Μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἄφωνα τά βάθη τῆς ἀπύθμενης ἀβύσσου
νιώθω, Μάνα, ν᾿ ἀνεβαίνει, τήν Ἀγάπη τή βουβή Σου,
κάθε μέρα, νά τήν ἔχω στυλοβάτη κι ὁδηγό μου!
Ξέρω, Θέ μου, -πῶς τό ξέρω!-πώς δέ χάθηκες, γιά μένα,
κι εἶναι πάντα Σου τά μάτια στήν καρδιά μου στυλωμένα,
-καί στό καθετί πού θέλω, καί στό καθετί πού κάνω,
κάθε σκέψη Σου, μέ πάθος, εἶναι γύρω κι ἀπό πάνω...
Ξέρω Θέ μου, πῶς τό ξέρω!-, καί τήν πιό μικρή μου πράξη,
πώς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρυπνό Σου μάτι, τίποτα δέν ἔχει φράξει,
-κι ἔτσι μόνος πού παλεύω, μές στοῦ κόσμου τά συμβάντα,
μέ λατρεύεις, ὅπως πάντα, καί μέ νιώθεις ὅπως πάντα!
Ξέρω, ἀκόμα, -πῶς τό ξέρω!-, πώς κι ἄν ζοῦμε, τώρα, μόνοι,
μές στήν ἴδια τή λαχτάρα, κάποιο τί μᾶς ἀνταμώνει,
-καί πώς ἄν ἡ Μοίρα θέλει νά ᾿μαστ᾿ ἔτσι χωρισμένοι,
καταλύτρα τῶν Θανάτων, ἡ Στοργή Σου μέ προσμένει...
Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Τά Ποιήματα», εἰσαγωγή-σχόλια-παρουσίαση, Ἄρης Δικταῖος, Φέξης, Ἀθήνα 1964.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου