Μοῦ ζήτησε ταυτότητα γιά τό γνήσιον τῆς μορφῆς
Νεαρόν τό ἔτος τῆς ἐκδόσεως
καμάρωνε τῆς γεφυρούλας μύτης τό σηκωμένο φρύδι.
Μᾶς κοίταξε καχύποπτα ὁ ὑπάλληλος
φορώντας ἀμέσως χειροπέδες
στίς μεγάλες διαφορές μήν ξεφύγουν.
Ὕστερα μᾶς ἄδειασε βίαια καί τίς δυό
στό ἐκκοκιστήριο τῆς συγκρίσεως
γέμισε ὁ τόπος ἀποφλοίωση.
Μιά κοίταζε στά γλήγορα ἐμένα
καί μιά ἐκείνη ἐπίμονα σά νά μέ ρωτοῦσε
ἄν μέ γνώριζε. Μά ἠ φωτογραφία γιά νά λάβει
τό ὕπατο χρίσμα τῆς ἀμετάβλητης
δίνει ὅρκο βαρύ νά μή γνωρίζει μήτε τά πρίν
μήτε τά ἔπειτά της.
Γέμισε ὁ τόπος ἀποφλοίωση.
Σκυμένος στό καθῆκον ὁ ἀνακριτής
πῆρε ἀργά ἀργά νά ξεβιδώνει
μιά μιά τίς ἐσοχές τῆς ἀμυδρότητας
μήν ἦταν ἐκεῖ μέσα κρυμμένη ἡ ὁμοιότης.
Τρέμοντας ἐγώ μήπως χαθοῦνε τά βιδάκια
ὕψωσα φωνή ἀγανακτήσεως
συντομεύετε κυριέ μου συντομεύετε
ὅσο ἀργεῖτε τόσο χειροτερεύει
τό δύσβατο ἔργο τῆς ἀναγνώρισης.
Μήν ξεχνᾶτε ὅτι μετά τό μεσονύκτιο
πέφτει διπλή ταρίφα ὁ χρόνος στό ρολόι
διπλά καί τρίδιπλα κυλᾶνε τά χιλιόμετρα
στό πρόσωπο.
Ἐπιτέλους πρώτη φορά σας εἴδατε νεότητα
νά μήν μοιάζει διόλου μέ τήν ἀπώλειά της;
Κική Δημουλᾶ, «Ἑνός λεπτοῦ μαζί», Ἴκαρος, Ἀθήνα 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου