Πρωινό τραῖνο.
σ' ἕνα πρωί μαγευτικό κι ὡραῖο,
νά τρεμολάμπει ἀνάλαφρο τό ἀστέρι
τοῦ πόθου τῆς ζωῆς μέσα μας, νέο.
Ἡ ψυχή σάν χυμός νά πλημμυρίζει
τό στῆθος μας κι οἱ πόροι μας ν᾿ ἀνοίγουν
πρός ὅ,τι ἀναπνέει καί ψιθυρίζει,
ἐνῶ οἱ νύχτιοι πόθοι ὁρμοῦν νά φύγουν.
Ἡ νοσταλγία νά κουρταλεῖ τά φρένα
καί νά τά καίει μιά ἀνυπομονησία,
γιά κάποια τάχα πού θαρθοῦνε ξένα
πρόσωπα μέ τό τραῖνο ἀπό ἐπαρχία.
Ὅπου εἶχαν χρόνια ζήσει ξεχασμένα
γιά μᾶς, γι αὐτά, γιά ὅλους, σάν ἀσβόλη,
καί μιά μέρα κινοῦν συντροφεμένα,
νά γίνουν πάλι νούμερα στήν πόλη.
Νά συνηθίσουμε ξανά τό βῆμα,
πού φέρνει τό κορμί των μέσ' τή χώρα,
τή σιλουέττα, τό ὕφος, πού μέ νῆμα
μυστικόν ἀχνοπλέκεται κάθε ὥρα.
Ἀνυπομονησία καί γιά κοπέλλες,
πού αὐγάσαν ἄλλοτε τό λογισμό μας,
καί τήν ἐνθύμησή μας μέ κορδέλλες
ἐδέσανε γιά πάντα -στό χαμό μας....
Καί τό τραῖνο νά φτάνει καί νά μπαίνουν
κάποιες ἀχνές μορφές, ἀγρυπνισμένες,
κι ἄλλες, χλωμές κι ἀγνώριστες, νά βγαίνουν
καί νά ξεχνιούμαστε καί μεῖς, ξένοι στίς ξένες...
Καί στό σπίτι μας πάλι νά γυρνοῦμε,
χαηλωμένοι, μαῦροι, τρισθλιμμένοι,
τόν ὕπνο τό χαμένο γιά νά βροῦμε
κι ἄς ἦταν νά σκωθοῦμε πεθαμένοι!
Ρῶμος Φιλύρας, «Ὄρθροι», ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Α΄, σ. 146.
Ὁ θρῆνος τῶν προσφύγων
Στό λευκό βράδι τῆς Ἀθήνας ἔρχονται
οἱ πρόσφυγες, οἱ αἰχμάλωτοι κι οἱ σκλάβοι,
σκλάβοι Τουρκιᾶς αἱμόδιψης καί ρίχνουνε
στήν πίκρα μας, λάδι νά τήν ἀνάβει.
Τό βράδι, ἐνῶ ἡ Χαρά πάει στό περπάτημα
κι ἡ Ἀθηναία προβαίνει νά ξεσκάσει
στόν Κῆπο καί στό Ζάππειο καί στό Σύνταγμα
κι ἀνάπνοια κάρωσης τινάζει ὅλη τήν Πλάση.
Πασπατευτά προβάλλουν ἀπ᾿ τά πέριορα,
τίς συνοικίες τίς εὐτυχισμένες
ἀλλοτινά καί πάντα καί τό χέρι τους
ἁπλώνουνε, ζητιάνοι, στίς παρθένες.
Δέν εἶν᾿ οἱ χτεσινοί, δέν εἶν᾿ οἱ ἀπόκληροι,
καθημερινά ναυάγια τῆς Ἀθήνας,
δέν εἶναι μιᾶς πρωτεύουσας ξαστόχημα,
γέροι ἀφημένοι, σκέλεθρα τῆς πείνας.
Δέν εἶν᾿ ἀπομεινάρια ξαφνορφάνευτης
γενιᾶς καί ξεκληρίσματα φαμίλιας,
δέν εἶν᾿ ἀτυχισμένα γυναικόπαιδα
μάνας, πού κύλησε σαράκι ζήλιας.
Εἶν᾿ οἱ ἀδελφοί μας τῆς Ἀσίας, στό χάλασμα
ποῦ ρήμαξε ἀπ᾿ τό ντρόπιασμα τή Σμύρνη,
πού φύγαν ξάφνου, στή φοβέρα τοῦ ἄνομου,
ἐνῶ ὥς τά χτές ἐζῆσαν σ᾿ εὐφροσύνη.
Νάτοι! περνοῦν καί μάς ζητοῦν περίκλαυστοι
βοήθεια στήν τρανή τους δυστυχία,
εἶναι πολλοί, κουρελιασμένοι κι ἄμοιροι
κι ἐμᾶς ἡ μπόρεσή μας γιά ἕναν, μία.
Ἄ! πίκρα, ἀλόη καί τό πιοτό νά γένεται
στά χείλη μας, σάν ᾿γγίξουν τό ποτήρι,
ἄχ! δάκρυα στερεμένα πού δέν χύνεστε
πλημμύρα, στῆς ζωῆς τό πανηγύρι.
Δάκρυα κλαμένα κι ἀκλαυτα, μά αἰώνια,
πιό δυνατά τ᾿ ἄχυτα ἀπ᾿ τά χυμένα,
νά σπαρταρᾶτε στίς ἀδένες, στά μελίγκια μας,
γιά ὅλους πλούσια κι οὔτε γιά τόν ἕνα.
Ρῶμος Φιλύρας, «Φυλή», ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Α΄, σ. 290.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου