Τριαντάφυλλα τα σύννεφα,
στο μάκρος στην οδός—Σκουφά,
και μενεξέδες το βουνό,
ψηλά, το μεσημεριανό.
Δουλειά δεν έχω, κι' όλο αργώ,
κ' η ώρα με σέρνει νοσταλγό,
από σούδες και χαντάκια,
σε μιαν άκρια στα Πευκάκια.
Τριγύρω μου, περνούν γοργές
και σμείγουν στις κατηφοριές
Αμαδρυάδες απ' τα σκοίνα
κι ομορφιές της οδός—Σίνα.
— Άργησες και χεροκροτεί,
η τάξη τον καθηγητή,
Αμαδρυάδα με κυλόττα
και με του καπνού τα χνώτα!
Αχ, κρίμα, τέτοιο φως παιδιά,
μες στης Αθήνας την καρδιά!
Τέτοια μέρα όσο σπιθίζει,
όλη η δόξα δεν αξίζει
όσο έν' αγκάθι αχτιδωτό
στη ρίζα στο Λυκαβηττό,
όσο η διπλή η περπατησιά
μες στα χαλίκια τα χρυσά...
από την Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 29ος
(εξ αναδημοσιεύσεως από την Νέα Εστία, τ.361, 1943)
Εκδόσεις: Αετός, 1954
- και από την παγκόσμιο ανθολογία ποιήσεως, τόμος Β'
Εκδόσεις: Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953
Αναδημοσίευση από: https://travelling-by-literature.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου