Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. Κύπρος-Τουρκική εισβολή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. Κύπρος-Τουρκική εισβολή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Γιάννης Ρίτσος Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο


Ι
Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.
Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σού μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.
Τί θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, —
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, πού μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι Ανάστασης καμπάνα.

II
Χρυσή, λιανότρεμη χορδή, στον αέρα τεντωμένη,
χαμόγελα κελάηδαγες μέσα στην οικουμένη.
Και τώρα πώς σε τύλιξαν ματόβρεχτο κουβάρι —
ή οργή μας μες στο δάκρυ μας μαχαίρι στο θηκάρι.
Κι εκείνη ή άμωμη μορφή, πού εψαλμωδούσε τ’ άγια,
χιλιάδες βόλια δέχτηκεν αντίς δάφνες και βάγια.
Κι από μακριά το πατρικό, το μέγα χέρι υψώνει
και το κατάμαυρο ψωμί της προσφυγιάς σταυρώνει.

III
Το δάκρυ κράτησέ το ορθό, κράτησε ορθό και το αίμα
μη σού θολώσει την καρδιά της αρνησιάς το ρέμα.
Τούτο το φώς δεν κρύβεται, φεγγοβολάει και δείχνει
μέσα στην πιο βαθιά νυχτιά των δολοφόνων τα ίχνη.
Τούτο το φώς δεν σώνεται, σπαθί δεν το θερίζει•
ραντίστε τούς ωραίους νεκρούς με ανθόφυλλα και ρύζι.
Κι απέ στεριώστε τη γροθιά στου κόσμου το τραπέζι•
δω πέρα ο δίκαιος θα κριθεί κι αυτός που κρυφοπαίζει.

IV
Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι,
αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι.
Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα•
ψυχή και σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.
Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους —
βγάζουν με τα δαχτύλια τους τί βόλια απ’ τις πληγές τους,
Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους
και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τούς πρώτους.
V
Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτυρίων,
το αιώνιο φώς σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων.
Δώστε τον όρκο, αδέλφια μου, καταμεσής στην πλάση
τ’ άδικο πια να δικαστεί, το δίκιο να γιορτάσει.
Κι ή Δόξα, στην ολόμαυρη πού περπατούσε ράχη,
τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.
Καρλόβασι, 20 Αυγούστου 1974]

Ποιήματα, Τόμος ΙΑ', Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Κώστας Γουλιάμος - Του Φονικού Αγέρας

 Ιούλης
Τόπος του ήλιου
Από πέτρα σε πέτρα
Άσημη σκιά ξερολιθιάς
Γύρω ωχρά ξεράγκαθα
Και κάθε τόσο σαύρες
Ψάχνοντας στα κρυφά
Το πιο τρυφερό θυμάρι
Τα πιο άγρια φρύγανα

Ιούλης
Της εισβολής
Ωράριο σαρκοβόρο
Δεν τους έφερε η θάλασσα
Στο Πέντε Μίλι
Στους εξώστες της Κερύνειας
Δεν τους έφερε ο ουρανός
Στου Μπέλα Παϊς τις βαθιές κοιλάδες
Δεν ήρθαν για τις λεμονιές

Ιούλη
Άρχισε τ’ άγριο φονικό
Μεγάλη η νύχτα
Μαύρα άλογα στ’ ακίνητο ακρογιάλι
Σκληραίνει το φως
Απ’ τον φεγγίτη ποιος ακούει τύμπανα
Ποιος βλέπει κορμιά να πέφτουν
Τους λαβωμένους σε χαμόσπιτα
Ανάκατα γυναίκες παιδιά γερόντοι
Μάτια κλειστά γυαλιστερές κροκάλες
Λάπηθος Καραβάς Παλαίκυθρος

Ιούλη
Τα σκυλιά δεν σωπαίνουν

Σπαθιά να βρέξεις ουρανέ
μαχαίρια να χιονίσεις

Πώς να γαληνέψουν οι άνθρωποι
Άλλους τους κόβουν σαν γυαλί
Σε ποιον να μιλήσεις
Σε ποια ψυχή το αίμα να ψάξεις
Ήλιος κι αίμα νύχτα μέρα
Μέρες λείψανα χωριά
Της Καρπασίας μικρά ρυάκια
Νεκροί δαγκώνουν στάχυα
Καρφιά χτυπούν τις πέτρες
Τυραννισμένο φως ξεραίνει τα χωράφια
Σκουλίκια ξεχύνονται απ’ το σαρκίο
Φιλιωμένα με το θάνατο σκουλίκια
Σώμα πάνω στο σώμα
Στο άχαρο τούτο κοιμητήρι
Ερπετά κουρνιάζουν
Κάθε κλαδί τα κρύβει
Ψάχνουν νεκρούς
Που τελειωμό δεν έχουν

Ιούλη
Καίγεται η γη
Πέρα στ’ ανοιχτά του λόφου τεθωρακισμένα
Γυρεύουν τον άδη φαντάζονται
Τον άδη να μεγαλώνει με ακρίβεια
Το σπίτι να καίγεται με ακρίβεια
Απ’ το τρύπιο σπίτι δεν βλέπεις το φεγγάρι
Το φεγγάρι χάνεται στο νερό
Υπάρχουν στ’ αλήθεια φεγγάρια πολλά
Οι αλυσοδεμένοι τα βλέπουν
Όταν το φως πεθαίνει
Δεν ζωγραφίζουν
Ώρα να μιλήσεις
Μελάνι της σήψης
Αμίλητο μελάνι παλιάς συμμορίας
Σε ποια ψυχή να μιλήσεις
Μακριά συμβαίνουν ακόμα μάχες
Έγινε στάχτη η θάλασσα
Και τα καπνισμένα λιόδεντρα
Χολή θανάτου

Άγιος Ανδρέας, Λευκωσία, Ιούλης 2025


Σε πλάγια κατά σειρά στίχοι: Octavio Paz, Παραδοσιακό, Dylan Thomas, Georg Trakl

Πηγή: https://booksitting.gr/2025/07/18/kostas-gouliamos-tou-fonikou-ageras/

Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Μνήμες επιστρατεύσεως


"Ξύπνα, επιστράτευση!", άνοιξα τα μάτια τρομαγμένος (είχα κοιμηθεί αργά, μιας και ξημέρωνε Σάββατο) και είδα το πατέρα μου πάν' από το κεφάλι μου. "Σήκω, φεύγουν οι φίλοι σου για Λιβαδειά, πού έχεις το απολυτήριο;", συνέχισε. Σηκώθηκα και συγκέντρωσα τα απαραίτητα: απολυτήριο (γαλάζιο), Ατομικό Βιβλιάριο Μεταβολών και Εκπαίδευσης, αστυνομική ταυτότητα, κάποια χρήματα. Είχα απολυθεί από το στρατό 15 μήνες πριν. Στις 13.30 έφυγα από την Αντίκυρα για τη Λιβαδειά. Πέρασα από το Στρατολογικό Γραφείο, επιβεβαίωσα ότι παρουσιάζομαι στα Φάρσαλα κι έφυγα, μαζί με πολλούς επίστρατους, με το φορτηγό του Γιάννη Άννη για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Πήχτρα στον κόσμο ο σταθμός. Κάμποσοι τουρίστες που τα είχαν χαμένα. Τέσσερις μικροί Ολλανδοί επιχείρησαν να φωτογραφήσουν μα τους εμπόδισε ένας χωροφύλακας. Τραίνα περνούσαν με επίστρατους κρεμασμένους στα παράθυρα. Κανένα δεν σταματούσε. Εντέλει βαδίσαμε ως την Χαιρώνεια και φύγαμε από κει με ένα ημιφορτηγό. Οι πιο πολλοί Αντικυραίοι. Στην Αταλάντη δύο πρατηριούχοι καυσίμων αρνήθηκαν να μας δώσουν αέρα για τα ελαστικά. Στα χωριά περνώντας μας χειροκροτούσε ο κόσμος. Κοντά στις Θερμοπύλες χάλασε το σωληνάκι της τρόμπας του ημιφορτηγού. Πήγαμε πεζή ως τη διασταύρωση με την εθνική οδό προς Λαμία. Συμπτωματικά σε λίγη ώρα πέρασαν και σταμάτησαν με τα φορτηγά τους ο Γιώργος Αλτάνης κι ο Τσετσόγιαννος, Αντικυραίοι, που πήγαιναν να παραδώσουν τα οχήματά τους στα Φάρσαλα κι εκείνοι. Σαλτάραμε και φτάσαμε στα Φάρσαλα γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει να ήμασταν κοντά στα 7.000 άτομα σκορπισμένα στο άκοπο γρασίδι του χώρου επιστρατεύσεως. Νύχτα υγρή. Κρύωνα. Είχα μαζί μου ένα αντιανεμικό γαλάζιο. Το τυλίχτηκα και με πήρε ο ύπνος. Οδηγίες από μεγάφωνα καθοδηγούσαν τους επίστρατους ανά διαστήματα σε ποια πύλη του στρατοπέδου έπρεπε να επιβιβαστούν σε λεωφορεία που θα τους οδηγούσαν στα τάγματα συγκρότησης. Χαράματα της Κυριακής προσκάλεσαν κι εμένα, μαζί και όσους είχαμε κοινή κωδικοποίηση στα φύλλα πορείας. Πήγαμε σε μια τεράστια αποθήκη. Παραλάβαμε λινοστολή και το σάκο. (Χρόνια αργότερα διαπίστωσα ότι εκείνος που μου έδωσε τα υλικά ήταν ο κληρωτός Ελπιδοφόρος Καρβώνης, από τη Σύρο, που υπήρξαμε για αρκετές δεκαετίες συνάδελφοι στο εργοστάσιο αλουμινίου, φίλοι και συνοδοιπόροι στην όμορφη υπόθεση του περιοδικού Εμβόλιμον). Ανεβήκαμε στα λεωφορεία και φθάσαμε στους Σοφάδες. Συγκροτηθήκαμε ως 554 Τάγμα Πεζικού. Διαπίστωσα πως όλοι οι συγχωριανοί βρεθήκαμε στο ίδιο τάγμα. Σοφή πρόνοια σχεδιασμού, ώστε στη μάχη (ποια μάχη τελικά που ένα φιάσκο αποδείχτηκε όλο αυτό το ταρατατζούμ, αλλά εκείνη την πρώτη μέρα κανείς δεν ήξερε...) και στον φόβο του θανάτου να έχεις γνωστούς και συγγενείς κι αγαπημένους να σε εγκαρδιώνουν και να σε φροντίζουν, κι εσύ εκείνους. Ο συγχωριανός μου Σπύρος Παπαγεωργίου δεν βρίσκεται, δεν εντοπίζεται στις καταστάσεις επιστρατεύσεως του τάγματος. Παίρνει φύλλο πορείας για τον Βόλο. Μετά από λίγες ημέρες επιστρέφει γιατί δεν τον βρίσκουν πουθενά. Αποστρατεύεται και μας αποχαιρετά κοροϊδεύοντάς μας, ο τυχερός. Τοποθετήθηκα στον 2ο λόχο, στη 2η διμοιρία, στην 3η ομάδα. Σιτιστής του λόχου. Στήσαμε τις σκηνές μας, πλάι στο ποτάμι. Κάτοικοι των Σοφάδων έφερναν διαρκώς φαγητά. Το πιτσιρικομάνι περιδιάβαινε ανάμεσά μας. Δεν διώχναμε τα παιδάκια. Πιάσαμε γνωριμίες. Έγραψα ένα σύντομο γράμμα στη μάνα μου. Το έβαλα στον φάκελο και το έδωσα σε μια κοπελίτσα να το ταχυδρομήσει την επομένη. Παραλάβαμε οπλισμό. Κασόνια με τυφέκια Μ1 μέσα σε γράσο. Χρέωσα τα όπλα στους στρατιώτες του λόχου μου κι αρχίσαμε το καθάρισμά τους. Μοιράστηκα τη σκηνή με τον Μήτσο Κούκο. Κοιμηθήκαμε με την υγρασία να περονιάζει τα κόκαλά μας. Τη Δευτέρα βγήκα στο χωριό. Τηλεφώνησα στο σπίτι. Αγόρασα εφημερίδες κι ένα καρπούζι. Το βραδάκι μάθαμε από το ράδιο ότι έγινε ανακωχή στην Κύπρο. Βρήκα συγκληρωτούς μου από το τάγμα που υπηρετούσα στο Πολύκαστρο. Τα είπαμε. Τρίτη πρωί βάλαμε καζάνια στην ακροποταμιά. Συσσίτιο ημέρας φασόλια ξερά. Καθώς κόχλαζε η φασολάδα κάτω από τις πανύψηλες λεύκες της όχθης πέφτει ένα μακρύ νερόφιδο στο καζάνι του 3ου λόχου. Ο μάγερας το χτυπάει με την κουτάλα και το βγάζει. Συνεννοούμαστε μάγειροι και σιτιστές να μην πούμε τίποτα και μείνουν νηστικοί οι επίστρατοι. Κατά τις 16.30 μας ειδοποιούν ν΄ ανεβούμε στα ΡEO εν αναμονή αναχωρήσεως. Επιβιβαζόμαστε. Έρχεται κατά τις 18.00 με μια βέσπα ο κουνιάδος του φίλου μου Γιάννη Τσούπρου, από την Κοκκινιά, καθυστερημένος επίστρατος, κι έφερε νέα από την Αθήνα. Κάτι παίζει με τη χούντα μας λέει, κάτι με τον Καραμανλή. Να δούμε... Μας ενημερώνουν ότι θ' αναχωρήσουμε κατά τα μεσάνυχτα κι ότι μπορούμε να πάμε στο χωριό αν θέλουμε να βρούμε να φάμε. Κάναμε μια παρέα και φάγαμε κοντοσούβλι σ' ένα μαγαζί. Εκεί ακούμε στις 19.00 το έκτακτο ανακοινωθέν παράδοσης της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση κι ότι στις 20.00 θα συσκεφτούν οι αρχηγοί των πολιτικών σχηματισμών. Ανακοινώνεται ο ερχομός του Καραμανλή από το Παρίσι. Στις 23.00 δίνεται εντολή επιβίβασης για αναχώρηση. Ανεβαίνουμε στα οχήματα πάλι. Ένα μικρός από τους Σοφάδες, ο Κωστάκης, έχει κολλήσει από την πρώτη μέρα κοντά μου και δεν ξεκολλάει. Κάθεται πάνω στο ΡΕΟ πλάι μου και κλαίει που θα φύγω. Δεν ξέρω πώς να παρηγορήσω το παιδί. Του υπόσχομαι να τον θυμάμαι κι ότι θα επιστρέψω όταν τελειώσει η επιστράτευση να τον συναντήσω. Τον βάζω να μου υποσχεθεί ότι θα διαβάζει στο σχολείο. Δίνουμε τα χέρια. Χαϊδεύω το κεφάλι του και επιτέλους αποβιβάζεται. Αναχωρούμε. Αργά τη νύχτα διασχίζουμε την έρημη Λάρισα και ξημερώματα μπαίνουμε στην Κατερίνη. Στο δρόμο που οδηγεί στην πρώτη πλατεία της πόλης, εκεί μπροστά στην Εθνική τράπεζα, ομάδες μαθητριών, φορώντας τις μπλε ποδιές τους, μας πετούν πρόχειρα δεματάκια. Εκείνο που μού ΄λαχε είχε ένα κουτί μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου, φυλλαράκια τσίχλες δυόσμου, ένα πακέτο τσιγάρα 22 φίλτρο, σπίρτα, κι ένα κομματάκι χαρτιού με σταμπωτές καρδούλες. Φύλαξα το χαρτάκι και τις τσίχλες ενθύμιο. Κάπου πρέπει ακόμη να βρίσκονται. Φτάνουμε λίγο πιο μετά στο χωριό Βρυά, 19 χλμ βόρεια της Κατερίνης. Στρατοπεδεύουμε. Καπνοχώρι με τους πιο πολλούς άντρες να λείπουν στη Γερμανία μετανάστες. Στήνουμε σκηνές. Πάω στο κοινοτικό γραφείο μήπως τηλεφωνήσω στο σπίτι. Αποτυχία πλήρης. Ένα καβουρδιστήρι με μανιατό δεν είναι ικανό να βγάλει ούτε Κατερίνη. Η τηλεγραφήτρια ζητάει συγγνώμη, λες και φταίει. Την επομένη, Πέμπτη 25 Ιουλίου, κατεβαίνουμε μεγάλη παρέα στην Κατερίνη μέχρι τις 22.00. Τηλέφωνο στο σπίτι. Την επαύριο και πάλι στην πόλη. Φωτογραφίες με φίλους. Περιοδικά, Εφημερίδες. Μπάνιο στο ξενοδοχείο Ολύμπιον. Απόλαυση, επιτέλους! Αγοράζω γραφική ύλη και βιβλία από το βιβλιοπωλείο Παπανικολάου. Σάββατο πρωί, μετά το εγερτήριο, καλούν συγκέντρωση στο χωράφι που στρατοπεδεύουμε προκειμένου να γίνει αγιασμός. Έρχεται ο στρατιωτικός ιερέας. Ο διοικητής αντισυνταγματάρχης Φλώρος (τον είχα υποδιοικητή στην κανονική μου θητεία στο 525 Τ.