Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Dostoevsky Fyodor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Dostoevsky Fyodor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι - Το όνειρο ενός γελοίου [V]

 

Μάλιστα, μάλιστα, τα κατάφερα να τους διαφθείρω όλους! Πώς έγινε, δεν ξέρω, αλλά διατηρώ πολύ καθαρή τη θύμησή του. Το όνειρό μου, που διέσχισε χιλιάδες χρόνια, μου αφήνει μια αίσθηση συνέχειας· ξέρω μονάχα ότι εγώ υπήρξα η αιτία για το πρώτο αμάρτημα, όπως μια αρρώστια μεταδοτική, ένα μικρόβιο ικανό να μολύνει μια ολόκληρη αυτοκρατορία, έτσι μόλυνα με την παρουσία μου έναν τόπο τρυφής ως τότε αθώο. Έμαθαν να ψεύδονται και αρέσκονταν στο ψέμα κι έμαθαν την ομορφιά του ψέματος. Ίσως όλα αυτά να άρχισαν πολύ αθώα, σαν απλά παιχνίδια, από φιλαρέσκεια, κάτι σαν ευχάριστο παιχνίδι, και ίσως στην πραγματικότητα από κάποιο σπέρμα, αλλά το σπέρμα αυτό του ψέματος τρύπωσε μέσα στην καρδιά τους και τους φάνηκε αρεστό.


Λίγο αργότερα γεννήθηκε η ηδονή· η ηδονή γέννησε τη ζήλια, η ζήλια τη σκληρότητα…. Αχ! δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πια, αλλά σύντομα, πολύ γρήγορα, τινάχτηκαν οι πρώτες σταγόνες αίμα: ξαφνιάστηκαν, τρόμαξαν, άρχισαν να φεύγουν μακρυά ο ένας από τον άλλο, να χωρίζονται. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, αλλά αυτές τώρα στρέφονταν η μια κατά της άλλης. Ακούστηκαν ονειδισμοί και επικρίσεις. Έμαθαν να ντρέπονται και την ντροπή την έκαναν αρετή. Το αίσθημα της τιμής γεννήθηκε και κάθε συμμαχία ύψωσε το φλάμπουρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα και τα ζώα φεύγοντας κρύφτηκαν στα δάση και έγιναν επιθετικά. Μια εποχή αγώνων άρχισε υπέρ του τοπικισμού, του ατομικισμού, της προσωπικότητας, της διάκρισης μεταξύ δικού μου και δικού σου. Δημιουργήθηκε ποικιλία γλωσσών. Έμαθαν τη θλίψη και αγάπησαν τη θλίψη· αναζήτησαν τον πόνο και είπαν ότι η αλήθεια δεν κατακτάται παρά μέσα από τον πόνο. Και η επιστήμη έκανε κι αυτή την εμφάνισή της. Αφού έγιναν κακοί βάλθηκαν να μιλούν τότε για αδελφότητα και ανθρωπισμό και τότε άρχισαν να καταλαβαίνουν αυτές τις ιδέες. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και συνέταξαν πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν· ύστερα, για να εξασφαλίσουν την τήρησή τους, θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά ένα αόριστο συναίσθημα γι’ αυτό που έχασαν και μάλιστα δεν ήθελαν να το πιστέψουν, πως κάποτε ήταν αθώοι και ευτυχισμένοι. Δεν έπαυαν να χλευάζουν τη δυνατότητα της παλιάς ευτυχίας, που την ονόμαζαν όνειρο. Δεν μπορούσαν ούτε καν να την αναπαραστήσουν με τρόπο αισθητό ή με εικόνες, κι ωστόσο, πράγμα παράδοξο και θαυμαστό, ενώ είχαν χάσει την πίστη τους στην παλιά ευτυχία, ενώ την ονόμαζαν παραμύθι για παιδιά, τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι και ευτυχισμένοι που προσκύνησαν τους πόθους της καρδιάς τους, έχτισαν ναούς και απηύθυναν προσευχές στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, ξέροντας ότι είναι για πάντα απραγματοποίητη, αλλά χωρίς να πάψουν να τη λατρεύουν με προσευχές και με δάκρυα. Παρ’ όλα αυτά, αν τους ήταν δυνατό να ξαναγυρίσουν σ’αυτήν την κατάσταση της αθωότητας και της χαμένης ευτυχίας και ξαφνικά τους το έκαναν αυτό αισθητό ρωτώντας τους αν αληθινά ήθελαν να ξαναγυρίσουν εκεί, – αναμφίβολα θα αρνιόντουσαν. Σ’αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι, έστω, το ξέρουμε κλαίμε, υποφέρουμε γι αυτό και αυτοτιμωριόμαστε με βασανιστήρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως κι από αυτές του φιλεύσπλαχνου Κριτή που θα μας κρίνει και του οποίου δεν ξέρουμε ούτε το όνομα. Έχουμε όμως την επιστήμη και χάρη σ’αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, που αυτή τη φορά θα την αποδεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη από το συναίσθημα, η συνείδηση της ζωής ανώτερη από από τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι ανώτερη από την ευτυχία». Να τι έλεγαν κι αφού τα έλεγαν αυτά καθένας ξανάρχιζε να αγαπά τον εαυτό του με ακόμη περισσότερο εγωισμό, γιατί τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά. Ο καθένας έτσι κατάντησε να προσκολληθεί στον εαυτό του τόσο ζηλότυπα που πάσχισε να ταπεινώσει και να μειώσει με κάθε μέσο τους άλλους· είχε γίνει γι αυτόν ζήτημα ζωής. Η δουλεία έκανε την εμφάνισή της, γεννήθηκε μάλιστα και η εκούσια δουλεία. Οι αδύνατοι υποτάχτηκαν με τη θέλησή τους στους πιο δυνατούς, υπό τον όρο αυτοί να τους βοηθούν να συντρίψουν τους ακόμα πιο αδύνατους. Δίκαιοι έκαναν την εμφάνισή τους, που μίλησαν κλαίγοντας στους ανθρώπους για την αλαζονεία τους και τους κατηγόρησαν ότι έχουν χάσει το μέτρο και την αρμονία, έχουν χάσει την ντροπή. Τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν. Το αίμα των αγίων έβαψε τα προθυρα των ναών. Από την άλλη μεριά, εμφανίστηκαν άνθρωποι που ορματαίζονταν να επαναφέρουν την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων, έτσι που ο καθένας, χωρίς να πάψει να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από το πλησίον του, να μη γίνεται εμπόδιο η ενόχληση΄, ώστε όλοι μαζί να σχηματίσουν ένα είδος κοινωνίας όπου όλος ο κόσμος να ζει αρμονικά. Ξέσπασαν μακροχρόνιοι πόλεμοι για να κατορθώσουν να επιβάλουν αυτές τις αρχές. Οι αντίπαλοι δεν πίστευαν σε αυτό λιγότερο σταθερά από όσο στο ότι η επιστήμη, η σοφία και το αίσθημα της προσωπικής ασφάλειας θα ανάγκαζαν επιτέλους τους ανθρώπους να συμφωνήσουν πάνω στις βάσεις μιας ορθολογικά οργανωμένης κοινωνίας και γι αυτό, ως τότε, και για να επισπεύσουν τα πράγματα οι «καθαροί» βάλθηκαν να απαλλαγούν από όλους αυτούς που δεν ήταν καθόλου καθαροί και δεν καταλάβαιναν καθόλου την ιδέα τους, ώστε να μην αποτελούν πια αυτοί εμπόδιο στο θρίαμβό τους. Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντήρησης αδυνάτισε γρήγορα, ήρθε η εποχή των επηρμένων και των ηδονιστών που απαιτούσαν ωμά, όλα ή τίποτε. Για να τα αποκτήσουν όλα, έπρεπε να καταφύγουν στην αγριότητα και αν δεν πετύχαιναν, στην αυτοκτονία. Γεννήθηκαν θρησκείες για τη λατρεία της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής στο όνομα της αιώνιας ανάπαυσης στην καρδιά του μηδενός. Στο τέλος οι άνθρωποι αυτοί εξαντλούνταν από τον αδιάκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους έφερναν τα στίγματα του πόνου, και διακήρυτταν, οι άνθρωποι αυτοί, ότι ο πόνος είναι ομορφιά, αφού η σκέψη δεν υπάρχει παρά χάρη στον πόνο. Βάλθηκαν να υμνούν τον πόνο στα τραγούδια τους. Πήγαιναν ανάμεσά τους χειρονομώντας και κλαίγοντας γι αυτούς, αλλά τους αγαπούσα ίσως περισσότερο από πριν, τότε που τα πρόσωπά τους δεν γνώριζαν τον πόνο, τότε που ήταν αθώοι και τόσο ωραίοι. Ξανάρχισα να αγαπώ τη γη τους που την είχαν μαγαρίσει, ακόμη περισσότερο απ’ όσο τον καιρό που ήταν παράδεισος, μόνο και μόνο γιατί ο πόνος είχε εμφανιστεί. Αλίμονο, πάντα αγαπούσα τη δυστυχία και τη θλίψη αλλά για μένα, αποκλειστικά για μένα, και έκλαιγα γι’ αυτούς γιατί τους λυπόμουνα. Τους άπλωνα τα χέρια, κατηγορώντας μέσα στην απελπισία μου, τον εαυτό μου, καταριόμουν τον εαυτό μου και τον περιφρονούσα. Τους είπα πως εγώ έφταιγα για όλα, εγώ μόνο, πως εγώ τους είχα φέρει το μόλεμα, την πανούκλα και το ψέμα! Τους ικέτευα να με σταυρώσουν, τους δίδασκα πώς γίνεται ένας σταυρός. Δεν μπορούσα, δεν είχα τη δύναμη να σκοτωθώ αλλά ήθελα να πάρω πάνω μου όλη τη δυστυχία, επιζητούσα να χύσω γι’ αυτή τη δυστυχία και την τελευταία ρανίδα από το αίμα μου. Εκείνοι όμως αρκούνταν να χλευάζουν και στο τέλος με έπαιρναν για ένα μυστικοπαθή τρελό. Έτσι λοιπόν ήταν αυτοί που με δικαιολούσαν λέγοντας ότι δεν είχαν λάβει παρά αυτό που γύρευαν και πως ό,τι υπήρχε τώρα δεν μπορούσε να μην υπάρχει. Στο τέλος, μου αναγγείλανε ότι άρχισα να τους φαίνομαι επικίνδυνος, και ότι θα μ’ έκλειναν σε ένα άσυλο ψυχοπαθών αν δεν έπαυα. Μια θλίψη πλημμύρισε τότε την ψυχή μου τόσο έντονη που η καρδιά μου σφίχτηκε, ένιωσα να πεθαίνω και εκείνη την ώρα…. εκείνη την ώρα ξύπνησα.


Το όνειρο ενός γελοίου

Μετάφραση & επίμετρο Σωτήρη Γουνελά

Εκδόσεις Αρμός

Σελ. 49-56

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Ντοστογιέφσκι-Δαιμονισμένοι (απόσπασμα)


Ο Σάτοβ έσκυψε και πάλι στην καρέκλα του και-για λίγο-σήκωσε το δάκτυλό του.

Κανένας λαός-άρχισε σα να διάβαζε κάποιο βιβλίο κι εξακολουθώντας ταυτόχρονα να κοιτάει απειλητικά τον Σταυρόγκιν-κανένας λαός δεν οργανώθηκε ακόμα πάνω στη βάση της επιστήμης και της λογικής. Δεν υπήρξε ούτε ένα τέτοιο παράδειγμα, εκτός από ορισμένες συντομότατες περιόδους, και στην περίπτωση αυτή, μονάχα από βλακεία. Η ουσία του σοσιαλισμού δεν μπορεί παρά να είναι ο αθεϊσμός, διότι διεκήρυξε από μιας αρχής πως είναι θεωρία αθεϊστική, κι έχει σκοπό να οργανωθεί αποκλειστικά πάνω στις αρχές της επιστήμης και της λογικής.

Η λογική και η επιστήμη εκτελούσαν πάντα στη ζωή των λαών, τώρα κι απ’ αρχής των αιώνων, μια δευτερεύουσα μοναχά και βοηθητική υπηρεσία. Το ίδιο θα εκτελούν ως τη συντέλεια των αιώνων.

Οι λαοί διαμορφώνονται και κινούνται από μιαν άλλη δύναμη, προστακτική και κυρίαρχη, που η προέλευσή της είναι άγνωστη κι ανεξήγητη. Αυτή η δύναμη είναι η δύναμη της άσβεστης λαχτάρας να φτάσει κανείς ως το τέλος, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αυτή δύναμη αρνιέται κάθε τέλος. Είναι η δύναμη της ακατάπαυστης κι ακούραστης επιβεβαίωσης της ύπαρξης κι η άρνηση του θανάτου.

Το ζωοποιών πνεύμα, όπως λέει η Γραφή, οι «ποταμοί ζώντος ύδατος», που η Αποκάλυψη μας απειλεί πως θα στερέψουν. Αρχή αισθητική όπως λένε οι φιλόσοφοι, αρχή ηθική, όπως το λέω εγώ πιο απλά.

Ο σκοπός κάθε λαϊκής πορείας, για τον κάθε λαό, και σε κάθε περίοδο της ύπαρξής του, δεν είναι άλλος απ’ την αναζήτηση του Θεού, του δικού του Θεού, του Θεού που πρέπει το δίχως άλλο να είναι απόλυτα δικός του, και είναι ακόμα-ο σκοπός-να πιστέψει σ’ αυτόν το Θεό σαν τον μόνο αληθινό. Ο Θεός είναι η συνθετική προσωπικότητα όλου του λαού-απ’ την αρχή ως το τέλος της ιστορίας του. Ποτέ ως τα τώρα δε συνέβη όλοι, ή πολλοί λαοί μαζί, να έχουν έναν κοινό Θεό. Πάντοτε ο κάθε λαός είχε τον ιδιαίτερο Θεό του.

Όταν οι Θεοί αρχίζουν να γίνονται κοινοί, έχουμε κιόλας το πρώτο σημάδι της καταστροφής των λαών. Όταν οι Θεοί γίνονται κοινοί, πεθαίνουν και οι Θεοί και η πίστη των λαών σ’ αυτούς, μαζί με τους ίδιους τους λαούς. Όσο πιο δυνατός ο λαός, τόσο ο Θεός του είναι πιο ιδιαίτερος. Ποτέ ως τα τώρα δεν υπήρξε λαός χωρίς θρησκεία, που να μην έχει δική του αντίληψη για το καλό και το κακό. Κάθε λαός έχει το δικό του καλό και το δικό του κακό.

Όταν αρχίζουν πολλοί λαοί ν’ αποκτούν κοινές αντιλήψεις για το καλό και για το κακό, τότε πεθαίνουν οι λαοί, και τότε ακόμα η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό αρχίζει να σβήνει και να εξαφανίζεται. Ποτέ δεν τα κατάφερε η λογική να καθορίσει το καλό και το κακό ή τουλάχιστο να χωρίσει το κακό απ’ το καλό, έστω και κατά προσέγγιση. Απεναντίας πάντα τα μπέρδευε επονείδιστα κι αξιολύπητα, όσο για την επιστήμη, έδινε λύσεις χονδροειδέστατες.

Ιδιαίτερα διέπρεψε σ’ αυτό η ημιμάθεια, η τρομερότερη μάστιγα της ανθρωπότητας, χειρότερη απ’ το λοιμό, τον λιμό και τον πόλεμο. Η ημιμάθεια εμφανίστηκε μόλις τώρα στον αιώνα μας. Η ημιμάθεια είναι ένας τύραννος πρωτοφανής στα χρονικά. Ένας τύραννος που έχει τους ιερείς και τους σκλάβους του, ένας τύραννος που τον προσκύνησαν όλοι μ’ αγάπη και τυφλή πίστη-αγάπη και πίστη που ήταν αδύνατο να τη φανταστούμε ως τα τώρα-ένας τύραννος που τρέμει μπροστά του κι η ίδια η επιστήμη και συμβιβάζεται επονείδιστα μαζί του. Όλα αυτά είναι δικά σας λόγια, Σταυρόγκιν, εκτός απ’ όσα είπα για την ημιμάθεια. Αυτά είναι δικά μου, γιατί και εγώ ο ίδιος δεν είμαι παρά ημιμαθής και για αυτό τη μισώ ιδιαίτερα…

    Φ. Ντοστογιέφσκι «Δαιμονισμένοι». Μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου. Εκδόσεις Γκοβόστης

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, «Ο παίκτης» (απόσπασμα)


Νά κιόλας ένας χρόνος κι’ οχτώ μήνες που έχω να κυττάξω αυτά μου τα σημειώματα, και μόνο τώρα, που έχω πλήξη και λύπη, συλλογίστηκα να διασκεδάσω λιγάκι και τα ξαναδιάβασα στην τύχη. Λοιπόν έμεινα τότε σ’ αυτή την απόφαση να πάω στο Άμπουργκ. Θε μου! με τί αλαφριά καρδιά έγραψα τότε αυτές τις τελευταίες γραμμές! Δηλαδή όχι μ’ αλαφριά καρδιά — αλλά με τί αυτοπεποίθηση, με τί ακλόνητες ελπίδες! Τάχα είχα καμμιά αμφιβολία για τον εαυτό μου; Και νά, πέρασε παραπάνω από ενάμισης χρόνος κι’ εγώ θαρρώ πως είμαι χειρότερος κι’ από ζητιάνο! Να τηνε βράσω τη ζητιανιά! Εγώ κατάστρεψα ο ίδιος τον εαυτό μου! Άλλως τε δεν έχω να συγκριθώ με κανένα, κ’ είναι δα περιττό να ηθικολογώ! Δεν υπάρχει πιο κουτό πράμα από τις ηθικολογίες σε τέτοιες στιγμές. Ω, αυτάρεσκοι άνθρωποι: με τί περήφανη κομπορρημοσύνη είναι έτοιμοι αυτοί οι φαφλατάδες ν’ απαγγέλουνε τ’ αποφθέγματά τους! Αν ξέρανε μονάχα σε ποιο βαθμό νιώθω ο ίδιος όλη τη συχαμερή τωρινή μου κατάσταση, τότε βέβαια δε θα τολμούσε η γλώσσα τους να με διδάξει. Μα τί τάχα καινούργιο μπορούνε να μου πούνε, που να μην το ξέρω; Και μήπως τώρα πρόκειται γι’ αυτό; Τώρα ο λόγος είναι πως ένα γύρισμα της ρόδας κι’ όλα αλλάζουνε, κι’ αυτοί οι ίδιοι οι ηθικολόγοι πρώτοι (είμαι βέβαιος) θαρθούνε με φιλικά αστεία να με συγχαρούν. Και κανένας δε θα μου γυρίζει τις πλάτες όπως τώρα. Καλέ να τους βράσω όλους. Τί είμαι εγώ τώρα; Zéro. Τί μπορώ να γίνω αύριο; Αύριο μπορώ ν’ αναστηθώ εκ νεκρών και να ξαναρχίσω να ζω! Μπορώ πάλι να ξαναύρω μέσα μου τον άνθρωπο, ενόσω αυτός δε χάθηκε ακόμα.

Πραγματικά πήγα τότε στο Άμπουργκ ωστόσο… ξαναπήγα έπειτα και στο Ρουλέτεμπουργκ. Ήμουνα και στο Σπα, ήμουνα μάλιστα και στο Μπάντεν, όπου πήγα ως θαλαμηπόλος του αυλικού συμβούλου Γίντσε, ενός αχρείου που ήτανε άλλοτε εδώ. Ναι, ήμουνα λακές, σωστούς πέντε μήνες! Αυτό έγινε αμέσως μετά τη φυλακή. (Γιατί έκανα και φυλακή στο Ρουλέτεμπουργκ για ένα μου χρέος εδώ πέρα. Κάποιος άγνωστος μ’ έβγαλε — ποιος ήταν αυτός; Ο μίστερ Άστλεϋ; Η Πολίνα; Δεν ξέρω. Ωστόσο το χρέος πλερώθηκε διακόσα τάλληρα το όλο, κι’ εγώ ήμουνα ελεύθερος). Πού να πήγαινα; Τί νάκανα; Μπήκα λοιπόν στην υπηρεσία αυτού του Γίντσε. Ήτανε νέος κι’ αλαφρόμυαλος, αγαπούσε το ραχάτι, κι’ εγώ ήξερα να μιλώ και να γράφω τρεις γλώσσες. Στην αρχή, με πήρε τάχα για γραμματικό του για τριάντα φλωρίνια το μήνα· μα στο τέλος έγινα σωστός λακές του, γιατί δεν ήτανε σε θέση να κρατάει γραμματέα και μου λιγόστεψε το μιστό. Δεν είχα πού να πήγαινα κι’ έμεινα — μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν έγινα μόνος μου ένας λακές. Δε χόρτασα μήτε φαΐ μήτε πιοτό στην υπηρεσία του, όμως γι’ αυτό κατάφερα και μάζεψα σε πέντε μήνες εβδομήντα φλωρίνια. Ένα βράδυ στο Μπάντεν του δήλωσα πως θέλω να τον αφήσω, και το ίδιο βράδυ πήγα στη ρουλέττα. Ω, πώς χτυπούσε η καρδιά μου! Όχι, δεν ήταν το χρήμα που ποθούσα! Τότε ήθελα μονάχα όλοι τούτοι οι Γίντσε, όλες τούτες οι μεγαλόπρεπες κυράδες του Μπάντεν, όλοι τούτοι οι μαιτρ-ντ’-οτέλ να μιλάνε την άλλη μέρα για μένα, να διηγούνται την ιστορία μου, να με θαυμάζουνε, να μ’ επαινούνε και να σκύβουνε μπροστά στο καινούργιο κέρδος μου. Όλα τούτα ήτανε παιδιάστικα όνειρα κι’ έγνοιες, όμως… ποιος ξέρει πάλι, μπορεί και να συναντιόμουνα με την Πολίνα, θα της άνοιγα την καρδιά μου κι’ αυτή θα καταλάβαινε πως είμαι ανώτερος απ’ όλα αυτά τα τυφλά χτυπήματα της μοίρας… Ω, δεν αγαπούσα τα χρήματα μονάχα! Είμαι βέβαιος πως θα τα σκορπούσα πάλι σε καμμιά Blanche, και πάλι θα πήγαινα στο Παρίσι και θα κρατούσα για τρεις βδομάδες δικά μου άλογα που θα στοιχίζανε έξη χιλιάδες φράγκα. Ξέρω καλά πως δεν είμαι τσιγκούνης και μάλιστα θαρρώ πως είμαι σπάταλος, κι’ όμως με τί τρεμούλα, με τί κέρωμα στην καρδιά, ακούω τη φωνή του κρουπιέρη: trente et un, rouge, impair et passe, ή: quatre, noir, pair et manque. Με τί απελπισία παρατηρώ το τραπέζι του παιχνιδιού, όπου είναι σκορπισμένα τα φλουριά, τα λουδοβίκια και τα τάλληρα, τις πυραμίδες του χρυσαφιού όταν απ’ το φτυάρι του κρουπιέρη πέφτει σε φλόγινους σωρούς ή τις μακρυές σαν πήχες στήλες τ’ ασημιού που βρίσκονται τριγύρω απ’ τον τροχό. Πριν πλησιάσω ακόμα την αίθουσα του παιχνιδιού κι’ ακούσω τον κρότο που κάνουνε τα νομίσματα που σκορπιούνται, με πιάνει σχεδόν σπασμός.

Ω, η βραδυά εκείνη, πούφερα τα εβδομήντα μου φλωρίνια στο τραπέζι του παιχνιδιού ήτανε το ίδιο αξιοσημείωτη. Άρχισα με δέκα φλωρίνια και με το passe. Για το passe έχω καλή προκατάληψη. Έχασα. Μου μείνανε εξήντα φλωρίνια σ’ αργυρά νομίσματα. Συλλογίστηκα λίγο — και προτίμησα το zéro. Άρχισα να βάζω μονομιάς στο zéro από πέντε φλωρίνια· την τρίτη φορά βγήκε ξαφνικά το zéro. Λίγο κόντεψε να πεθάνω απ’ τη χαρά μου, που πήρα εκατόν εβδομήντα πέντε φλωρίνια. Σαν είχα κερδίσει εκατό χιλιάδες φλωρίνια δεν είχα τέτοια χαρά. Αμέσως έβαλα εκατό φλωρίνια στο κόκκινο — πήρα· όλα τα τετρακόσια στο μαύρο — κέρδισα· όλα τα οχτακόσα στο manque — πήρα, μετρώντας και τα προηγούμενα, είχα χίλια εφτακόσα φλωρίνια, κι’ αυτό σε διάστημα λιγώτερο από πέντε λεπτά! Ναι,  σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς κι’ όλες τις προηγούμενες αποτυχίες! Γιατί τα κέρδισα αυτά κινδυνεύοντας πιότερο κι’ απ’ τη ζωή μου, το τόλμησα και κινδύνεψα, και νά με πάλι στη σειρά των ανθρώπων!

Πήρα ένα δωμάτιο, κλειδώθηκα, κι’ ώς τρεις ώρες, καθόμουνα και λογάριαζα τα λεφτά μου. Το πρωί ξύπνησα όχι πια λακές. Αποφάσισα την ίδια μέρα να φύγω για το Άμπουργκ: εκεί δεν έγινα λακές, ούτε κάθησα φυλακή. Μισή ώρα πριν φύγω πήγα κι’ έβαλα δυο μίζες, όχι παραπάνω, κι’ έχασα χίλια πεντακόσα φλωρίνια. Ωστόσο πήγα στο Άμπουργκ, και νά ένας μήνας πια που βρίσκουμαι εδώ…

[πηγή: Φ. Ντοστογιέβσκη, Ο παίκτης. Μυθιστόρημα, μτφ. Αθηνά Σαραντίδη, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ., σ. 170-173]  

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Fyodor Dostoevsky - Το όνειρο ενός γελοίου


“ Είμαι ένας γελοίος άνθρωπος. Τώρα τελευταία με αποκαλούν τρελό. Κι αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κάποιας μορφής αναβάθμιση, αν δεν εξακολουθούσα να είμαι γι’ αυτούς το ίδιο γελοίος όπως και πριν. Όμως, τώρα πια δε θυμώνω, τους αγαπάω όλους ακόμη κι όταν γελάνε με μένα - και μην σου πω ότι τότε τους αγαπώ ακόμη πιο πολύ. Θα γέλαγα κι εγώ μαζί τους - όχι για να κοροϊδέψω τον εαυτό μου - αλλά έτσι, για συμπαράσταση, αν δεν μου ήταν τόσο θλιβερό να τους κοιτάω. Θλίβομαι γιατί αυτοί δεν ξέρουν την Aλήθεια ενώ εγώ την ξέρω!

