν και πάλι με την ενεργοποίηση
τής μηχανής.
(Τάχα για ένα ευτυχέστερο μέλλον; για μια πιο
ανώδυνη συνέχεια;)

Το μέτρο τής κραυγής μας, 2000.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Νίκος Φωκάς - Φωτογραφική



Κυττάζω οφθαλμοπορνικά σαν άλλος

Τέλλος Άγρας κι εγώ

την πέτρα του Λυκαβητού

το φως, τα πρόσωπα.


Άπειρα πλάγιες, άπειρα μοναχικές

λήψεις της ζωής —

τόσο καθυστερημένες πια

για εμφάνιση.


1975

O Μύθος της Καθέτου

Νίκος Φωκάς - Αντικρυστά πρόσωπα


 
Τι σύννεφο το πρόσωπο του ανθρώπου
Ή μάλλον σύννεφα που απ’ την απόσταση
Μας στέλνουν μιαν ενιαία εικόνα
Και συνεπώς παρ’ όλη του την πολλαπλότητα
Το εμπιστευόμαστε για σκέτο.

 
Έτσι και το δικό σου – με την ώρα
Πήρε να διαιρείται, να σκορπά
Σε λίγα συννεφένια ράκη
Που ανάμεσά τους με κατάπληξη αντικρίζαμε
Να μεγαλώνει ολοένα το γαλάζιο.

 
2001


Κοντή Σκιά

Νίκος Φωκάς - Σύννεφα


 
Πλατεία Ακακιών 1944

 
Το σύννεφο πιο μαγικό κι απ’ το φιλί
Μ’ έκανε ν’ αποσπαστώ απ’ το στόμα σου
Έτσι που το ‘δα με την κόχη του ματιού·
Ήταν μια στιγμιαία προδοσία
Απ’ τις γνωστές των ποιητών.

 
Γιατί ποιος απ’ τους υπαρκτούς θνητούς ανθρώπους
Αν όχι κάποιος ποιητής
Μα κι απ’ τους άλλους τους πλασματικούς
Που συναντούμε στα βιβλία, ποιος άφησε ποτέ
Ένα φιλί για ένα σύννεφο;


Tο Μέτρο της Κραυγής μας

Νίκος Φωκάς - Έτσι το είπα



Το φεγγάρι ήταν μέσα στο δειλινό·
Το κοίταζα ακόμα με τις αισθήσεις της μέρας,
Άρχιζα γύρω να νιώθω τους δεσμούς του
(Στο λιθόστρωτο, στις σκάλες, στα κατώφλια).
Από την πόρτα μού μύρισε βασιλικός.
—Αχ φτάνει αυτό για μια ζωή! (έτσι το σκέφτηκα)
Κι έληξε η άρνηση, ο ιδρώτας δρόσισε
Τόσο εύκολα, καθώς θυμήθηκα ποιος είμαι.
—Πηγαίνετε! Ας μείνει μόνο αυτό τ’ αηδόνι,
Και οι άλλες καθαρές φωνές (έτσι το είπα)
Κι ό,τι στον κόσμο ξέρει τι είναι: το φεγγάρι,
Το κυπαρίσσι, ο άνεμος, ο ποιητής.

Μάρτυρας Μοναδικός, 1961. 

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση: Ποιητικές Συλλογές (1954-2000), Επιμέλεια: Άρης Μπερλής, Αθήνα: Ύψιλον 2002.

Νίκος Φωκάς - Ο Υμηττός (β’)



Ανάμεσα από πολυκατοικίες ξενοδοχεία
Που μάχεσαι σαν εφιάλτη σου
Σαν μέσα από πόρτες μισάνοιχτες
Όπου σταθείς βλέπεις τον Υμηττό τόσο κοντά
Αισθάνεσαι τόσο κοντά το ζωντανό παλμό του.

Είναι άραγες αυτός ο λόγος που
Όταν τον κοιτάς ας πούμε από το Φάληρο
Είναι όμοια σα να βρίσκεσαι στο Κεφαλάρι;
Ή μήπως επειδή δεν έχει καμιά σημασία η γωνία
Απ’ την οποία βλέπουμε την ομορφιά;

1984

Προβολές στα μάτια

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Νίκος Φωκάς -Το ιστορικό της πείνας

