Όταν βρέχει
δεν παίρνω ομπρέλα.
Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι
από το ξεκάθαρο.
Όταν δε βρέχει,
όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός
όσο κι αν τον πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου
δεν είναι ξεκάθαρη
καιρική συνθήκη η ευτυχία.
Δημόσιος καιρός
Όταν βρέχει
δεν παίρνω ομπρέλα.
Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι
από το ξεκάθαρο.
Όταν δε βρέχει,
όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός
όσο κι αν τον πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου
δεν είναι ξεκάθαρη
καιρική συνθήκη η ευτυχία.
Δημόσιος καιρός
Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη
πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.
Παλαιά σχέση ψυχραμένη.
Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων
πού διαλύονται.
Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι.
Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου.
Είναι αλλαγή της εποχής μου.
Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή.
Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο.
Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά.
Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής από μέσα.
Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ.
Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος.
Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη
σε διπλή τιμή με πικραίνουν
— ένα ματσάκι ωχρότητά σου.
Είμαι στα ίχνη μιας βροχής
Περίεργης. Σαν να έβρεχε, άλλοτε.
Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.
Απόρρητα βρέχει.
Σα να 'ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας —
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.
Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να 'ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει — απ' τη νεότητα των άλλων.
Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατος μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.
Χαίρε ποτέ, Στιγμή 1988, σ. 80-81.
Αναβάλλω την υπόστασή μου, ανακόπτω τη σύμβασή μου
με το χειμώνα,
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι, ξαπλωμένη, απλωμένη
απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη,
ανθίζω συναισθήματα, και είμαι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν και τοποθέτησιν.
«Απαγορεύεται η άνοιξις!» ξάφνου μια πινακίδα-σύννεφο απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως
και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος
μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.
Παράβασις, λοιπόν, βαρεία, και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη,
με οικογενειακές υποχρεώσεις, και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέσιν
και χειμώνες.
Πηγή: Κική Δημουλά,Ποιήματα,1998
Επιβλαβής ο καπνός και ο βίος
«Το κάπνισμα βλάπτει
σοβαρά την υγεία»
αλήθεια τι ν’ απέγινε
ο διάσημος εκείνος ωραίος ηθοποιός
ξεχνώ τ’ όνομά του
εκείνος με το καουμπόικο καπέλο
ο αφηνιασμένος καβαλάρης τού Μάρλμπορο
να διασχίζει καλπάζοντας
την αχανή αφίσα τής διαφήμισης
να υπερπηδά το πανύψηλο εμπόδιο
τής προειδοποίησης
«το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία»
να κεντρίζει με τού καπνού τα σπιρούνια
τον κίνδυνο να τρέξει πιο γρήγορα
αφηνιάζοντας το τσιγάρο στο στόμα
πώς τον έλεγαν αλήθεια ξεχνώ
ιδού η λήθη
μη δε βλάπτει κι αυτή σοβαρά τη ζωή;
το υγιές νόημα – νήμα τού βίου
μη δεν ξεχνιέται – κόβεται
σα να ’ταν όλο βλαβερό;
Αβλαβές είναι μόνο το άβιο.
Απόδειξη τι καπνό φουμάρει
εκ γενετής η ανυπαρξία.
Έπαθε τίποτα;
Από τη συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», εκδ. Ίκαρος, 2007.
Τον θυμάμαι ακόμα.
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στο χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.
Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.
Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives – αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.
Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988)
Θα ήθελα
κάπως αλλιώς ν’ αγαπιούνται τα πράγματα
στριμωγμένα
σ’ ένα μικρό δωμάτιο που να είναι
μπάνιο κουζίνα μαζί κι υπνοδωμάτιο
εντός και το καθιστικό
η μία χρήση να νίβει την άλλη
χώρισμα να μην υπάρχει
ούτε χώρος – σπιθαμή
για το χωρισμό.
Θα ήθελα;
Και πού θα κοιμάται η προσποίηση;
αγκαλιά με την αγάπη;
Άνω τελεία, 2016
Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων
ενόχλησες και την ορθογραφία μου.
Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω
συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δυο μαζί ενώνω — το ζω το αφήνουμε έξω
για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός.
Δεν είναι λάθος φίλε μου.
Είναι μια πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.
Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον
που τα κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.
Συνδυασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν
τη ρηματική τού ζω απεραντοσύνη.
Απ’ τη σκοπιά του καθενός η ορθογραφία.
Πάρε παράδειγμα
τι κινητά που γράφεται το ψέμα:
όταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον
σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Όμως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθα
τότε το γράφεις ψαίμα.
Ρωτάς από πού ως πού
γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.
Ποιος ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια
ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση
το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν
και η αοιδός επιθυμία
απ’ την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.
Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό.
Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988) της Κικής Δημουλά
ΕΚΜΑΓΕΙΟ ΕΝΟΧΗΣ
Γιατί άραγε να με αγαπούσε απόψε
τόσο πραγματικά εκείνο το όνειρο;
Γιατί μου έλεγε κράτα με
μη μ’ αφήνεις να ξυπνήσω;
Ανησυχώ. Συνήθως
έτσι αγαπάμε την απώλεια.
Λες να μη με ξαναονειρευτεί
αυτή η πολύ συνηθισμένη απώλεια;
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ
Κύριε
μη μας πάρεις κι άλλο
τις απώλειές μας.
Δεν έχουμε που αλλού να μείνουμε.
ΠΗΓΗ: Κική Δημουλά, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, (Ίκαρος 2008)
Αναδημοσίευση από: Εξιτήριον