...Ακούστε:...”

                          (μτφρ.: Γιώργος Κουτλής)


Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Χρίστου Τουμανίδη

Fyodor Dostoevsky - Αποφθέγματα

 1. "Είναι καλύτερο να είσαι δυστυχισμένος και να γνωρίζεις το χειρότερο παρά να είσαι ευτυχισμένος στον παράδεισο των ηλιθίων."

2. "Αν ο άνθρωπος είναι αυτός που επινόησε τον διάβολο, τότε τον φαντάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του."

3. "Πολλές δυστυχίες έχουν έρθει στον κόσμο από παρεξηγήσεις και από πράγματα που δεν ειπώθηκαν."

4. "Ένας άνθρωπος με αυτογνωσία μπορεί να σέβεται, έστω και ελάχιστα, τον εαυτό του;"

5. "Νομίζω πως ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι 

«το αγνώμον δίποδο»."

6. "Καλύτερα να πηγαίνουμε προς τη λάθος κατεύθυνση στο δικό μας δρόμο παρά να πηγαίνουμε προς τη σωστή κατεύθυνση στο δρόμο κάποιου άλλου."


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Χρίστου Τουμανίδη

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Fyodor Dostoevsky - Επιστολή στη Ν. Ντ. Φονβίζινα, 20 Φεβρουαρίου 1854, Ομσκ

Θα σας πω για τον εαυτό μου ότι είμαι παιδί του αιώνα μου, παιδί της απιστίας και της αμφιβολίας,ως αυτή τη στιγμή που σας μιλάω και το (γνωρίζω αυτό) ως τον τάφο. Τι φοβερά βάσανα μου κόστισε και μου κοστίζει ακόμα και τώρα αυτή η επιμονή μου να πιστεύω, που είναι τόσο δυνατή μέσα στη ψυχή μου, όσο περισσότερα είναι εντός μου τα εναντίον της επιχειρήματα. Παρ' όλα αυτά ο Θεός μου στέλνει μερικές φορές κάποιες στιγμές όπου είμαι απολύτως γαλήνιος. Αυτές τις στιγμές αγαπώ και νιώθω ότι αγαπιέμαι από τους άλλους. Σ' αυτές τις στιγμές έστησα μέσα μου ένα σύμβολο πίστης μέσα στο οποίο τα πάντα για μένα είναι τόσο καθαρά και αγαπημένα. Το σύμβολο αυτό είναι πολύ απλό. Ιδού: πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο ελκυστικό, πιο λογικό, πιο ανδρείο, και πιο τέλειο από τον Χριστό, κι όχι μόνον δεν υπάρχει, αλλά και με παθιασμένη αγάπη επαναλαμβάνω ότι δεν μπορεί να υπάρξει. και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά και αν κάποιος καταφέρει να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αποδειχτεί πραγματικά ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, τότε εγώ θα ήθελα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Εγώ ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Εκμυστηρεύσεις και Στοχασμοί, Πάνος Σταθόγιαννης (επιμέλεια και μετάφραση), Printa 2011.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Fyodor Dostoevsky-Οι αδερφοί Καραμάζοφ (αποσπάσματα)

 «Είσαι Εσύ; Εσύ;… Σώπα, μην αποκρίνεσαι. Τι θα μπορούσες, άλλωστε, να πεις; Το τι θα πεις περίφημα το ξέρω. Δε δικαιούσαι όμως να προσθέσεις το παραμικρό στα όσα είπες κάποτε. Γιατί λοιπόν ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας; Γιατί για να χαλάσεις την ησυχία μας ήρθες, και τούτο το γνωρίζεις. Ξέρεις όμως τι έχει να γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε και θέλω να μάθω. Είτε είσαι Εκείνος είτε κάποιος που του μοιάζει απλώς, εγώ αύριο θα σε καταδικάσω και θα σε κάψω στην πυρά ως το δολιότερο των αιρετικών κι ο ίδιος ο λαός που σήμερα σου φιλούσε τα πόδια, αύριο κιόλας, μ’ ένα μου νεύμα, θα τρέχει να ρίξει στην πυρά Σου προσανάμματα, αυτό το ξέρεις;

Ναι, ίσως να το ξέρεις.» «Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις με άδεια χέρια, φέρνοντας μονάχα κάποιαν επαγγελία ελευθερίας που αυτοί, μέσα στην κουταμάρα τους και την έμφυτη ατιμία τους, είναι ανίκανοι ακόμα και να τη σκεφτούν, που τη φοβούνται και τη τρέμουν, γιατί για τον άνθρωπο και την κοινωνία των ανθρώπων ποτέ τίποτα δε στάθηκε πιο αβάσταχτο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως τούτες τις πέτρες μέσα στη γυμνή, φλογισμένη έρημο; Εάν τις μετατρέψεις σε ψωμί, θα τρέξει πίσω σου η ανθρωπότητα ωσάν κοπάδι ευγνώμον και πειθήνιο, το οποίο όμως θα τρέμει αιώνια μην τύχει και τραβήξεις το χέρι σου και του λείψει το ψωμί σου. Εσύ όμως δεν ήθελες να στερήσεις από τον άνθρωπο την ελευθερία του και απέκρουσες την πρόταση, γιατί τι είδους ελευθερία είναι αυτή συλλογίστηκες, αν η υπακοή ξεπληρώνεται με ψωμί;»

 «Καμιά επιστήμη δεν θα τους προσφέρει τον άρτο ενόσω παραμένουν ελεύθεροι, αλλά η κατάληξη θα είναι να φέρουν την ελευθερία τους και να την αποθέσουν στα πόδια μας και να μας πουν: “Κάλλιο να μας σκλαβώσετε, αλλά ταΐστε μας”. Και τελικά θα καταλάβουν και οι ίδιοι πως είναι αδιανόητο να υπάρξει για τον καθένα και η ελευθερία και ο επίγειος άρτος, γιατί ουδέποτε θα μάθουν να τα μοιράζονται αυτά μεταξύ τους! Θα πεισθούν επίσης ότι ουδέποτε θα απελευθερωθούν, γιατί είναι αδύναμοι, ακόλαστοι, τιποτένιοι και αντάρτες!» 

«Διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στην αυθεντία. Και χάρηκαν οι άνθρωποι, διότι πάλι σαν κοπάδι τους οδηγούν, και απαλλάχθηκαν επιτέλους οι καρδίες τους από το δώρο τούτο το φοβερό που τόσα βάσανα τους είχε φέρει. Λέγε πράξαμε σωστά, ήταν σωστά αυτά που πράξαμε και τους διδάξαμε; Μην εμείς δεν αγαπήσαμε την ανθρωπότητα, αφού με τόση ταπεινοφροσύνη παραδεχθήκαμε την αδυναμία της, από αγάπη γι’ αυτήν αλαφρύναμε το φορτίο της, επιτρέψαμε στην αδύναμη φύση της ως και την αμαρτία, αρκεί αυτή να γίνεται με την αδεία μας; Γιατί λοιπόν έρχεσαι τώρα να μας χαλάσεις την ησυχία μας;» 

«Σ’ το ξαναλέω, αύριο κιόλας θα δεις το πειθήνιο τούτο κοπάδι να σπεύδει στο πρώτο μου νεύμα να ρίξει αναμμένα κάρβουνα στην πυρά όπου θα Σε κάψω, και τούτο γιατί ήρθες να μας χαλάσεις την ησυχία μας. Γιατί, αν υπάρχει κάποιος που να αξίζει πιότερο απ’ όλους την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi(είπα).»


Πηγή: https://frapress.gr/2014/10/aderfi-karamazof-tou-fyodor-dostoyevsky/

Fyodor Dostoevsky - αποσπάσματα

 Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο. Αυτό το μυστήριο πρέπει να ξετυλιχθεί και αν πέρασες όλη σου τη ζωή κάνοντας αυτό, μην πεις ότι σπατάλησες τον χρόνο σου. Μελετώ αυτό το μυστήριο επειδή θέλω να είμαι ανθρώπινο ον.

[...]

Το έγκλημα δεν πρέπει να κρίνεται με τις καθιερωμένες θεωρίες. Η φιλοσοφία του είναι κάπως περισσότερο πολύπλοκη απ' ό,τι νομίζεται. Έχει αναγνωριστεί πως ούτε η φυλακή, ούτε η απειλή της κρεμάλας, ούτε οποιοσδήποτε άλλος τρόπος εξαναγκασμού μπορούν να θεραπεύσουν τον εγκληματία.

[...]

Σας ορκίζομαι, κύριοι, ότι το να σκέφτεσαι υπερβολικά είναι μια αρρώστια, μια πραγματική ασθένεια.

 Το υπόγειο, μτφρ.: Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβ'oστη


Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Fyodor Dostoyevsky--Έγκλημα και Τιμωρία (αποσπάσματα)

 

[...] Ο Ρασκόλνικωφ έμεινε στο νοσοκομείο ως το τέλος της Σαρακοστής και όλη την εβδομάδα του Πάσχα. Όταν έγινε καλά, θυμήθηκε τα όνειρα που είχε ιδεί στον πυρετό και στο παραλήρημα του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Είχε ονειρευτεί τότε ότι  όλος  ο  κόσμος ήτανε  καταδικασμένος να  καταστραφεί από  μια  μάστιγα ανήκουστη και δίχως προηγούμενο που ήρθε απ' τα βάθη της Ασίας κι έπεσε πάνω στην Ευρώπη, θα πέθαιναν όλοι, εκτός από μερικούς εκλεκτούς. Είχανε παρουσιαστεί κάτι καινούργια παράσιτα, κάτι μικροοργανισμοί, που φώλιαζαν στο κορμί των ανθρώπων. Αλλά τα ζωύφια αυτά είχανε μυαλό και θέληση κι όποιος άνθρωπος μολυνόταν από δαύτα γινότανε αμέσως τρελός. Ωστόσο ποτέ, μα ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήτανε τόσο σίγουροι ότι κατέχουν την αλήθεια, όσο αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα. Ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τόσο πολύ ότι ήτανε αλάνθαστη η κρίση τους, οι ηθικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τα επιστημονικά   τους   συμπεράσματα. Χωριά,   πόλεις   και   έθνη   ολόκληρα μολύνονταν κι έχαναν το λογικό τους.

Όλοι τους βρίσκονταν σε έξαψη και δεν καταλάβαινε πια ο ένας τον άλλο. Καθένας πίστευε πως μονάχα αυτός ξέρει την αλήθεια  και  βασανιζότανε βλέποντας  τους  άλλους,  χτυπούσε τα  στήθια του, έκλαιγε, έτριβε με απόγνωση τα δάχτυλα του. Δεν ήξεραν ποιον να κρίνουν και πώς να τον κρίνουν, δεν μπορούσανε να συμφωνήσουν στο τι είναι καλό και τι κακό, δεν ήξεραν τι να καταδικάσουν και τι να δεχτούν. Σκοτώνονταν μεταξύ τους με μίσος παράλογο. Συγκεντρώνονταν στρατιές ολόκληρες κι έπεφταν η μια πάνω  στην  άλλη,  αλλά  και  μεταξύ  τους  ακόμα,  οι  στρατιώτες  στην  κάθε παράταξη πετσοκόβονταν άγρια. Χάλαγαν τις γραμμές τους, σφάζονταν με τις λόγχες,  μαχαιρώνονταν, δαγκώνονταν, έτρωγε ο  ένας  τον άλλον. Στις πόλεις χτυπούσαν τις καμπάνες όλη την ημέρα, καλούσαν τον λαό, αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τους καλεί και για ποιον λόγο και ήτανε όλοι τους ανήσυχοι. Είχανε παρατήσει τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα, γιατί ο καθένας είχε δικές του ιδέες, δικά του μεταρρυθμιστικά προγράμματα και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τη γεωργία την παράτησαν. Πού και πού μαζεύονταν μερικοί, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι μαζί, ορκίζονταν να μη χωριστούν πια, αλλά, αμέσως ύστερα καταπιάνονταν με κάτι ολότελα διαφορετικό, άρχιζαν ν' αλληλοκατηγοριούνται, να χτυπιούνται, να σκοτώνονται. Άρχισαν οι πυρκαγιές, ήρθε η πείνα, οι πάντες και τα πάντα καταστράφηκαν.

Σ' ολόκληρο τον κόσμο, μονάχα μερικά πλάσματα μπορούσαν να σωθούν: Οι εκλεκτοί και οι αγνοί, που ήτανε προορισμένοι να θεμελιώσουν την καινούργια ζωή, ν' ανανεώσουν και να καθαρίσουν τη γη. Αλλά κανένας δεν τους έδινε προσοχή, κανείς δεν άκουγε τα λόγια τους και τη φωνή τους. Ο Ρασκόλνικωφ βασανιζόταν απ' αυτόν τον παράλογο εφιάλτη που ξαναρχότανε  τυραννικά  στη  μνήμη  του  και  δεν  έλεγαν  να  σβήσουνε  οι εντυπώσεις που του είχανε αφήσει τα πυρετικά του όνειρα. [...]