 Μια νέα καταβροχθιστική γενιά
Καταφατική σε κάθε γεύση κι έδεσμα
Ήρθε ν' αναστατώσει ώς κι εδώ μέσα στη δική μας.
 να συνταράξει με την αδηφαγία της και
 τη βουλιμία της τη δική μας
Καθώς μ' ευγενικές αρνητικές χειρονομίες αυτή
 Αποποιείται το'να πιάτο μετά τ' άλλο.
 Μέσα στην ιδιωτική και κατάλευκη
του καθένα μας έρημο
Ήρθε να προβληθεί σα σε μια οθόνη.
Παντού η παραβίαση κάποιων ορίων
Κάποιων τρόπων καλής ανατροφής
Σα μια διάρρηξη σαθρών αρχαίων τοιχωμάτων
 Παντού η εκρηκτικότητα της όρεξης:
Αναγνωρίζεις σε μεγέθυνση τις περιγραφικές
κινήσεις δύο χεριών που παραγγέλνουν μερίδες;
Προσέχεις τη νεκρή
φύση από φλούδες αποφάγια αποπίματα
 μετά την αναχώρηση της παρέας;-
 Της παρέας μας θα' λεγες.
 Είναι ευτυχώς μια προβολή, κινηματογράφος απ' έξω
Απάνω σ' άσπρους τοίχους και κλινοσκεπάσματα
δικά σου ή δικά μου
Μέσα στην κλινική του καθένα μας έρημο
Με τους ανούσιους μικροσκοπικούς σαν όστια
καρπούς που δε σε χορταίνουν.
Κι ωστόσο φίλοι, αν έχω επιθυμία για κάποιο
φαγώσιμο κι ορεκτικό της γης
Είναι αποκλειστικά γ' αυτούς τους άνοστους καρπούς
Γεύση καθαρτική από λίπη και έλαια.

Ενα σημείο προσήλωσης, 1993

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Φωκάς - Προάνοιξη με χαρτατετούς και ποιητή



Βιολί, κλαρίνο, νταούλι και φωνή
Δημιουργούν στο τυχαίο πλήθος μια ταλάντευση
Όπως όταν ραγίζει παγετώνας· 
Ίσως ένα αίσθημα κοινότητας και σκοπού,
Κάτι που ενδυναμώνεται κι απ' την εποχιακή
Άνοδο της θερμοκρασίας.
Μοιάζει με παρόρμηση σε χορό
Σε πόδια ανήμπορα να βγουν από την ακαμψία.
Έτσι λοιπόν χορός δεν στήνεται· 
Ιδίως που τέτοια αισθήματα κοινότητας και σκοπού
Θυμίζουν Επανάσταση και τύπους
Όπως ο Διάκος κι ο Μπότσαρης.
Σ' εκείνους τα όργανα μάς παραπέμπουν τώρα:
Βιολί, κλαρίνο, νταούλι και φωνή
Μιλούν γι' αλλοτινούς ηρωισμούς κι αγώνες
Ανίκανους να σπάσουν τις μοντέρνες αντιστάσεις μας.
Μένουν οι χαρταετοί, σαν γεννημένοι από το τίποτα
Παρόμοια με τους πρώιμους κρόκους,
Καθώς ζυγιάζονται ψηλά· 
Και να, ονειρεύομαι πως άφησα κι εγώ
Τα βάρη μου κι υψώνομαι ικανοποιώντας
Το μόνιμο άγριο πάθος του ποιητή
Για μιαν αέναη στον αιθέρα περιπλάνηση,
Αγνοώντας τις εφήμερες της γης επαναστάσεις.


Ένα σημείο προσήλωσης, Ύψιλον/βιβλία 1993

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Νίκος Φωκάς, Υδρότοπος

Kανοντας για περίπατο την ίδια πάντα διαδρομή κάθε μέρα,
βλέπω σ’ένα σημείο πάνω στ’οδόστρωμα βραδυκίνητα ανεξήγητα νερά
ρείθρα που ποτέ δε στεγνώνουν κι όπως τα δάκρυα ή ο ιδρώτας
που σφουγγίζουμε συνέχεια απο το πρόσωπό μας κι όλο ξανάρχονται
αέναα μοιάζει να αναβλύζουν και αυτά σαν απο κάποιο βάθος,
κάποιον υδρότοπο
κι όπως όταν σπάζει ενας υδραυλικός σωλήνας η μπάζει η στέγη μας βροχή
αργά η γρήγορα εμφανίζονται στους τοίχους ή το ταβάνι μας μεγαλόσχημες κηλίδες να μας χαλούν την ησυχία
έτσι και τα νερά που ακούτε κινούν τη δυσφορία των πεζών
στο μέρος αυτό
καθώς πηγαίνουν στις δουλειές τους και τις έγνοιες τους με τον νου τους να πλανιέται αλλού,