Π. στο Πολύκαστρο, τον ξαναβρήκα εδώ) ζητά κάποιον να γνωρίζει να ψάλει. Βγαίνω δύο βήματα από το στοίχο μου. Ξεκινάμε. Ρίχνω κάτι "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε" που τα ευχαριστιέται η ψυχή μου. Ο διοικητής μετά τον αγιασμό μού ζητάει να ψέλνω κάθε Κυριακή στον άγιο Στέφανο, την εκκλησία του χωριού, (καταθέσαμε τη μισθοδοσία μας του Αυγούστου για την αγορά μιας καμπάνας με τα στοιχεία του τάγματος επιστρατεύσεως και τη δωρίσαμε στον άγιο Στέφανο) για να εκκλησιάζονται οι επίστρατοι. Το απόγευμα ποδόσφαιρο μέσα στα οργώματα. Τη νύχτα σκοπός, γερμανικό νούμερο. Την επομένη, Κυριακή 28 Ιουλίου ψέλνω και μετά συσίτιο. Καλαμαράκια και κρασί μπόλικο. Ανεβαίνουμε με έναν λοχία, αγιογράφο, σε ένα τρακτέρ και πάμε στο χωριό Ριτίνη. Καφές. Ξύρισμα στο κουρείο. Στο τάγμα δύο κρούσματα ηπατίτιδας. Μέρα με τη μέρα περνάμε σε κατάσταση αποκτήνωσης. Κρούσματα επιθέσεων σε γυναίκες συχνά. Ένας επίστρατος στο τηλεγραφείο της Βρυάς επιτίθεται στην κοπέλα της υπηρεσίας φωνάζοντας να του βγάλει γραμμή γιατί θα μπει μέσα και θα την ξεβυζιάσει... Στο χωριό επίστρατοι έκλεψαν την μπουγάδα με τα εσώρουχα των κοριτσιών του ταβερνιάρη... Στην Κατερίνη πειράγματα χυδαία στο δρόμο... Αηδείς καταστάσεις... Οι μέρες πια κυλάνε ανούσια. Ξεκινήσαμε για πόλεμο και κάνουμε παραθέριση. Έλαβα 500 δρχ από το σπίτι. Πάνω στην ώρα γιατί έσπασε ο αριστερός βραχίονας από τα γυαλιά μυωπίας μου και πρέπει να γίνει αλλαγή. Την Τρίτη 30 Ιουλίου με παρέα στην παραλία Κατερίνης. Ελπίδες ότι θ' απολυθούμε από αυτό το φιάσκο μετά τη συμφωνία της Γενεύης. Πέμπτη 1 Αυγούστου, στην εφημερίδα Βραδυνή η είδηση περί αποστρατεύσεως τμημάτων Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Για να δούμε... Με 48ωρη άδεια. Επιστρέφοντας βρήκα το τάγμα να έχει μετακινηθεί στο χωριό Καρυές, νοτιοδυτικά της Βρυάς. Μικρό χωριό στις πλαγιές του Ολύμπου. Δρόμοι στενοί, ανηφορικοί. Παιδάκια βρώμικα με μάτια σπινθηροβόλα. Ηρεμία τοπίου και απουσία ήχων. Μια χρυσόμυγα ακούγεται τώρα δα, εν' όσω σκάζουν κάπου κάπου τα κλαριά που καίγονται στον φούρνο του αντικρινού σπιτιού. Σχολείο μονοθέσιο μέσα στον περίβολο της εκκλησίας. Στην είσοδό του μεγάλων διαστάσεων προτομή του Μεγαλέξανδρου και μια πρόχειρη επιγραφή "Όλοι πρέπει να τον έχουμε ως παράδειγμα". Ένα δεκάχρονο, ίσως, κοριτσάκι περνάει μπρος μου κουβαλώντας μια καρδάρα με νερό.... Ένας βοσκός περνάει στην άκρη του χωριού με τα γίδια του. Παζαρεύουμε μια γίδα. Την αγοράζουμε. Αναλαμβάνει ο συμμαθητής μου στο Δημοτικό Γιώργος Μαργαρίτης (Ζορμπάς) σφάξιμο, γδάρσιμο, ψήσιμο. Τη νύχτα γίνεται τρικούβερτο τσιμπούσι με τη γίδα...Όμορφες νύχτες στην Κατερίνη με φίλους καλούς και τον τραγουδιστή Φώτη Σφήκα στο κέντρο Εκάβη, στην Κατερίνη, και στο ξενοδοχείο Αλκυών, της παραλίας. Τετάρτη 14 Αυγούστου η χώρα βγήκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στο ψαλτήρι της εκκλησίας στις Καρυές για τον εσπερινό της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου. Σάββατο 17 Αυγούστου, ανασυγκρότηση στο Μοσχοχώρι, δίπλα στο ποτάμι κάτω από τα πλατάνια. Μαζί τρία τάγματα (554, - 555 - 556). Την Κυριακή 18 Αυγούστου στην καφτέρια των αδελφών Πόδα, στην Κατερίνη, Μεγάλου Αλεξάνδρου 49. Παίρνω εδώ την αλληλογραφία μου, για ασφάλεια. Γίναμε φίλοι με τον Λευτέρη Πόδα από την πρώτη φορά που μπήκα στο μαγαζί. Ήρθαν στο τάγμα επίστρατοι από μονάδες που διαλύθηκαν στα Σέρρας. Άλλαξε κι ο διοικητής του λόχου μας. Είναι ο μόνιμος ανθυπολοχαγός Βασίλης Καραφεϊζης. Παιδί σπαθί. Διαδόσεις για πιθανή νέα μετακίνηση αποδείχθηκαν ψευδείς, ωστόσο πήρα άρον άρον τα ρούχα μου από το καθαριστήριο στην Κατερίνη, ασιδέρωτα. Φίδι δάγκωσε στην πλάτη επίστρατο του λόχου υποστηρίξεως ενώ έγραφε επιστολή μέσα στη σκηνή του. Το ιατρείο δεν είχε ορό για την περίπτωση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Κατερίνης με ένα αγροτικό επιταγμένο. Φοβήθηκα και δεν κοιμήθηκα στη σκηνή, παρά έγειρα στην καρότσα ενός επιταγμένου αγροτικού. Την επαύριο στο Λιτόχωρο, στην έδρα της Μεραρχίας, για έλεγχο στα έξοδα μισθοδοσίας. Οι επίστρατοι, πολλοί δυστυχώς, εκτραχηλίζονται με αποτέλεσμα να μεταστρέφονται τα συναισθήματα των κατοίκων, ιδαιτέρως των γυναικών. Ο σιτιστής του λόχου υποστηρίξεως ενοχλεί μια κοπέλα στην κεντρική πλατεία της Κατερίνης κι εκείνη του λέει: "άντε παιδάκι μου να πολεμήσεις και κάποιος θα βρεθεί να με γαμήσει εμένα", άλλη που της έβαλε χέρι ένας επίστρατος: "μπα που να σ' εύρει μαύρη σφαίρα!" και η κυρία που κρατά το περίπτερο στρίβοντας για τον ΟΤΕ, σε μπουλούκι επίστρατων που χυδαιολογούν ψωνίζοντας τσιγάρα: "ε, λοιπόν, όταν σας επιστράτευσαν λυπήθηκα, μα τώρα λέω καλά σάς έκαναν!" Μπήκε Σεπτέμβρης και βολοδέρνουμε στις εξοχές. Οι σιτιστές έχουμε τα τυχερά μας. Κάθε πρωί οι φρουτέμποροι στην αγορά της Κατερίνης έχουν πληρωμένο τον πατσά που τρώμε στο μαγέρικο ώσπου να φορτώσουν τα τελάρα στα επιταγμένα αυτοκίνητα με τα οποία κάνουμε τις μεταφορές των ωνίων. Κι ακόμη, κάθε Παρασκευή, οι μανάβηδες μας καταβάλουν σε χρήμα το αντίτιμο της αξίας των τελάρων που επιστρέφουμε. Βγάζουμε έτσι τα βομαδιάτικα τσιγάρα. Σήμερα, 4 του μήνα, η δεύτερη γερή βροχή τις τελευταίες πέντε μέρες. Κάποιος έκλεψε από τη σκηνή τις κουβέρτες μου. Αύριο θα μας έρθει ο Μέραρχος. Για να δούμε τι νέα θα φέρει... θα πάμε σπίτια μας; Σάββατο βράδυ στην Εκάβη με τον Μητροπάνο. Γινόμαστε γκολ με ουίσκι και μπύρες. Η εφημερίδα Αθηναϊκή είναι τελικά μεγάλη κωλοφυλάδα... Στρατοπεδευμένοι σ' ένα ξεροπόταμο, κοντά στο χωριό Αρωνάς. Το απόγευμα προσγειώνεται ένα ελικόπτερο της αεροπορίας στρατού και συλαμβάνεται ο συγχωριανός μου Σ. Μ., επίστρατος, ο οποίος προφυλακίζεται στον Κορυδαλλό κατηγορούμενος αργότερα στη δίκη των βασανιστών (δικάστηκε 18 μήνες ως ένας από τους βασανιστές του Αλέκου Παναγούλη στο Μπογιάτι. Παιδί κι αυτός της επαρχίας που θαμπώθηκε από την εξουσία που του έλεγαν οι στρατοκράτες ότι τάχα είχε. Χαράμισε την υπόληψή του και τη λεβεντιά του). Σάββατο 7 Σεπτέμβρη αλλάζουμε θέση. Πάμε στην αντικρινή όχθη του ποταμού, μην τυχόν βρέξει και κατεβάσει νερά από το Όλυμπο κι αποκοπούμε. Τα βράδια πάμε στις αυλές των σπιτιών που γυναίκες και παιδάκια σπάζουν καπνό κι αρμαθιάζουν. Βοηθάμε, αλλάζουμε δυο κουβέντες, περνάνε οι νύχτες μας. Σημειώνω κάποιους πρόχειρους στίχους: Σκηνές στου ποταμιού την άκρη / πέφτει βροχή θλιμμένο δάκρυ // Καπνό μαζεύουν τα κορίτσια / στο Roxy παίζει τη "Μαλίτσια" // ο Γιάννης τρέχει στο χωράφι / για να βοηθήσει στον καπνό / και τονε βλέπουν σαν γαμπρό // Θλιμένες μέρες του Σεπτέμβρη / στης επιστράτευσης τη ρέμβη...Μέσα Οκτώβρη μετακινούμαστε στη Φαρκαδώνα (Τσότι) Τρικάλων. Μένουμε σε κατασκουριασμένα τολ εγκαταλειμμένου στρατοπέδου, στην πλαγιά πάνω από τον δημόσιο δρόμο. Είμαστε εντελώς ρέμπελοι πια. Κάθε βράδυ ανεβαίνουμε στα στρατιωτικά φορτηγά και πάμε στα μπουζούκια στο φρούριο των Τρικάλων. Γυρνάμε το πρωί και κοιμόμαστε ως το απόγευμα. Κραιπάλη ολκής. Στρατός για γέλια και για κλάματα. Ευτυχώς σε 12 ημέρες αποστρατευτήκαμε. Δεν πολεμήσαμε (ευτυχώς!!!) κάναμε όμως διακοπές αξέχαστες, με στρατιωτικό σιτηρέσιο μετά δημοσίων θεαμάτων...

Πηγή: https://www.facebook.com/profile.php?id=61550634516182

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπἰδης - Λέβητας

 ΛΕΒΗΤΑΣ


ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΕΒΗΤΑΣ κρύβει τα μάτια σου
και χίλιοι πετεινοί τ’ αυτιά σου.
Δε μιλώ για τους κόρφους σου και τους σταυρούς σου-
τεσσαρακάντουνοι σε δίπλες αφρισμένου νέκταρος.

Τότε ήταν που είδα τη χρυσή λαβή της μέσης σου
αδελφωμένη στο φως με την έννοια του ύπνου.
Είδα κι άλλα πολλά που δε θα ομολογήσω
παρά μονάχα στην έσχατη κρίση.
Εκεί ο βρυγμός των οδόντων,
το καλύτερο θέαμα για τους αργόσχολους.

Αλλά, θεέ μου, αυτός ο λαός
επέδειξε απίστευτη αντοχή στο μαρτύριο και καρτερία
για να δώσει με λόγια του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη
τη σκυτάλη στους όλβιους, αυθεντικούς κερατάδες.

Τώρα τί να σου κάνω και τί να σε ειπώ:
Χαίρετε, Αμμόχωστος, 
Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,
Σπαθαρικόν, Λευκόνικον, Ακανθού,
Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,
Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη,
Γαστριά, Βουκολίδα-
λίγα μόνο σημεία της ανατολικής σου παρειάς 
χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες
για να αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια
κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα.

Ο σκώληκας που με ταράσσει κυνηγάει το θαύμα
της επίορκης ανάστασης – όχι, μα τον Δία,
δεν πρέπει για την ώρα να υπερβούμε 
τα όριά μας. ενθυμού τις Ερινύες.

Καλύτερα το λέβητα που λέγαμε
στην αρχή του ξορκιού μας
να τον κρύψουμε βάθη μεγάλα σαν τα μάτια σου
και πετεινούς να σφάξουμε για να στεριώσουν
αδελφωμένοι με το φως οι κόρφοι σου.
μαστοί αστραπή στου ξύπνου το ξετύλιγμα.

Άγαλμα τέτοιο πουθενά δεν είδα
μήτε στο δικαστήριο του Θεού να στολίζει
τα δόντια του με νυχτερίδες
στα κρόταλα των ακηδεύτων θαυμαστών του.

Και τόση ώρα που μιλάμε δε σε κέρασα
μήτ’ ένα καφεδάκι, και με συγχωρείς.
Πηγαίνω να σ’ το φέρω, δε θ’ αργήσω.

Και όταν ήρθα τι να δω; Η πόλη βγήκε
σεργιάνι στα βουνά. Ούτε δυό λεπτά
να περιμένει δεν μπορούσε. Της αξίζει αγάπη;

Αύγουστος 1980
Από την ποιητική συλλογή «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Η τυραννία των λέξεων

 

Σημείωμα Κ. Χαραλαμπίδη

Το ποίημα είναι γέννημα οργής και πεισματερής απελπισίας (απαισιόδοξης όχι) μπροστά στις δηλώσεις του Βρετανού Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Λόρδου Σφραγιδοφύλακα Σερ Ίαν Γκίλμουρ.
Οι λεπτομέρειες της παράστασης δίνουν καλύτερα το πλαίσιο: Ο Σερ Ίαν έφτασε στην Κύπρο 19 Απρίλη 1980 "για να δει και να μάθει όπως είπε: "I am just really coming to look and learn" (Αεροδρόμιο Λάρνακας, μόλις πάτησε το πόδι του στο νησί). Οι αθώοι Κυπριώτες προσπαθούν να πείσουν την Εγγυήτρια Δύναμη για τις ευθύνες της - ο ερχομός του Ίαν Γκίλμουρ είναι καλή ευκαιρία. Αυτός πηγαίνει στον ένα και τον άλλο, "βλέπει-μαθαίνει" και στις 22 Απρίλη κάνει τις γνωστές δηλώσεις του.
Φυσικά, αν ήμασταν μεγάλο κράτος, θα κατακεραυνώναμε το Βρετανό. Όταν όμως η Μεγάλη Δύναμη σού έχει το μαχαίρι στο λαιμό, η παραμικρή κίνηση, ακόμα και για άμυνα, μπορεί να αποβεί θανάσιμη για σένα. Βέβαια είναι και το άλλο· αν δεν υπήρχαν στην Κύπρο υπηρέτες πρόθυμοι να ξεπουλήσουν την πατρίδα τους, ασφαλώς ο Σερ Ίαν θα μετρούσε τις λέξεις του. Το πράγμα όζει και οι μύγες το ξέρουνε.
Τότε ήταν που µ' έπιασε ένα σφίξιμο, η οργή και το πείσμα. Να ένα κράτος, έλεγα, που το χτυπούν, το μαγαρίζουν, το ακυρώνουν με αυθάδεια, κι αυτό το καημένο προσέχει ακόμη και τη διαμαρτυρία του. Λαέ μου, τι εποίησαν σοι; Αισθάνομαι το σεντόνι να τυλίγει το σώμα του νησιού μου.
Με απορροφητική αγωνία άρχισα να συλλέγω καθετί που αφορούσε τον Ίαν Γκίλμουρ και τις δηλώσεις του. Ήταν ανάγκη πρώτα να εξευρεθούν οι πόροι του ποιήματος. Πέρασα δυο σκληρές, αβάσταχτες μέρες. Όμως ο Ίαν, ο δικός μου Ίαν, φρικιούσε μέσα μου. Τον είχα παγιδέψει για καλά. Ο πρώτος έφυγε κι έμεινε εδώ για πάντα ο άλλος Ίαν, εκείνος που το θάνατό του έχουμε μεις στην εξουσία μας.
Το ποίημα με βρήκε καταρρακτωδώς, 24 Απρίλη βράδυ. Ήμουνα κι εγώ παγιδευμένος, κλεισμένος μέσα στο ποίημα. Αντιμετριόμουνα με τον Σερ Ίαν, είχαμε παλιούς λογαριασμούς, εκείνος σαν πατρόνα της πολιτικής, εγώ σαν ποιητής θυρεός. Είχα διαλέξει τα όπλα μου, το χώρο και το χρόνο, τη δύναμη των λέξεων.

Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Γ' 82, 4

I have already said that there is too much tyranny of words on this island. It depends quite plainly: the Turkish army arrived in Cyprus. "Invasion" means different things to different people.

Sir Ian Gilmour


Τρέχουν τα σύννεφα βροχή στην άσπρη χούφτα μου

που μελανιάζει από το πείσμα και το χιόνι.