Fyodor Dostoyevsky, Έγκλημα και Τιμωρία, μτφ: Σωτήρης Πατατζής, εκδ.: γράμματα, σσ. 453-454.

.........................................................................................................................................................

Περπατούσε χωρίς να σταματάει. Ήθελε πάρα πολύ να ξεχαστεί, μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει, τι να επιχειρήσει. Μια καινούργια ακαθόριστη αίσθηση τον πλημμύριζε όλο και περισσότερο. Ήτανε κάτι σαν απέραντη αηδία, μια φυσική σχεδόν αποστροφή, για κάθε τι που τον περιτριγύριζε και που συναντούσε στο δρόμο του, μια αηδία επίμονη, άγρια, γεμάτη μίσος. Όλοι οι διαβάτες του φαίνονταν σιχαμεροί. Οι κινήσεις τους, τα πρόσωπα τους, το βάδισμα τους, τον αηδίαζαν. Αν τύχαινε να του μιλήσει κανένας, θα τον έφτυνε κατάμουτρα, θα τον δάγκωνε.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα και τιμωρία, Μετάφραση: Σωτήρης Πατατζής.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Fyodor Dostoyevsky-Το υπόγειο

Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ' όλο τον κόσμο, μα  μόνο  στους φίλους  του.  Υπάρχουν  άλλα  που  δεν  τα  εμπιστεύεται  στους φίλους  του,  και  μόλις  τα  λέγει στον εαυτό του γι' αυτό στα κρυφά. Και τέλος υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος, φοβάται  να τα ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτού του είδους τα πράγματα μαζεύονται σε αρκετά  μεγάλη ποσότητα σε κάθε άνθρωπο καθώς πρέπει. Όσο μάλιστα είναι πιο καθώς πρέπει ο άνθρωπος, τόσο και περισσότερα πρέπει να 'χει απ' αυτά τα πράγματα. Για μένα τουλάχιστον, είναι λίγος  καιρός τώρα που απεφάσισα να θυμηθώ μερικές μου περασμένες περιπέτειες, που έως σήμερα τις  απέφευγα πάντοτε, με κάποια ανησυχία μάλιστα. Μα τώρα όχι μόνο τις θυμάμαι αλλά και αποφασίζω να τις γράψω ακόμα, ακριβώς γιατί θέλω να δοκιμάσω αν μπορεί να 'ναι κανένας ολότελα ειλικρινής στον εαυτό του και να μην φοβάται την αλήθεια. Μια παρατήρηση σ' αυτό: Ο Χάινε διατείνεται πως οι αληθινές αυτοβιογραφίες είναι σχεδόν αδύνατες και πως ο άνθρωπος λέγει πάντα ψέματα όταν πρόκειται για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, ο Ρουσσώ, παραδείγματος χάριν, είπε χωρίς  άλλο  ψέματα  στις  εξομολογήσεις  του  και  μάλιστα  ξεπίτηδες,  από  ματαιοδοξία.  Είμαι  βέβαιος  πως ο Χάινε έχει δίκιο. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως είναι δυνατό καμιά φορά, μόνο όμως από ματαιοδοξία να κατηγορείς  τον εαυτό  σου  για  εγκλήματα, και αντιλαμβάνομαι  πολύ καλά,  τι είδους μάλιστα ματαιοδοξία μπορεί να 'ναι αυτή. Μα  ο  Χάινε έκρινε έναν άνθρωπο που εξομολογιότανε  μπροστά στο κοινό. Εγώ γράφω μόνο για τον εαυτό μου και δηλώνω μια για πάντα, πως αν γράφω  σα ν' απευθύνομαι στους αναγνώστες, το κάνω γιατί έτσι γράφω πιο εύκολα. Είμ' ένας τύπος μόνο, ένας απλός τύπος. Όσο για αναγνώστες, δε θα 'χω ποτέ. Το έχω πια δηλώσει...


Μετάφραση: Γ. Σημηριώτης 

ΑΘΗΝΑ 1979

Εκδόσεις Δ. Κοροντζή 

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Fyodor Dostoevsky-Οι αδερφοί Καραμαζώφ

 Σέ ἕνα χωριό ζοῦσε μιά σεβάσμια γερόντισσα. Τήν ἐκτιμοῦσε ὅλος ὁ κόσμος. Μά πιό πολύ ἐκτιμοῦσε ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της.

Μιά ἡμέρα, ἡ γερόντισσα αὐτή πέθανε ὅπως ὅλοι. Ἔκλεισε τά μάτια της καί «κοιμήθηκε». Μά ὅταν σέ λίγο ξύπνησε, στήν ἄλλη ζωή, διαπίστωσε (πρός μεγάλη ἀγανάκτησή της!), ὅτι εἶχε βρεθεῖ σέ μιά μεγάλη λίμνη φωτιά. Καί βλέποντας κάποια στιγμή τόν ἄγγελό της στήν ὄχθη, τοῦ φώναξε:

-Κάποιο λάθος ἔγινε! Ἐγώ, πρόσωπο σεβαστό, δέν ἔπρεπε νά βρίσκομαι ἐδῶ!

Ὁ ἄγγελος τήν συμπόνεσε. Καί φιλοτιμήθηκε νά ψάξει νά βρεῖ ἐλαφρυντικά, νά τήν βοηθήσει. Καί θυμήθηκε, ὅτι κάποτε εἶχε δώσει σέ μιά ζητιάνα ἕνα φρέσκο κρεμμύδι, πού ἔτυχε καί ὁ ἄγγελος τό εἶχε μαζί του. Κρατώντας το λοιπόν ἀπό τά φύλλα τῆς τό ἔρριξε μπροστά της.

-Πιάσε το, νά σέ τραβήξω ἔξω. (Τῆς εἶπε).

Ἐκείνη τό ἔπιασε. Καί ὁ ἄγγελος ἄρχισε νά τήν τραβάει ἔξω ἀπό τήν λίμνη-φωτιά. Καί βλέποντάς την νά βγαίνει ἀπό τό πῦρ τῆς κόλασης ἁρπάχτηκαν ἀπό ἐπάνω της (ἀπό τά πόδια της, ἀπό τά χέρια της, ἀπό τά ροῦχα της), ἄλλοι πολλοί· μέ τήν ἐλπίδα νά βγοῦν καί αὐτοί· νά σωθοῦν!

Ἀλλά ἡ σεβάσμια γερόντισσα θύμωσε ἐναντίον τους! Ἦταν κατάσταση αὐτή; Νά κρεμαστεῖ ἡ ἀληταρία τοῦ κόσμου ἀπάνω της;

Καί ἄρχισε νά τούς κλωτσάει μέ ἀγανάκτηση.

-Τί εἶναι ἐτοῦτο πάλι! Μέ τό δικό μου κρεμμύδι θέλουν νά σωθοῦν ὅλοι αὐτοί;

Καί τό βλαστάρι τοῦ κρεμμυδιοῦ κόπηκε. Καί ὅλοι αὐτοί, καί ἡ σεβάσμια γερόντισσα μαζί, ξανάπεσαν στό αἰώνιο πῦρ.

Καί τώρα μία ἐρώτηση-ἀπορία:

-Γιατί κόπηκε τό κρεμμύδι;

Ἀπάντηση:

-Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί θέλει νά ἔχουμε ἀγάπη. Ὅμως· ἡ γερόντισσα αὐτή δέν εἶχε ἀγάπη. Ἄν εἶχε ἀγάπη, θά ἔλεγε:

-Κάμε, Θεέ μου, μέ τήν εὐσπλαγχνία Σου, πιασμένοι ἀπό τοῦτο τό κρεμμύδι, νά βγοῦμε ὅλοι ἀπό ἐδῶ. Νά μή μείνει ἄνθρωπος στήν κόλαση κανένας…….

(Ντοστογιέφσκι «Ἀδελφοί Καραμάζωφ»)

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Οι αδελφοί Καραμάζοφ (απόσπασμα)

 Το μυθιστόρημα Οι αδελφοί Καραμάζοφ θεωρείται ως το κορυφαίο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Σ' αυτό παρουσιάζεται η ζωή τριών αδελφών, που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους (του ορμητικού και αχαλίνωτου στα πάθη Ντιμήτρι· του συγκρατημένου αλλά ψυχικά αδύνατου και άβουλου Ιβάν και του αγνού ονειροπόλου Αλιόσα), σε συνάρτηση με την ακόλαστη και έκλυτη ζωή του πατέρα τους, του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοφ, που τα εγκατέλειψε άστοργα, όταν ήταν πολύ μικρά και ορφανά από μητέρα.


Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, τα τρία αδέλφια, ενήλικα πια, συναντιούνται με τον πατέρα τους και συμφωνούν να επισκεφτούν το φημισμένο πάτερ Ζωσιμά, γέροντα (στάρετς) του μοναστηριού της περιοχής, για να ζητήσουν τη μεσολάβησή του για συμφιλίωση και λύση των διαφορών τους. Στη συνάντηση παρευρίσκεται και ο ξάδελφος της πρώτης γυναίκας του Παύλοβιτς, ο Πιότρ Αλεξάνδροβιτς Μιούσοβ, κτηματίας της περιοχής, που είχε αναλάβει την κηδεμονία του Ντιμήτρι.


Απ' την πρώτη στιγμή δεν του άρεσε ο στάρετς*. Πραγματικά, υπήρχε κάτι στο πρόσωπό του που και σε πολλούς άλλους εχτός απ' τον Μιούσοβ* θα μπορούσε να μην αρέσει. Ήταν ένας κοντός καμπουριασμένος ανθρωπάκος με πολύ αδύνατα πόδια, κάπου εξηνταπέντε χρονώ, μα που η αρρώστια τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, τουλάχιστο κατά δέκα χρόνια. Όλο το ξερακιανό του πρόσωπο ήταν γεμάτο μικρές ρυτίδες, ιδίως γύρω στα μάτια, που ήταν μικρά, φωτεινά, ζωηρά και λαμπερά, σαν δυο γυαλιστερές κουκίδες. Μονάχα στους κροτάφους του απόμεναν κάτι άσπρα μαλλάκια, το γενάκι του ήταν πολύ κοντό, αραιό και μυτερό και τα χείλη του, που χαμογελούσαν συχνά, ήταν λεπτά σα δυο σπαγγάκια. Η μύτη του όχι και πολύ μεγάλη, μυτερή σα ράμφος πουλιού.


«Κατά πάσαν πιθανότητα είναι μια κακόβουλη και ψωροπερήφανη ψυχή», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μιούσοβ. Γενικά ήταν πολύ δυσαρεστημένος με τον εαυτό του.


Το ρολόι —ένα φτηνό ρολόι του τοίχου με βαρίδια— χτύπησε βιαστικά βιαστικά ακριβώς δώδεκα. Αυτό τους βοήθησε ν' αρχίσουν την κουβέντα.


— Ακριβέστατα η ορισμένη ώρα, —φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς*— κι ο γιος μου ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ακόμα να φανεί. Σας ζητώ συγγνώμη για λογαριασμό του, πανοσιότατε στάρετς*! (Ο Αλιόσα ανατρίχιασε ακούγοντας αυτό το «πανοσιότατε στάρετς»). Όμως εγώ είμαι πάντοτε ακριβής στην ώρα μου, ούτε λεπτό δεν αργώ, γιατί πάντα θυμάμαι πως η ακρίβεια είναι η ευγένεια των βασιλιάδων...


— Όμως εσείς, όπως και να 'ναι, δεν είστε βασιλιάς,* — είπε αμέσως ο Μιούσοβ που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.