λέτε να ναι καμιά επιβίωση ποιός ξέρει τίνος παμπάλαιου ποταμού
που λατρευόταν ήδη απο την προιστορία εδώ, κάποιας γνωστής θεότητας
που υπόγεια τώρα διαπερνά την άσφαλτο σαν υγρασία
αδυνατώντας αλοίμονο να δημιουργήσει όπως παλιά χλωρασιά κι ειδύλλια
να εμπνεύεσει στις όχθες της έρωτες που να γίνουν στη συνέχεια μύθοι;
τί να σου πει μια αφύσικη ξενόφερτη πόλη κουβαλημένη ολόκληρη απ’αλλού
μ’ένα φως που θα ταν ωραίο χωρίς αυτά που πρέπει να φωτίζει
τί να σου μαρτυρήσουν τα τροχοφόρα που στο σημείο εκείνο
μας πιτσιλάνε με λασπουριά, μα κι οι πεζοί που διασχίζουν

ακροπατώντας την υγρή περιοχή με τον νού τους τώρα στα μπατζάκια τους!
Όσοι όμως έχουν ακόμη μαντική ψυχή μπορεί να ιδεαστούν
πως τούτη η λασπουριά δεν είναι παρα ο Ηριδανός μας, και στο δράμα του
να δούνε το δικό μας δράμα, στον ξεπεσμό του τον δικό μας ξεπεσμό.
κι ίσως θελήσουν να του δώσουν ένα σημάδι αναγνώρισης
που τόσο θα έχει ανάγκη,
σημάδι για το οποίο δεν αποκλείεται να εκπέμπει μαγικές φωνές.

Οσο για μένα, μ’αρέσει να χαιρετώ τα βρωμόνερα αυτού του δρόμου
η αν τύχει πάλι κι είναι Ιούλιος μήνας ως και τα χνάρια ακόμα κάποιας ικμάδας στην άσφαλτο,
τόσο ιερά σ’ό,τι μ’αγγίζει, ωστε να γονατίζω-δημόσιος πια περίγελως εγώ-
και ν’ακουμπώ το μέτωπό μου απάνω τους σε μια βαθιά
κάμψη ευλάβειας του σώματός μου,σάμπως σε προσευχή.

Σαν βόσκημα που οσφραίνεται άφθονο νερό και χτυπά με το πόδι τη γη
κι όταν του το στερούν μπορεί να γίνει κι επικίνδυνο
χτυπώ και γω με τη γροθιά τη μισητή μου όσο και στα ζωντόβολα ποσόστωση
λατρεύοντας μέχρι και την ελάχιστη υγρασία που αναδίνει
ένδειξη ίσως κάποιας νερομάνας, κάποιας φλέβας, κάποιου θαμμένου νάματος.

Πηγή: https://milwntasgiatoxioni.wordpress.com/2009/02/10/

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Νίκος Φωκάς-Ομορφιά από την Αιόλου


Είπες: Για κοίτα τι ομορφιά, για κοίτα,

Υψώνοντας τα μάτια στην Ακρόπολη.

Κι εγώ νομίζοντας πως εννοούσες τα μαβιά

Σύννεφα πάνω από το Ερέχθειο

Συμφώνησα με βλέμμα υγρό.

Και μόνο δέκα χρόνια αργότερα

Κατάλαβα την παρεξήγηση, που αντανακλούσε

Δύο αντίθετα βιώματα του ωραίου.

Κι όμως χάρη σ' αυτήν αγαπηθήκαμε

Με τις γνωστές συνέπειες.


Από τη συλλογή «Το μέτρο της κραυγής μας» (2000). Πηγή: «Νίκος Φωκάς, Ποιητικές συλλογές [1954-2000]», εκδ. Ύψιλον, 2002.

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Νίκος Φωκάς-Καθολική καύση

Στιγμές η καταχνιά παίρνει αποχρώσεις μεταλλικές
Σαν να καταργήθηκε η ατμόσφαιρα
Και σαν να καταργήθηκε η αναπνοή απ' την άψα
Ή από την αποφορά της ύλης που καίγεται
Μπορεί κι από την ίδια μας τη δυσοσμία
Έτσι που κουφοκαίμε κι εμείς
Σαν άρρωστοι ,χωρίς καπνό-
Θύματα συμπτωματικά μιας γενικότερης καύσης.
Κάποτε τα χαράματα ή το σούρουπο
Μα κι οποιαδήποτε στιγμή της μέρας ή της νύχτας
Ακούγονται σαν μέσα σε παραίσθηση
Σάλπιγγες κοντινού στρατοπέδου
Τα εναρκτήρια μέτρα ηρωικών εμβατηρίων,
Μέτρα δυνατά που συνεχίζονται
Σαν νοσταλγικοί αυτοσχεδιασμοί
Που καταλήγουν σε σαλπιγκτικές ανοησίες.
Κάποτε πάλι από την άλλη κατεύθυνση
Όπως όταν γυρίζει ο αέρας
Έρχεται ως τ' αυτιά μας ανθρώπινος αχός
Σάλος από πυκνό συλλαλητήριο
Χλαλοή που κατακάθεται και πάλι ανεβαίνει
Όμως δεν φτάνουν ως εδώ τα λόγια καθαρά
Και μόνο η μουσική των συνθημάτων
Φέρνει ως τ' αυτιά μας μια μακρινή αγωνιστικότητα.
Ώσπου κάθε περιττός περισπασμός σβήνει στο τέλος
Πάνω στον ζωηρότερο εφιάλτη έναν εφιάλτη
Με λάμψεις υπογάλαζες της φωτιάς
Καθώς εξαερώνονται τα μέταλλα
Δημιουργώντας μια καταχνιά
Απ' ό,τι ήτανε στέρεο κι εγγυημένο-
Καθολική καύση που μέσα της εδώ κι εκεί
Διακρίνονται γραφές,αγάλματα σημαίες.
1980

Νίκος Φωκάς (9/6/1927-24/7/2021), Προβολέας στα μάτια 1985.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Νίκος Φωκάς-Εραστές


Ω εσείς φτωχοί θαμώνες αιθουσών κονσέρτων, σας παρατηρώ
Την ώρα που αφουγκράζεστε μια σύνθεση στο πιάνο
Απάνω στους βραχίονες του καθίσματος να ψευτοπαίζετε
Με πονεμένα δάχτυλα σκεβρά κι αρθριτικά
Μιμούμενοι, ω δυστυχισμένοι, τον σπουδαίο σολίστα στη σκηνή
‘Η πίσω απ’ τον σολίστα τον διάσημο συνθέτη
Να ψευτοπαίζετε τη μελωδία ή να κρατάτε τον ρυθμό
Με το κεφάλι ή με το πόδι, σάμπως να διευθύνετε.
Τι ματαιωμένοι αλήθεια σολίστες ή συνθέτες είμαστε όλοι μας˙
Τι ματαιωμένοι στην πραγματικότητα εραστές
– Παρά τους τόσους έρωτες που πιθανό να ‘χουμε ζήσει-
Ματαιωμένοι, αλλ’ όχι και παραιτημένοι, παίζοντας
Ως τα βαθιά μας γηρατειά στα μπράτσα του καθίσματος
‘Η και το ξύλο ακόμα του τελευταίου μας κρεβατιού την ίδια μελωδία
Σαν ανταπόκριση σ’ ένα ανεκπλήρωτο όνειρο
Απάνω σε μιαν ύλη που δεν απαντάει στα δάχτυλά μας
1997
Συλλογή:Το μέτρο της Κραυγής μας, Εκδόσεις , ύψιλον /βιβλία, σ. 21.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Νίκος Φωκάς-Βιογραφικά ενός φίλου

 Μνήμη Στέφανου Κουμανούδη


Ζούσε τότε τη δωδεκακισχιλιοστή

Οκτακοσιοστή πεντηκοστή τετάρτη

Μέρα πριν απ’ τον θάνατό του·

Εγώ δεν ξέρω ποια.

Μου διάβαζε μια επιγραφή στον χώρο του Κεραμεικού.

Παρατηρούσα γύρω τα επιτύμβια· αναρωτιόμουν

Ποια μέρα πριν από τον θάνατό μας ζούμε;


Συναντηθήκαμε ένα βράδυ πάλι.

Με σύστησε στη δεύτερη γυναίκα του.

Βρισκόταν τώρα στην τετρακισχιλιοστή

Εννιακοσιοστή δέκατη τρίτη μέρα πριν

Από τον θάνατό του· ο χώρος

Ένα κοινό καθιστικό σπιτιού.

Σκεπτόμουν: δεν έχουμε άλλο χώρο από τον χρόνο.


Συμφοιτητής και φίλος μου ασφαλώς·

Μα στην ουσία σάτυρος

Με κάτι το απλησίαστο των σατύρων!

Τον είδα τις προάλλες στον δρόμο, δεν με είδε.

Τραβούσε κατά την Ομόνοια, την αγάπη μας,

Ή μήπως πάλι κατά τον Κεραμεικό;

Βρισκόταν στην προτελευταία μέρα της ζωής του.


Ποιητικές συλλογές, σ. 278

Edouard Vuillard - Τhe Window