Λαγός προβάλλει από τα σκίνα και καμώνεται

πως παρακολουθεί το μαρουλόφυλλο.

Ξάφνου μας κλέβει την παράσταση και χάνεται

μες στην καρδιά μου τη γεμάτη με χταπόδια.

Βρωμοκοπούν ταμπάκο τα πλεμόνια του.

Λαγός σταλμένος σ' ελικοπτέρου φτερά.

Στη μία και δεκαπέντε αφίχθηκε στη Λάρνακα.

«Ήρθε να δει» χαμογελώντας ανοιχτά

ενώ στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του

η στρίγκλα φώλιαζε τετράγωνη πατρόνα.

Ήρθε να δει. Ανοίγουνε γαρούφαλα,

πατάει τη μουσική, μες στο χυτήριο μπαίνει

των λέξεων με λαβίδα και... α, διάβολε!

πριν ακόμα το γεύμα τελειώσει,

σερβιριστούν ποτά και δώσουμε τα χέρια,

νίβει τα χέρια του ο παράνομος Ιάνος –

από ποια μάνα γεννημένος, ποια του σίδερου γυναίκα

βασιλικά τον έντυσε, μας τον απέδωσε σαν φίλο

για τα λινά παλιοπροβλήματά μας.


Ο κάλος στο ποδάρι του υποχώρησε

καθώς μας πάτησε γερά κρυφογελώντας.

Είχα κι εγώ πιστέψει στο χαμόγελο

πριν έξι χρόνια, δεκατέσσερις Ιουλίου.

Άρκεσε η μέρα για να φτάσει η νύχτα

και πέντε νύχτες για να μπούμε στο εικοστό σκοτάδι.

Καράβια που έσερναν τη μπότα του κινδύνου

χαμήλωναν τ' αυτιά τους κι εμετούσαν.

Κουρσάροι που έμελλε να γίνουν κηπουροί

μπαίναν στου Μόρφου, κλέβαν απ'τη Λάπηθο λεμόνια.


Περιβολάρηδες στης Αμμοχώστου τα πεζούλια

πουλούν πραμάτεια ξένη, αγκαθερή.

Έξι χιλιάδες ανιστόρητοι νεκροί

λιπαίνουν τα χωράφια μας επίμονα καλώντας

τη Δικαιοσύνη, αν έτσι λέγεται, κι αν είναι

πράγμα υπαρκτό στον κόμπο της ελπίδας,

της αναφαίρετης αφέλειας και της μνήμης.



Αλλά ο Σερ Ίαν κάτι τέτοια δεν τα χάφτει,

έχει διαβάσει Θουκυδίδη και Πλαταιείς

είναι γενναίο παιδί των Κολλεγίων,

από τον κόσμο των Ελλήνων παραδέχεται

τ' αρχαία Ελληνικά σαν σπόνδυλο της Δύσης.


Μπροστά σ' αυτά υποκλίνεται·

το Κούριο κι ο Απόλλων

καλομονταρισμένοι στη Βάση Επισκοπής

στη Βάση Δεκελείας (άλλη αρχαία λέξη)

τα κύματα επιλέγονται της ιστορίας.


Έτσι θα πει χωρίς περιστροφές

πως είστε μούλοι, ω Κύπριοι,

πως αν θελήσετε να ζήσετε στο χώρο

που κατά τύχην βρίσκεστε, να λογαριάσετε

πως πρέπει να χωρέσετε σ' ένα κιβώτιο.

Έχουν αυτοί κλειδί και μεις τα κόκαλα,

έχουν τα θάρρητά τους στα παχύρευστα όπλα,

τα κράνη, τις μπογιές, τις αλυσίδες,

τον εκκωφαντικό κρότο καυσίμων

και πιθανόν, αν αληθεύουν οι πηγές μας,

σε ηλεκτρονικά ολισθήματα κανόνων.


Το είπε καθαρά για το καλό μας:

Η βία δεν ξέρει να γεννάει το ψέμα,

ότι από κείνο γεννημένη οφείλει να είναι φιλαλήθης.

Ήταν σαφής και σύντομος σαν που ταιριάζει

σ' άγγελο του θανάτου με τα σύμβολα της νίκης.

Θέλετε φαγητό; Κοπιάστε πρώτα

να συζητήσουμε τους όρους του χωνέματος

Μην προκαλείτε, διάβολε, το φύλακα άγγελό σας·

η Εγγυήτρια Δύναμη θυμώνει αν τη ζορίσεις.


Σας δέσαμε πιστάγκωνα μιαν αυγινήν ημέρα

και τη μαχαίρα δώσαμε σε κείνον

που θα σας μάθει να γερνάτε στην υποταγή.

Μιλάτε για εισβολή και μου πετάτε λέξεις.

Από το πέτο πιάνω εγώ την αβασανισιά σας,

τα χείλη σας τραντάζονται ξετείχιστα, στακάτα.

[...]

Τώρα θα φύγω για δουλειά, δεν ήρθα για να επέμβω.

Αν ήθελαν μας ζητηθούν καλές υπηρεσίες

τις θέτουμε στη διάθεση των δυο σας κομματιών.

Είναι το κόκαλο άτιμο, δεν κόβεται όπως πρέπει,

αλλά ο μπαλτάς ενδέχεται να φτάσει το ταχύ.



Ψήσιμο εύχομαι λοιπόν καλό –ήλιο που έχετε!

Τον θηλυκώνω στο πορτοφολάκι μου, μ' εσπέρια φρούτα,

Κρασί αβασίλευτο, χρυσά νομίσματα και τερακότες.

Είπε, και δίνει μια στον αρχηγό του Κράτους

κι ανέβηκε ψηλά σαν ελατήριο Άγγλος–

ελεύθερο πουλί σημαίνει αυτή η λέξη·

Άγγλος από το άγγελος, το κατά συγκοπήν

που λένε οι ετοιμόλογοι της ετυμολογίας.