— Ναι, αυτό είν' αλήθεια, δεν είμαι βασιλιάς. Και φανταστείτε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, αυτό το 'ξερα και μόνος μου. Μα το Θεό, το 'ξερα! Όμως, έτσι συμβαίνει πάντοτε. Όλο και κάτι θα πω που δε θα ταιριάζει με την περίσταση! Αιδεσιμότατε! — ξεφώνισε με κάποιο ξαφνικό πάθος:— Έχετε τώρα μπροστά σας έναν γελωτοποιό, έναν πραγματικό γελωτοποιό! Έτσι και σας συσταίνουμαι. Είναι μια παλιά μου συνήθεια, αλίμονο! Κι αν καμιά φορά λέω ξεκάρφωτες ψευτιές, αυτό το κάνω ξεπίτηδες μπορώ να πω, για να κάνω τους άλλους να γελάσουν και να γίνω έτσι ευχάριστος. Πρέπει δα να 'ναι ευχάριστος κανείς, ψέματα; Καταφτάνω που λέτε μια φορά, εδώ κι εφτά χρόνια, σε μιαν πολιτειούλα, είχα κάτι δουλίτσες εκεί και μόλις είχα φτιάξει μιαν εταιριούλα με κάτι εμποράκους. Πάμε το λοιπόν στον ισπράβνικ1, είχαμε να τον παρακαλέσουμε για κάποιο ζήτημα και θα τον καλούσαμε σε γεύμα. Βγαίνει ο ισπράβνικ, ένας ψηλός, χοντρός, ανοιχτόξανθος και σκυθρωπός άνθρωπος. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι είναι τα πιο επικίνδυνα υποκείμενα. Είναι βλέπεις το συκώτι, το συκώτι. Γυρίζω αμέσως και του λέω, (και ξέρετε, του το 'πα με τόση χάρη σα να 'μουν άνθρωπος των σαλονιών): «Κύριε ισπράβνικ, γενείτε, του λέω, ο Ναπράβνικ μας!» «Τι θέλετε να πείτε, μου λέει, με το Ναπράβνικ σας;» Το βλέπω πια απ' την πρώτη στιγμή πως δεν κόλλησε. Στάθηκε κει σοβαρός, πεισμωμένος μάλιστα: «Θέλησα, λέω, να κάνω ένα αστείο για να ευθυμήσουμε όλοι μας. Αυτός ο κύριος Ναπράβνικ είναι ένας διάσημος Ρώσος μαέστρος και μεις ακριβώς χρειαζόμαστε για την αρμονία της επιχείρησής μας έναν άνθρωπο που να 'ναι κάτι σα μαέστρος...». Θα 'λεγε κανείς πως η εξήγηση κι η σύγκριση ήταν πολύ λογική, ψέματα; «Με συγχωρείτε, μου λέει, εγώ είμαι ισπράβνικ και δε σας επιτρέπω να κάνετε καλαμπούρια με το αξίωμά μου». Μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει. Και γω φωνάζω ξωπίσω του: «Σωστά, σωστά, είστε ισπράβνικ κι όχι Ναπράβνικ!» «Όχι, μου λέει, μια και το είπατε πάει πια, είμαι Ναπράβνικ». Και φανταστείτε. Η δουλειά μας πήγε στράφι! Κι όλο έτσι για το τίποτα την παθαίνω, μα την αλήθεια, για το τίποτα. Πάντα έτσι θα συμβεί που θα βλάψω μόνος μου τον εαυτό μου με την ευγένειά μου! Μια φορά, πάνε πια πολλά χρόνια, λέω σ' ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να το πεις και σημαντικό: «Η γυναίκα σας παίρνει εύκολα φωτιά». Εννοείται πως αυτό το 'πα έχοντας υπόψη την τιμή και τα ηθικά προτερήματα, όμως εκείνος μου λέει αναπάντεχα: «Πώς το ξέρετε; Την ανάψατε καμιά φορά;» Δεν βάσταξα τότε, στάσου λέω μέσα μου να φανώ ευχάριστος: «Ναι, του λέω, την άναψα». Τότε λοιπόν μου τις άναψε κι αυτός για τα καλά... Μα όλ' αυτά είναι καιρός πια που γενήκανε, τόσο που δεν ντρέπουμαι και να τα δηγιέμαι. Πάντα κάπως έτσι θα βλάψω τον εαυτό μου!


— Αυτό κάνετε και τώρα, — είπε με αηδία ο Μιούσοβ.


Ο στάρετς τούς κοίταζε σιωπηλός πότε τον έναν πότε τον άλλον.


— Για κοίτα κει! Σας βεβαιώνω, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, πως κι αυτό το 'ξερα και μάλιστα, μπορώ να πω, ένιωθα τι πήγαινα να κάνω από τη στιγμή κιόλας που άρχισα να μιλάω. Και, ξέρετε, προαισθανόμουν ακόμα πως εσείς θα μου κάνατε πρώτος την παρατήρηση. Κάτι τέτοιες στιγμές, αιδεσιμότατε, όταν βλέπω πως το αστείο μου δεν πετυχαίνει, τα δυο μου μάγουλα αρχίζουν να κολλάνε στα κάτω ούλα, παθαίνω κάτι σαν σπασμούς. Αυτό το 'χω απ' τα νιάτα μου ακόμα, όταν ζούσα στα σπίτια των τσιφλικάδων κι έτρωγα το ξένο ψωμί σαν παράσιτο. Ο γελωτοποιός, αιδεσιμότατε, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μου, από γεννησιμιού μου έτσι είμαι, δίκιο θα 'χετε και παλαβό να με πείτε. Δε λέω, μπορεί να 'χω και κανένα κακό πνεύμα μέσα μου, όμως, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να 'ναι και πολύ μεγάλου διαμετρήματος, γιατί, αν ήταν, θα φρόντιζε να βρει κανένα σημαντικότερο μέρος να κάτσει. Πάντως ούτε και σε σας θα 'ρχόταν, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γιατί και σεις δεν είστε δα και τόσο σημαντικός. Όμως εγώ πιστεύω, πιστεύω στο Θεό. Μόλις τώρα τελευταία άρχισα ν' αμφιβάλω, τώρα όμως κάθουμαι και περιμένω υπέροχα λόγια. Είμαι και γω, αιδεσιμότατε, σαν το φιλόσοφο Ντιντερό. Το ξέρετε άραγε, πανιερότατε πάτερ, πως ο Ντιντερό ο φιλόσοφος παρουσιάστηκε κάποτε στο μητροπολίτη Πλάτωνα; Ήτανε τον καιρό της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Μπαίνει που λέτε, κι η πρώτη του κουβέντα ήταν τούτη: «Δεν υπάρχει Θεός». Τότε κι ο άγιος εκείνος άνθρωπος σηκώνει το δάχτυλό του κι απαντάει: «είπεν ο άφρων εν τη καρδία αυτού». Τότε και κείνος πέφτει αμέσως στα γόνατα και φωνάζει: «Πιστεύω και δέχουμαι να βαφτιστώ». Έτσι λοιπόν τον βαφτίσανε την ίδια εκείνη ώρα. Η πριγκίπισσα Ντάσκοβα ήταν η ανάδοχος κι ο Ποτέμκιν νουνός...


— Φιόντορ Παύλοβιτς, αυτό είναι ανυπόφορο πια! Το ξέρετε κι ο ίδιος πως λέτε ψέματα και πως αυτό το ανόητο ανέκδοτο είναι παραμύθι. Τι θέλετε λοιπόν να παραστήσετε; — είπε ο Μιούσοβ που 'χασε την υπομονή του κι η φωνή του έτρεμε.


— Όλη μου τη ζωή το προαισθανόμουν πως είναι ψέματα! —ξεφώνισε παράφορα ο Φιόντορ Παύλοβιτς.— Γι' αυτό, καλοί μου κύριοι, θα σας πω όλη την αλήθεια. Ενδοξότατε στάρετς! Συχωρέστε με, μα κείνο το τελευταίο για το βάφτισμα του Ντιντερό, το σκαρφίστηκα τώρα μόλις μονάχος μου, τούτην ακριβώς τη στιγμή που τα ιστορούσα. Ως τα τώρα ούτε καν μου 'χε περάσει μια τέτοια σκέψη απ' το κεφάλι. Έτσι για να γίνει πιο πικάντικο το σκαρφίστηκα. Γι' αυτό κάνω μπαλαφαριές, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, για να γίνω πιο ευχάριστος. Εδώ που τα λέμε, ούτε και γω ο ίδιος δεν ξέρω για ποιο λόγο το κάνω αυτό. Όσο για τον Ντιντερό, κείνο το «είπεν ο άφρων» τ' άκουσα και γω πολλές φορές στα νεανικά μου χρόνια απ' τους ντόπιους τσιφλικάδες, όταν ζούσα στα σπίτια τους. Τ' άκουσα κι απ' τη θεία σας, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τη Μάβρα Φομίνισνα. Όλοι αυτοί είναι και τώρα ακόμα βέβαιοι πως ο άθεος Ντιντερό πήγε στου μητροπολίτη Πλάτωνα για να συζητήσει μαζί του για την ύπαρξη του Θεού...


Ο Μιούσοβ σηκώθηκε, γιατί όχι μονάχα έχασε πια την υπομονή του, μα σχεδόν δεν ήξερε τι έκανε απ' το θυμό του. Λύσαγε απ' το κακό του κι ένιωθε πως έτσι γινόταν γελοίος. Πραγματικά, στο κελί γινόταν κάτι πρωτοφανές. Σαράντα, ίσως και πενήντα χρόνια, απ' τον καιρό των παλιών στάρετς ακόμα, μαζεύονταν εδώ, μέσα σ' αυτό το ίδιο το κελί, άνθρωποι διαποτισμένοι από βαθιάν ευλάβεια. Όλοι όσοι μπαίνανε στο κελί είχαν τη συναίσθηση πως τους κάνουνε μεγάλη χάρη. Πολλοί πέφτανε στα γόνατα και δε σηκώνονταν παρά μονάχα, όταν τέλειωνε η επίσκεψή τους. Ακόμα και πολλά απ' τα «ανώτερα» πρόσωπα, άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και μάλιστα με ελεύθερες ιδέες που έρχονταν είτε από περιέργεια είτε για κάποιαν άλλη αιτία, μπαίνοντας στο κελί μαζί με τους άλλους ή παίρνοντας μιαν ιδιαίτερη συνέντευξη, θεωρούσαν πρώτιστο καθήκον τους, όλοι ως τον τελευταίο, να δείξουν βαθύτατο σεβασμό στον στάρετς και να φερθούν ευγενικά. Και τούτο γιατί φυσικά δεν επρόκειτο εδώ για λεφτά μα για αγάπη και για έλεος απ' τη μια μεριά κι απ' την άλλη για επιθυμία γαλήνης και δίψα να δοθεί μια λύση σε κάποιο δύσκολο ηθικό πρόβλημα ή σε κάτι που τους ταλανίζει το πνεύμα. Έτσι που ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τις χοντροκοπιές του, τις ανάρμοστες σε τούτο το μέρος, έκανε τους παριστάμενους, μερικούς τουλάχιστο αν όχι όλους, ν' απορήσουν και να τα χάσουν. Να λέμε την αλήθεια, οι ιερομόναχοι δεν άλλαξαν καθόλου έκφραση και με σοβαρή προσοχή περιμένανε να δουν τι θα πει ο στάρετς. Φαίνεται όμως πως ήταν έτοιμοι κι αυτοί να σηκωθούν όπως κι ο Μιούσοβ. Ο Αλιόσα ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα και στεκόταν με χαμηλωμένο κεφάλι. Περισσότερο απ' όλα παραξενευότανε, γιατί ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που μονάχα σ' αυτόν είχε στηρίξει τις ελπίδες του και που ήταν ο μόνος άνθρωπος που 'χε τόση επιρροή στον πατέρα του, ώστε να μπορούσε τώρα να τον σταματήσει, καθόταν τούτη τη στιγμή εντελώς ακίνητος στην καρέκλα του, με χαμηλωμένα τα μάτια και φαινόταν να περιμένει με κάποια φιλομαθή περιέργεια να δει πώς θα τελειώσουν όλ' αυτά, σαν να 'ταν εντελώς ξένος εδώ. Ο Αλιόσα ούτε να τον κοιτάξει δεν μπορούσε τον Ρακίτιν (το σπουδαστή της θεολογίας) που ήταν πολύ γνωστός του και σχεδόν φίλος του, γιατί ήξερε τις σκέψεις του. (Άλλωστε ήταν ο μόνος που τις ήξερε σ' όλο το μοναστήρι).


— Με συγχωρείτε... —άρχισε να λέει ο Μιούσοβ στον στάρετς,— ίσως να νομίζετε πως και γω είμαι μέτοχος σ' αυτή την ελεεινή κωμωδία. Το λάθος μου ήταν που πίστεψα πως ακόμα κι ένας άνθρωπος σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς θα καταλάβαινε τις υποχρεώσεις του, όταν θα βρισκόταν μπροστά σ' ένα τόσο σεβαστό πρόσωπο... Δεν μπορούσα να 'χω υπόψη μου πως θα χρειαστεί να ζητήσω συγγνώμη, μόνο και μόνο γιατί μπήκα εδώ μέσα μαζί του...


Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς δεν τέλειωσε την κουβέντα του. Συγχύστηκε εντελώς κι ήταν έτοιμος να βγει απ' το δωμάτιο.


— Μην ανησυχείτε, σας παρακαλώ, — είπε ο στάρετς. Σηκώθηκε ξαφνικά πάνω στ' αδύνατα πόδια του και παίρνοντας τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς απ' τα δυο του χέρια τον έβαλε να καθίσει ξανά στην πολυθρόνα. — Ησυχάστε, σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ όλως ιδιαιτέρως να μείνετε φιλοξενούμενός μου. Έκανε μιαν υπόκλιση και ξανακάθισε στο ντιβανάκι του.


— Ενδοξότατε στάρετς, αποφανθείτε. Σας προσβάλλω με τη ζωηρότητά μου ή όχι; — ξεφώνισε ξαφνικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι άδραξε με τα δυο του χέρια τα χερούλια της πολυθρόνας έτοιμος να πεταχτεί απάνω ανάλογα με την απάντηση.


— Σας παρακαλώ και σας —είπε ο στάρετς με τον πιο υποβλητικό τρόπο— να μην ανησυχείτε και να μη νιώθετε καμιά συστολή μπροστά μου. Μην πιέζετε τον εαυτό σας, φερθείτε σα να 'σασταν στο σπίτι σας. Και, το κυριότερο, μην ντρέπεστε τόσο πολύ τον εαυτό σας, γιατί απ' αυτό ακριβώς προέρχονται όλα.


— Εντελώς σα στο σπίτι μου; Δηλαδή στη φυσική μου κατάσταση; Ω, αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ, όμως το δέχουμαι μ' ευγνωμοσύνη! Ξέρετε, πανιερότατε πάτερ, καλύτερα μη με παροτρύνετε να φερθώ φυσικά, μην το διακινδυνέψετε αυτό... ως τη φυσική μου κατάσταση ούτε και γω ο ίδιος δε θα φτάσω. Σας προειδοποιώ, για να προφυλάξω εσάς δηλαδή. Όσο για τ' άλλα, εκείνα μένουν στο σκοτάδι, αν και μερικοί θα το 'θελαν να παραμουντζουρώσουν το πορτρέτο μου. Εσάς εννοώ, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Όσο για σας, πανιερότατε, σας εκφράζω τον ενθουσιασμό μου! — Ανασηκώθηκε κι υψώνοντας τα χέρια του πρόφερε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας», οι μαστοί προπαντός. Και τώρα με την παρατήρησή σας: «Να μην ντρέπουμαι τόσο πολύ τον ίδιο τον εαυτό μου, γιατί από δω ξεκινάνε όλα» — με τη φράση σας αυτή με διαπεράσατε πέρα για πέρα και διαβάσατε μέσα μου. Γιατί έτσι ακριβώς γίνεται: Όταν μπαίνω πουθενά, μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με νομίζουν για παλιάτσο. Τότε λοιπόν λέω και γω μέσα μου: «Άσε να κάνω στ' αλήθεια τον παλιάτσο. Δε με νοιάζει για τη γνώμη σας, γιατί όλοι σας, μέχρι τον τελευταίο, είσαστε πιο ποταποί από μένα»! Γι' αυτό είμαι παλιάτσος, απ' την ντροπή μου παίζω τούτο το ρόλο, απ' τη ντροπή μου, ενδοξότατε στάρετς. Από φοβισμένη δυσπιστία κάνω όλη τούτη τη φασαρία. Γιατί, αν ήμουν βέβαιος πως, όταν μπαίνω κάπου, όλοι θα με δεχτούνε σαν τον ευγενικότερο κι εξυπνότερο άνθρωπο, Θεέ μου! τι καλός που θα 'μουν τότε! Δάσκαλε! — είπε και ξαφνικά έπεσε στα γόνατα. —Τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;


Ακόμα και τώρα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν αστειεύεται ή αν πραγματικά νιώθει κατάνυξη.


Ο στάρετς τον κοίταξε και πρόφερε μ' ένα χαμόγελο:


— Το ξέρετε προ πολλού κι ο ίδιος τι πρέπει να κάνετε· είστε αρκετά μυαλωμένος. Μη μεθάτε και μη βρίζετε, μην αφήνεστε να σας παρασέρνει η φιληδονία. Μα πρώτ' απ' όλα μη θεοποιείτε τα χρήματα και κλείστε τα καπηλειά σας, αν δεν μπορείτε όλα, τουλάχιστο δυο τρία. Και το κυριότερο απ' όλα, μη λέτε ψέματα.


— Θέλετε να πείτε για τον Ντιντερό μήπως;


— Όχι, δεν εννοούσα τον Ντιντερό. Το κυριότερο είναι να μη λέτε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σας. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιάν αλήθεια ούτε μέσα του ούτε και στους άλλους — κι έτσι χάνει κάθε εχτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεχτίμηση. Μην εχτιμώντας κανέναν, παύει ν' αγαπάει. Και μην έχοντας την αγάπη αρχίζει να παρασέρνεται απ' τα πάθη και την ακολασία, για ν' απασχοληθεί και να διασκεδάσει. Έτσι φτάνει στην απόλυτη χτηνωδία κι όλ' αυτά, επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του είναι αυτός που προσβάλλεται πρώτος. Γιατί, καμιά φορά, είναι πολύ ευχάριστο να νιώθει κανείς προσβλημένος. Έτσι δεν είναι; Κι ας ξέρει πως κανένας δεν τον πρόσβαλε και πως μονάχος του φαντάστηκε την προσβολή κι είπε ψέματα από κοκεταρία, υπερέβαλε τα πράματα, για να τα εξωραΐσει, αρπάχτηκε από μια λέξη φτιάχνοντας ένα ολάκερο βουνό από έναν κόκκον σινάπεως, τα ξέρει όλ' αυτά και μόνος του κι όμως προσβάλλεται, προσβάλλεται, ώσπου να νιώσει ευχαρίστηση, ώσπου να νιώσει μεγάλη αγαλλίαση κι έτσι φτάνει στο σημείο να καλλιεργεί μέσα του το πραγματικό μίσος... Μα σηκωθείτε λοιπόν, καθίστε, πολύ σας παρακαλώ, κι αυτά εδώ δεν είναι τίποτ' άλλο από ψεύτικες χειρονομίες...


— Αγιότατε! Αφήστε με να σας φιλήσω το χέρι, — είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και πηδώντας έφτασε τον στάρετς κι έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο λιπόσαρκο χέρι του. — Ακριβώς. Ακριβώς αυτό συμβαίνει. Είναι ευχάριστο να νιώθεις πως προσβλήθηκες. Αυτό πολύ σωστά το είπατε. Από κανέναν άλλον δεν άκουσα μια τόσο σοφή κουβέντα. Ακριβώς. Ακριβώς, εγώ σ' όλη μου τη ζωή προσβαλλόμουν μέχρι ευχαρίστησης, προσβαλλόμουν από αισθητική ανάγκη, γιατί δεν είναι μονάχα ευχάριστο μα και ωραίο να νιώθεις τον εαυτό σου προσβλημένο. Αυτό μονάχα ξεχάσατε να πείτε, ενδοξότατε στάρετς: Είναι και ωραίο; Αυτό θα το γράψω σε βιβλίο! Κι έλεγα ψέματα, έλεγα ψέματα κυριολεχτικά σ' όλη μου τη ζωή, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα. Αληθώς λέγω υμίν, εγώ ειμί το ψέμα και πατήρ του ψέματος! Εδώ που τα λέμε, μου φαίνεται πως δεν είναι ο πατέρας, βλέπετε μπερδεύω συνεχώς τα κείμενα, ε, ας είναι κι ο γιος, αρκετό θα 'ναι κι έτσι. Μονάχα που... καλέ μου άγγελε, σεις... για τον Ντιντερό, επιτρέπεται να μιλάει κανείς καμιά φορά! Ο Ντιντερό δεν μπορεί σε τίποτα να βλάψει. Κάποτε μια λέξη μονάχα βλάφτει περισσότερο. Ενδοξότατε στάρετς, καλά που το 'φερε η κουβέντα, γιατί παραλίγο να το ξεχάσω. Κι όμως το 'χα αποφασίσει εδώ και τρία χρόνια ακόμα να ζητήσω από δω πληροφορίες, να 'ρθω ξεπίτηδες εδώ και να ρωτήσω επίμονα, για να μάθω. Μονάχα πείτε στον Πιότρ Αλεξάντροβιτς να μη με διακόπτει. Να τι θέλω να ρωτήσω: Είναι αλήθεια, ενδοξότατε πάτερ, πως κάπου στα Συναξάρια υπάρχει γραμμένη η ιστορία ενός άγιου θαυματουργού που βασανίστηκε υπέρ πίστεως και που, όταν στο τέλος του κόψανε το κεφάλι, εκείνος σηκώθηκε, πήρε από χάμω το κεφάλι του και το «ησπάζετο ευλαβώς» και περπάτησε έτσι πολλήν ώρα «ασπαζόμενος αυτό ευλαβώς»; Είναι αλήθεια αυτό ή όχι, ευσεβέστατοι πατέρες;


— Όχι, δεν είναι αλήθεια, — είπε ο στάρετς.


— Σε κανένα Συναξάρι δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο. Για ποιον άγιο λέτε πως είναι γραμμένη αυτή η ιστορία; — ρώτησε ο ιερομόναχος, ο πάτερ βιβλιοθηκάριος.


— Ούτε και γω ξέρω για ποιον άγιο είναι γραμμένη. Δεν ξέρω, γιατί δεν το διάβασα. Με γελάσανε κείνοι που μου το διηγήθηκαν. Τ' άκουσα. Και ξέρετε ποιος το διηγόταν; Να, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, αυτός που μόλις πριν από λίγο θύμωσε για τον Ντιντερό. Αυτός ο ίδιος το διηγόταν.


— Ποτέ δε σας το διηγήθηκα αυτό. Εγώ ούτε μιλάω κάν μαζί σας.


— Είν' αλήθεια πως δε μου το 'πατε εμένα προσωπικά. Όμως το διηγηθήκατε σε μια παρέα, όπου βρισκόμουν και γω, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Το ανέφερα, γιατί με τούτη την τόσο αστεία διήγηση μου κλονίσατε την πίστη μου, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Εσείς δεν το καταλάβατε αυτό, δεν το υποπτευθήκατε, όμως εγώ γύρισα στο σπίτι με κλονισμένη την πίστη μου κι από κείνη την ώρα όλο και πιότερο κλονίζουμαι. Ναι, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γίνατε αιτία ενός μεγάλου ξεπεσμού! αυτό πια δεν είναι σαν την ιστορία του Ντιντερό!


Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μίλαγε με πάθος, αν κι όλοι το καταλάβαιναν πια πως άρχισε και πάλι να παίζει κωμωδία. Όμως ο Μιούσοβ ένιωθε τον εαυτό του βαθιά πληγωμένον.


— Τι ανοησία! Όλ' αυτά είν' ανοησίες, — μουρμούριζε αυτός. — Ίσως πραγματικά κάποτε να είπα κάτι τέτοιο... Όμως όχι σε σας. Και μένα άλλοι μου το είπαν. Τ' άκουσα στο Παρίσι από 'ναν Γάλλο που μου 'λεγε πως τάχα στις εκκλησίες μας διαβάζουν τούτη την περικοπή απ' το Συναξάρι στην πρωινή λειτουργία... Ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος που έκανε ειδικές στατιστικές μελέτες για τη Ρωσία... έζησε πολλά χρόνια στη Ρωσία. Εγώ ποτέ μου δε διάβασα τα Συναξάρια... κι ούτε θα τα διαβάσω... Λίγες φλυαρίες λέγονται τάχα την ώρα του γεύματος;... Και μεις τότε γευματίζαμε...


— Αυτό είναι. Εσείς γευματίζατε, όμως εγώ τότε ακριβώς έχασα την πίστη μου! — τον κούρντιζε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.


— Και τι με νοιάζει εμένα για την πίστη σας! — παραλίγο να φωνάξει ο Μιούσοβ, μα ξαφνικά συγκρατήθηκε και πρόφερε με περιφρόνηση: — Εσείς κυριολεχτικά βρωμίζετε το κάθε τι που θ' αγγίξετε.


Ξαφνικά ο στάρετς σηκώθηκε.


— Με συγχωρείτε, κύριοι, που θα σας αφήσω για λίγα λεπτά, —είπε σ' όλους τους επισκέπτες του,— όμως με περιμένουν άλλοι που ήρθαν πιο πριν από σας. Και σεις πάψετε ωστόσο να λέτε ψέματα, — πρόστεσε εύθυμα γυρίζοντας προς τον Φιόντορ Παύλοβιτς.


Βγήκε απ' το κελί· ο Αλιόσα κι ο δόκιμος έτρεξαν να τον βοηθήσουν να κατέβει τη σκάλα. Ο Αλιόσα πνιγόταν μέσα στο δωμάτιο κι ήταν χαρούμενος που βγήκε. Μα ήταν ακόμα πιο χαρούμενος, γιατί ο στάρετς δε φαινόταν προσβλημένος μα εύθυμος. Ο στάρετς προχώρησε προς το υπόστεγο για να ευλογήσει κείνους που τον περίμεναν. Μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον σταμάτησε στην πόρτα του κελιού.


— Πανιερότατε! —φώναξε συγκινημένος— Επιτρέψτε μου να ασπαστώ ακόμα μια φορά το χέρι σας! Ναι, μαζί σας μπορεί να μιλήσει κανείς, μπορεί να ταιριάξει! Νομίζετε πως εγώ όλη την ώρα λέω ψέματα και κάνω το γελωτοποιό; Μάθετε λοιπόν πως όλ' αυτά τα 'κανα ξεπίτηδες για να σας δοκιμάσω. Γι' αυτό φέρθηκα όπως φέρθηκα. Είναι γιατί όλη την ώρα σας βολιδοσκοπούσα: Μπορεί τάχα να ζήσει κανείς μαζί σας; Ήθελα να δω. Μπορεί να υπάρχει θέση για την ταπεινότητά μου πλάι στην ευλάβειά σας; Άριστα σας δίνω: Μαζί σας μπορεί να ζήσει κανείς! Και τώρα σωπαίνω, δε θα βγάλω πια τσιμουδιά. Θα κάτσω στην πολυθρόνα και δε θα μιλάω. Τώρα είναι η σειρά σας να μιλήσετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τώρα εσείς είστε το σημαντικότερο πρόσωπο... για δέκα λεπτά...

.....................................................................................................................................................................

στάρετς: (λέξη ρωσική)· γέροντας ασκητής.


Μιούσοβ: ξάδελφος της πρώτης γυναίκας του γερο-Καραμάζοφ, πλούσιος κτηματίας. Έζησε και έκανε λαμπρές σπουδές στο Παρίσι. Ασπάστηκε τις φιλελεύθερες ιδέες και αναμείχτηκε στην παρισινή επανάσταση του 1848. Αντιπαθούσε τον κλήρο. Κίνησε δίκη κατά του μοναστηριού για κάποια δικαιώματα αλιείας ή υλοτομίας στην περιοχή που συνόρευε με το κτήμα του, όχι γιατί είχε καμιά οικονομική ανάγκη, αλλά γιατί το θεωρούσε καθήκον.


Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοφ: πατέρας των τριών αδελφών Καραμάζοφ.


Πανοσιότατε στάρετς: ο γερο-Καραμάζοφ πολύ συχνά καταφεύγει στην κολακεία και την υποκρισία.


δεν είστε βασιλιάς: ο Μιούσοβ δε χάνει ευκαιρία να στηλιτεύσει το γερο-Καραμάζοφ, για τον οποίο ένιωθε μίσος και περιφρόνηση.


1. Διοικητής αστυνομικού τμήματος στη Ρωσία.


μτφρ.: Αρης Αλεξανδρου


Πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2702/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_B-Lykeiou_html-empl/index_f_05_01.html

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Φ. Ντοστογιέφσκη, «Τό ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα»

«Ἀλλά τί κλαῖμε γιά δημοδιότητα! Σέ κάθε ἐποχή, σ᾿ ὅλη τήν κοινωνία ὑπάρχει ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε χρυσή μετριότητα, πού θέλει σώνει καί καλά νά διακρίνεται. Οἱ χρυσές μετριότητες χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἄκρα φιλαυτία. Κοιτάζουν μέ συντριπτική καταφρόνια καί ἐπαίσχυντο τουπέ ὅλους ἐκείνους τούς ἄγνωστους τούς ἀσήμαντους ἀνθρώπους. Κι εἶναι οί πρῶτοι πού ρίχνουν τό λίθο τοῦ ἀναθέματος ἐνατίον κάθε ἀνακαινιστή. Καί τί ἀγριότητα ἐπιδείχνουν, πόση εἶναι ἡ ἠλιθιότητά τους σ᾿ αὐτόν τό ἀφηνιασμό νά καταδιώκουν κάθε καινούργια ἰδέα, πού δέν εἶχε τόν καιρό ἀκόμα νά διαποτίσει ὁλὀκληρη τήν κοινωνική συνείδηση. Ἀλλά καί σέ τί παληκαράδες μεταβάλλονται, σέ τί ἀσύγκριτους καί ἀνόητους προσήλυτους μόλις αὐτή ἠ ἴδια ἡ ἰδέα ἐπικρατήσει...»

Φ. Ντοστογιέφσκη, «Τό ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα», μετ. Μίνα Ζωγράφου, Δαρεμᾶς, Ἀθήνα χ.χ., σ. 473.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και Τιμωρία (απόσπασμα)

Ο Ρασκόλνικοφ έμεινε στο νοσοκομείο όλη τη Σαρακοστή και τη βδομάδα του Πάσχα. Στην ανάρρωση, θυμήθηκε τα όνειρα που έβλεπε όταν ήταν στο κρεβάτι με πυρετό και παραλήρημα. Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούριοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήταν πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. ΄’Ολοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχιζαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους· η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες· τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ‘ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά επαγγέλματα, …. είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια,..άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα. Όλοι χάθηκαν, το παν καταστράφηκε. Η αρρώστια όλο και προχωρούσε. Σ’ όλο τον κόσμο λίγοι μονάχα μπορούσαν να σωθούν· ήταν οι αγνοί κι οι εκλεκτοί, προορισμένοι να θεμελιώσουν ένα νέο ανθρώπινο γένος και μια καινούρια ζωή, ν’ ανανεώσουν τους ανθρώπους, κανείς δεν είχε ακούσει τα λόγια τους και τη φωνή τους.
Τον Ρασκόλνικοβ τον βασάνιζε το ότι αυτός ο χωρίς νόημα εφιάλτης ξαναρχόταν …. Ήταν πια η δεύτερη βδομάδα μετά το Πάσχα. Οι μέρες ήταν ζεστές, ξάστερες, ανοιξιάτικες· ….. Τότε ο Ρασκόλνικοβ παρατήρησε πως την περίμενε με ανησυχία. Τέλος πήρε το εξιτήριό του…..”
Από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και Τιμωρία, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη.

Fedor Michajlovic Dostojevskij , «Έγκλημα και Τιμωρία» Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου. Εκδόσεις Γκοβόστη 2014.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Fyodor Dostoevsky-Αδερφοί Καραμαζώφ (απόσπασμα)

Δεν υπάρχει έγνοια πιο βασανιστική και πιο συνεχής για τον άνθρωπο, όταν μείνει ελεύθερος, από το να βρει το γρηγορότερο κάποιον να προσκυνήσει.

Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει να προσκυνήσει κάποιον που είναι κιόλας αναμφισβήτητος, τόσο αναμφισβήτητος που όλοι οι άνθρωποι θα συμφωνήσουν αμέσως να τον προσκυνήσουν όλοι μαζί. Γιατί η έγνοια που βασανίζει αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που να το προσκυνήσω εγώ ή κάποιος άλλος, αλλά να βρουν κάτι που θα το πιστέψουν όλοι και που θα το προσκυνήσουν, αλλά που θα το προσκυνήσουν οπωσδήποτε όλοι μαζί.

Αυτή λοιπόν, η ανάγκη της γενικής λατρείας, είναι το κυριότερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά, όπως και ολόκληρης της ανθρωπότητας από την αρχή του κόσμου. Εξαιτίας της γενικής λατρείας εξολόθρευαν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιούργησαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: "Παρατήστε τους θεούς σας και ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, ειδεμή θα πεθάνετε και σεις και οι θεοί σας!" Κι αυτό θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, ακόμα και τότε, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι θεοί στον κόσμο: και τότε ακόμα θα πέσουν γονατιστοί μπροστά σε είδωλα.
[...]
Σου λέω πως ο άνθρωπος δεν έχει πιο βασανιστική έγνοια, όταν βρεθεί ελεύθερος, από το να βρει εκείνον, στον οποίο θα παραδώσει πιο γρήγορα το δώρο της ελευθερίας, που μ' αυτό γεννιέται αυτό το δύστυχο πλάσμα.

Αδερφοί Καραμάζοφ,  μτφρ.: Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη.

Αδελφοί Καραμαζόφ - Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (αποσπάσματα)

Τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Φ. Ντοστογιέφσκι “Αδελφοί Καραμαζόφ” είναι από τη συνομιλία ιεροεξεταστή – Χριστού (Σεβίλη, 16ος αιώνας)

Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ’ αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο απ’ την ελευθερία! Ενώ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνετες ψωμιά κι η ανθρωπότητα θα τρέξει πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη κι υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν’ αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τους δίνεις τα ψωμιά Σου. Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θάναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά;
Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητεί – τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’ αυτό γεννιέται ο δύστυχος.(…..)
Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων, Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Ή μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό.
Θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά ν’ αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ’ απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω απ’ το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής;(…..)Δεν κατέβηκες απ’ το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: «Κατέβα απ’ το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Συ». Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ’ αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Να, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξέ τους: Ποιον πήγες ν’ ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ’ ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι και Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σα νάπαψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ’ τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θάδειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θάταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος.

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ «ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ» ΤΟΜΟΣ Β
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Fedor Michajlovic Dostojevskij , «Έγκλημα και Τιμωρία»

«Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούριοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήταν πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. ΄Ολοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχιζαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους· η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες· τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ‘ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά  επαγγέλματα, γιατί ο καθένας πρότεινε μετατροπές και βελτιώσεις και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν· είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι, ορκίζονταν να μη χωρίσουν ποτέ, αμέσως όμως άρχιζαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που μόλις τώρα είχαν οι ίδιοι υπολογίσει, άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα.»


Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου. Εκδόσεις Γκοβόστη 2014.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

"Οι Δαιμονισμένοι" - Ντοστογιέφσκι


απόσπασμα από το αριστουργηματικό του έργο "Οι Δαιμονισμένοι" (σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου).

"(...) Ο πρίγκηπάς μας, ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, πρόσβαλε κατά τον χειρότερο τρόπο δυο-τρία πρόσωπα. Το σημαντικό, στην περίπτωση αυτή, ήταν που οι προσβολές του ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που γίνονται συνήθως. Ήταν κάτι προσβολές ελεεινές, σαν αταξίες κακομαθημένου παιδιού, και –ένας διάβολος ξέρει πώς το ‘χε καταφέρει έτσι- εντελώς αδικαιολόγητες. Ένας απ’ τους πιο ευυπόληπτους εφόρους της λέσχης μας, ο Πέτρος Παύλοβιτς Γκαγκάνοβ, άνθρωπος ηλικιωμένος, που πρόσφερε μάλιστα αρκετές υπηρεσίες στην πατρίδα, είχε την αθώα συνήθεια να τελειώνει κάθε του κουβέντα με την εξής φράση: «Όχι δα, κανένας δεν μπορεί να με τραβήξει εμένα απ’ τη μύτη!». Φυσικά, αυτό δεν έβλαπτε κανέναν. Μια φορά όμως, στη λέσχη, όταν πρόφερε και πάλι τον ίδιο αφορισμό μέσα στην έξαψη της κουβέντας , όλοι οι θαμώνες της λέσχης που είχαν μαζευτεί γύρω του (κι όλοι τους άνθρωποι καθωσπρέπει), είδαν τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, που στεκόταν παράμερα μοναχός του (και κανένας δεν του ‘χε μιλήσει), να πλησιάζει ξαφνικά τον Πέτρο Παύλοβιτς κι εντελώς αναπάντεχα, με πολλή δύναμη όμως, να τον αρπάζει απ’ τη μύτη με τα δυο του δάχτυλα! Πρόφτασε και τον έσυρε στο κατόπι του δυο-τρία βήματα μες στη σάλα. Καμιά έχθρα δεν τον χώριζε με τον κύριο Γκαγκάνοβ. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως ήταν μια απλή μαθητική αταξία, εντελώς ασυγχώρητη φυσικά. Κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, έλεγαν αργότερα πως ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς τη στιγμή που έκανε ό,τι έκανε, ήταν σχεδόν βαθυστόχαστος, «λες και του ‘χαν στρίψει». Αυτό όμως το θυμήθηκαν και το σκέφτηκαν πολύ αργότερα. Στην αρχή θυμούνταν μονάχα τη δεύτερη στιγμή, όταν πια ήταν σίγουρο πως είχε πλήρη συναίσθηση αυτού που είχε κάνει, κι όχι μονάχα δεν τα είχε χάσει, μα απεναντίας, χαμογελούσε άγρια κι εύθυμα, «χωρίς να δείχνει πως το μετανιώνει καθόλου». Έγινε τρομερή φασαρία. Τον κυκλώσανε. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς γύριζε και τους κοίταζε όλους χωρίς ν’ απαντάει σε κανέναν, παρατηρώντας με περιέργεια τα πρόσωπα εκείνων που του ‘χαν βάλει τις φωνές. Τέλος, σαν να ξανάπεσε ξαφνικά σε συλλογή –έτσι μας τα είπαν τουλάχιστον-, έσμιξε τα φρύδια του, πλησίασε με βήμα σταθερό τον προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς και, μιλώντας βιαστικά, φανερά λυπημένος, τραύλισε:



-Θα με συγχωρήσετε βέβαια... Αλήθεια, δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε ξαφνικά η επιθυμία... Ανοησίες...


Ζήτησε συγγνώμη με τόση αφροντισιά που ήταν κάτι σαν μια δεύτερη προσβολή. Η φασαρία έφτασε στο κατακόρυφο. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς ανασήκωσε τους ώμους του και βγήκε.


Όλ’ αυτά ήταν μια ανοησία, αναισχυντία μάλιστα –μια αναισχυντία προμελετημένη (αυτό δα ήταν φανερό απ’ την πρώτη στιγμή), και πάει να πει πως ήταν μια προσχεδιασμένη θρασύτατη προσβολή, που έθιγε γενικά όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι αυτό το νόημα έδωσαν στην πράξη του. Το πρώτο που έκαναν, ήταν να διαγράψουν στη στιγμή κι ομόφωνα τον κύριο Σταυρόγκιν από μέλος της λέσχης. Ύστερα αποφάσισαν ν’ αναφερθούν από μέρους ολόκληρης της λέσχης στον κύριο νομάρχη, εκφράζοντάς του την παράκληση να χαλιναγωγήσει πάραυτα τον κακόβουλο ταραξία, πριν ακόμα φτάσει η υπόθεση προ του δικαστηρίου, αυτό τον πρωτευουσιάνο «φίλεριν νέον», «διά της διοικητικής εξουσίας ην διαθέτετε, κύριε νομάρχα, εξασφαλίζοντας ούτω την κοινωνίαν ημών από πάσης επιβουλεύσεως». Πρόσθεταν ακόμα με κακεντρέχεια πως «ευελπιστούσαν ότι θα εξευρίσκετο και διά τον κύριο Σταυρόγκιν κάποιος νόμος». Τη φράση αυτή τη σοφίστηκαν για να υπαινιχτούν τη συγγένειά του με τη Βαρβάρα Πετρόβνα. Με μεγάλη τους απόλαυση υπερβάλανε τα πράγματα. Ο νομάρχης, λες και το ‘κανε επίτηδες, έλειπε κείνες τις μέρες απ’ την πολιτεία μας. Είχε πάει κάπου εκεί κοντά να βαφτίσει το παιδί μιας χαριτωμένης χήρας, που ο άντρας της είχε πεθάνει αφήνοντάς τη σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση. Ήταν όμως γνωστό πως θα γύριζε γρήγορα. Περιμένοντάς τον, προσπάθησαν να παρηγορήσουν τον ευυπόληπτο και προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς με τις θερμότερες εκδηλώσεις: τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Όλη η πολιτεία του ‘κανε επίσκεψη σπίτι του. Είχαν μάλιστα σκοπό να παραθέσουν γεύμα προς τιμήν του και μονάχα ύστερ’ από επίμονες παρακλήσεις του ίδιου εγκατέλειψαν αυτή την ιδέα, καταλαβαίνοντας ίσως επιτέλους πως, στο κάτω κάτω, δεν υπήρχε λόγος για γιορτές και πανηγύρια, μόνο και μόνο γιατί έτυχε και τον τράβηξαν τον άνθρωπο απ’ τη μύτη.


Κι όμως, πώς έγινε αυτό; Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Το αξιοσημείωτο είναι πως κανένας στην πολιτεία μας δεν απέδωσε το απρεπές εκείνο φέρσιμο σε τρέλα. Θα πει λοιπόν πως απ’ τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, αν και τον θεωρούσαν έξυπνο, ωστόσο το περίμεναν κάτι τέτοιο. Από μέρους μου εγώ, και τώρα ακόμα, δεν ξέρω τι εξήγηση να δώσω, παρόλο που’ χω υπόψη μου τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά, γεγονότα που θα ΄λεγε κανείς πως ξεκαθάρισαν τις αιτίες και, κατά τα φαινόμενα, τους έκανα όλους να ξαναβρούν την ηρεμία τους. Προσθέτω ακόμα πως ύστερ’ από τέσσερα χρόνια ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, σε μια διακριτική μου ερώτηση αναφορικά μ’ αυτό το περιστατικό της λέσχης, μου απάντησε σκυθρωπός: «Ναι, ήμουν αρκετά άρρωστος τότε». Μα, ας τα πούμε καλύτερα όλα με τη σειρά τους.


Ακόμα, μου φάνηκε περίεργο και κείνο το μίσος που έδειξαν όλοι τους, κι ο τρόπος που ρίχτηκαν πάνω «στον ταραξία, τον πρωτευουσιάνο μονομάχο». Ήταν αμετάπειστοι στη γνώμη τους, πως όλ’ αυτά έγιναν ύστερ’ από θρασύτατη προμελέτη κι υπολογισμένη προπαρασκευή, με σκοπό να προσβάλουν συλλήβδην όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι έγιναν εχθροί του, και γιατί τάχα; Ως το τελευταίο περιστατικό δεν είπε κακό λόγο σε κανέναν, δεν πρόσβαλε κανέναν. Ήταν ευγενικός σαν καβαλιέρος από μοντέρνο φιγουρίνι, με την προϋπόθεση φυσικά πως αυτός ο τελευταίος θα μπορούσε να μιλήσει. Η γνώμη μου είναι πως τους έκανε και τον μίσησαν η μεγάλη του περηφάνια. Ακόμα και οι κυρίες μας, που στην αρχή τον λάτρευαν, φώναζαν τώρα πιο πολύ απ’ τους άντρες. (...)".



Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Αποφθέγματα


  • Πάσχω, άρα υπάρχω.
Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γενικής Παιδείας) Κεφ. Ε, ενότ. 23, ΟΕΔΒ


  • Ο άνθρωπος είναι δυστυχισμένος γιατί δεν ξέρει ότι είναι ευτυχισμένος.
Οι δαιμονισμένοι (1872), Μέρος ΙΙ, κεφ. Ι


  • Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε εγώ είμαι ο Θεός.
Οι δαιμονισμένοι (1872), Μέρος ΙΙΙ, κεφ. VI

Πηγή: Το Υπόγειο, μετάφρ. Γιώργης Σημηριώτης, εκδ. Γράμματα (1990), ISBN 9603291293
  • Κύριοι, για να πούμε την αλήθεια, ο άνθρωπος δεν είναι κουτός. [...] Όμως κι αν δεν είναι κουτός, είναι φοβερά αχάριστος. Αχάριστος όσο δεν παίρνει. Νομίζω μάλιστα ότι ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου είναι ο ακόλουθος: ον δίποδο και αχάριστο.
Μέρος πρώτο, ενότητα 8, σελ. 34

  • [...] Όσο κουτός κι αν είναι ο άνθρωπος της δράσης, ο πρακτικός άνθρωπος, του περνάει κάποια στιγμή από το νου πως ο δρόμος τελειώνει πάντα κάπου· πως το κυριότερο δεν είναι να μάθει πού πηγαίνει ο δρόμος, αλλά να τραβήξει μπροστά, και πως το φρόνιμο παιδί δεν εγκαταλείπει το επάγγελμα του μηχανικού και δεν ρίχνεται στην ολέθρια τεμπελιά που, καθώς ξέρουμε, είναι η μητέρα της διαφθοράς.
Μέρος πρώτο, ενότητα 9, σελ. 38


  • συντ. Η τεμπελιά είναι η μητέρα της διαφθοράς.
  • Με μια λέξη ο άνθρωπος είναι παράξενα καμωμένος. [...] Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι ένα θαυμάσιο πράγμα· ε λοιπόν, και το δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο.
Μέρος πρώτο, ενότητα 9, σελ. 39


  • Χωρίς αγνή καρδιά δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια και δίκαιη συνείδηση.
Μέρος πρώτο, ενότητα 11, σελ. 44


  • Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ' όλον τον κόσμο, αλλά μόνο στους φίλους του.

Μέρος πρώτο, ενότητα 11, σελ. 44, 45

Αδελφοί Καραμάζοφ (1879-1880)
Πηγή: Αδελφοί Καραμάζοφ τόμος δεύτερος, μετάφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη (1990)


  • Σκέφτομαι πως αν δεν υπάρχει διάβολος κι αν κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ' εικόνα και ομοίωσή του.
«Ανταρσία», σελ. 130


  • Υπάρχει τάχα στον κόσμο έστω κι ένα πλάσμα μονάχα που θα μπορούσε και θα 'χε το δικαίωμα να συγχωρέσει; Δεν την θέλω την αρμονία, από αγάπη στην ανθρωπότητα δεν τη θέλω.
«Ανταρσία», σελ. 140

  • Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντί­δα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει.Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν.
«Ο Μέγας Ιεροεξεταστής», σελ. 154


  • Αδερφοί μου, μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων, α­γαπάτε τον άνθρωπο ακόμα και μες στην αμαρτία του, γιατί αυτή η αγάπη είναι το ομοίωμα της αγάπης του Θεού κι αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης. Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. [...] . Ν' αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη κι ασυννέφιαστη χαρά. [...] Ν' αγαπάτε ιδιαίτερα τα παιδάκια γιατί κι αυτά είναι αναμάρτητα, σαν τους αγγέλους, και ζούνε για να μας δίνουν χαρά, για να εξα­γνίζουν τις καρδιές μας και είναι σαν μια υπόδειξη για μας. Αλλοί­μονο σ' όποιον προσβάλει ένα παιδί.
«Απ' τις ομιλίες και τις διδαχές του Στάρετς Ζωσιμά», σελ. 252, 253


  • Το ανθρώπινο γένος δε δέχεται τους προφήτες του και τους θανατώνει, όμως οι άνθρωποι αγαπούν τους μάρτυρες και τιμούν εκείνους που οι ίδιοι βασάνισαν.
«Απ' τις ομιλίες και τις διδαχές του Στάρετς Ζωσιμά», σελ. 257

  • "Αν ο άνθρωπος επινόησε τον διάβολο, τότε τον φαντάστηκε κατ' εικόνα και ομοίωσή του"

  • Οι δαίμονες έχουν πίστη, αλλά τρέμουνε από τον φόβο τους.

Dostoevsky Fyodor- Ο παίκτης (αποσπάσματα)




- Παραφλυαρήσατε και χάσατε τον ειρμό σας. Αν όχι εμένα, την εχτιμησή μου νομίζετε όμως πως θα μπορέσετε να την αγοράσετε με χρήματα.- Ελάτε δα, κάθε άλλο. Σας είπα πως μου είναι δύσκολο να εξηγηθώ. Με πνίγετε. Μη θυμώνετε για τη φλυαρία μου. Καταλαβαίνεται, γιατί δεν κάνει να θυμώνει κανείς μαζί μου: είμαι απλούστατα τρελός. 
Άλλωστε το ίδιο μου κάνει κι αν θυμώνετε. Φτάνει πάνω στην καμαρούλα μου να θυμηθώ και να φανταστώ το θρόισμα μονάχα του φουδτανιού σας, κι είμαι έτοιμος να καταδαγκώσω τα χέρια μου. Και γιατί τάχα να θυμώνετε μαζί μου; Γιατί ονομάζω τον εαυτό μου δούλο; 
Επωφεληθείτε, επωφεληθείτε απ’ τη δουλεία μου επωφεληθείτε! Το ξέρετε πως κάποτε θα σας σκοτώσω; Δε θα σας σκοτώσω γιατί θα πάψω να σας αγαπώ ή θα σας ζηλεύω, μα έτσι – απλούστατα θα σας σκοτώσω, γιατί κάποτε με τραβάει κάτι να σας κατασπαράξω. Γελάτε...
- Δε γελώ καθόλου – είπε με θυμό – Σας διατάζω να σωπάσετε.
Σταμάτησε βαρυανασαίνοντας από οργή. Μα το θεό δεν ξέρω αν ήταν ωραία αλλά μ’ άρεσε πάντα να την κυττάζω σα σταματούσε μπροστά μου και για το λόγο τούτο ευχαριστιόμουνα συχνά να προκαλώ την οργή της. Μπορεί να το είχε προσέξει και θύμωνε επίτηδες. Της είπα αυτό που σκέφτηκα.
- Τί αισχος – φώναξε μ’ αποστροφή.
- Μου είναι αδιάφορο – εξακολούθησα – Ξέρετε ακόμα πως είναι επικίνδυνο να περπατούμε οι δυό μας: πολλές φορές με είχε καταλάβει μια ακαταμάχητη επιθυμία να σας χτυπήσω να σας παραμορφώσω να σας πνίξω. Και τι νομίζετε, δε θα φτάσουμε ως αυτού; Θα με κάνετε να φτάσω σε παροξυσμό. Λέτε να φοβάμαι το σκάνδαλο; Την οργή σας; Τι είναι για μένα ο θυμός σας; 
Αγαπώ χωρίς ελπίδα, και ξέρω πως έπειτα απ’ την πράξη αυτή θα σας αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο. Αν καμιά φορά σας σκοτώσω θα πρέπει κι εγώ να σκοτωθώ. Κι όμως εγώ θ’ αργήσω όσο μπορώ να σκοτωθώ για να νιώσω αυτόν τον αβάσταχτο πόνο του χαμού σας. 
Ξέρετε κάτι απίστευτο: μέρα με τη μέρα σας αγαπώ περισσότερο, κι αυτό είναι σχεδόν ανυπόφορο. Πως ύστερα απ’ όλα αυτά να μην είμαι 
μοιρολάτρης;
Θυμάστε τρεις μέρες πριν στο Σλάνγκεμπεργκ, σας ψιθύρισα αυτό που σείς προκαλέσατε: πέστε μια λέξη κι εγώ θα πέσω μέσα σ’ αυτό το βάραθρο. Αν είχατε πει αυτή τη λέξη θάχα πέσει τότε. Πως είναι δυνατόν να μην πιστεύετε πως θά ‘πεφτα; 
- Τί κουτή φλυαρία! – φώναξε η Πολίνα.
- Δε με νοιάζει διόλου, αν είναι κουτή ή γνωστική – φώναξα. – Ξέρω μονάχα πως μπροστά σας έχω ανάγκη να μιλώ – κι εγώ μιλώ. Χάνω όλο μου τον εγωισμό μπροστά σας κι αυτό μου είναι αδιάφορο.
- Γιατί να σας ανάγκαζα να πέσετε στο Σλάνγκεμπεργκ; είπε κείνη ξερά. Αυτό θα ήτανε εντελώς ανώφελο για μένα.
- Θαυμάσια! Φώναξα, τόπατε επίτηδες αυτό το υπέροχο «ανώφελο», για να με πνίξετε. Σας βλέπω δα πέρα ως πέρα. Ανώφελο, λέτε; 
Μα η ευχαρίστηση πάντα είναι ωφέλιμη, και μια άγρια, απεριόριστη εξουσία, έστω και σε μια μύγα, είναι κι αυτή στο είδος της μια απόλαυση. Ο άνθρωπος είναι δεσπότης από φυσικού του κι αγαπάει να βασανίζει. Αυτό σας αρέσει φοβερά.
Μετάφραση από τα Ρώσικα: Αθηνά Σαραντίδη Εκδόσεις: Γκοβόστη