Σ'ένα παιχνίδι λέξεων μα και πολιτικής

άλλος ταιριάζει να τραβάει κουπί, άλλος τη βάρκα

να κάνει και τα κύματα κι άλλος τον ήλιο.

Αυτός εδώ ο σπληνέμπορας από την Ιγγλετέρα

ζώνει με φόβο τη οπλειά και τα φωτιστικά της.

Γεννήθηκε φτωχός, φτωχός θα παραμείνει.

Δε φταίει πολύ θαρρώ, άλλοι τον πλάσαν έτσι.

Μπορεί κι ο Πλάστης μου και θεός να φρόντισε γι' αυτό.


Οικονομία του Κόσμου, Θεία Δικαιοσύνη.


(Κ. Χαραλαμπίδης,Ο κύκλος 5, Σεπτ.- Οκτ. 1980, σ. 155-7)

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Κώστας Μόντης - Γράμμα στη Μητέρα [Ι]


Δεν κατοικούσαμε τα σπίτια, μητέρα,
μας κατοικούσαν,
δεν κατοικούσαμε τα χρόνια, μητέρα,
μας κατοικούσαν,
μας κρατούσαν οι πέννες κ' έγραφαν,
μας αναπετούσαν οι σημαίες στις εξάρσεις τους,
μας εγκολπωνόντουσαν οι βροχές στις καθιζήσεις τους
μας συνωμοτούσαν τα όνειρα
μας επεξεργαζόντουσαν οι περιστροφές,
μας επιτελούσαν οι συμπτώσεις..
Ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα αίμα
μπορεί ν´αλλάξη το χρώμα τ' ουρανού, μητέρα,
ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα αίμα
μπορεί ν' ακυρώση το χρώμα της θάλασσας,
ειν' απίστευτο πως μια σταγόνα άνεμος
μπορεί ν' αποσείση.
Μητέρα, ο δρόμος μας οδηγούσε στο δρόμο
και δεν υπήρχε δέντρο να τον δέσουμε
και δεν υπήρχε όνομα να τον κατοικήσουμε.
Τι παράδειγμα πια θα δίναμε στον Θεό;
Ύστερα κάποιος διέσχιζε τον άνεμο,
ύστερα κάποιος διέσχιζε τις κραυγές
ύστερα κάποιος διέσχιζε τα υποκοριστικά.
Ύστερα κάποιος άνοιγε κι έβγαινε στους δρόμους σ'επήκοο,
Ύστερα κάποιος άνοιγε κι έβγαινε στους δρόμους σε κοινή θέα,
με διερρηγμένα τα ιμάτια,
μ' ένα θώρακα διάτρητο από παραστάσεις,
με την καρδιά να ελίσσεται μεσ' απ' τις στάθμες,
με το αίμα να ελίσσεται μες απ' τα κάγκελλα.
Αλήθεια δεν βλέπαμε, μητέρα,
πως μας απέρριπτε ο ουρανός,
δεν βλέπαμε πως γύριζαν πίσω ανάνοιχτες οι προσευχές μας,
πως επιστρεφόντουσαν απαράδεχτες;
Τι ήταν αυτό, μητέρα;
Μητέρα, σου λέω πως όπου νάναι θ' αρχίσουν
να μαζεύουν τους ανθρώπους απ' τους δρόμους,
όπου νάναι θ' αρχίσουν να τους αποσύρουν,
Θ' αποσύρουν το πείραμα, μητέρα,
θα διακόψουν τις δοκιμές,
δεν γίνεται.

Πηγή: https://www.facebook.com/robinet.cleopatre/posts/pfbid02xFZKqmYgVQMZZrnhpx6cq8k2h6WuV3JBBPsxMmc4qsszYru81aqFxCQkwqmtohmXl

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος Κρανιδιώτης - Σ΄ ένα βιβλιοπωλείο


Συναντηθήκαμε σε ένα βιβλιοπωλείο,

Μιλήσαμε για ειρήνη και αφοπλισμό

Εκείνη είχε μια ευαισθησία για την Κύπρο

Κι ένα σφοδρό μίσος

Για τους δικτάτορες και τους τυράννους


Στο πρόσωπο είχε τη σοφία της αγάπης,

Στα χεριά της τη νευρικότητα της νειότης,

Στα ματιά το άγχος και την ανησυχία της εποχής


Ύστερα σμίξαμε στο δρόμο

Με τον απλό λαό. Μου είπε

Πως θα ξανάρθει να με δει

Να συζητήσουμε μια πιο οργανωμένη δράση


Όμως την άλλη μέρα

Είδα στον Τύπο

Τη σύλληψη της από την αστυνομία.


Γενέθλια Γη, 1988

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Ειρήνη Ανδρέου - Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς


Εσείς που πάνω από ηρώων μνήματα κομπάζετε
με δάφνινα στεφάνια και λόγια πατριωτικά
μα την θυσία τους ασύστολα ντροπιάζετε...
μέχρι τα μπούνια βουτηγμένοι στην βρωμιά,
Αυτοί που αμούστακα παιδιά ζώναν μ' εκρηχτικά
κι είχαν για σύνθημα Πατρίς Θρησκεία Λευτεριά
τα στέλνανε σφαχτάρια τρυφερά στου λύκου την φωλιά
δεν ‘ξεραν πως ο θάνατος τα καρτερούσε στην γωνιά;
Για ποια Πατρίδα ποια Θρησκεία, Λευτεριά καυχιέστε
εσείς που επροδώσατε κάθε ιδανικό;
Τον θάνατο Αθάνατο με στόμφο τον ελέτε
της Μάνας δεν σηκώσατε ποτέ σας τον σταυρό..........
Κι αυτοί που δεν ζωστήκανε μ’ εκρηκτικά
μα μόνο φανατίζανε αμούστακα παιδιά
για ένα μίσος που το λέγανε αγώνα Λευτεριάς
ήταν οι ίδιοι που ήρθανε ξανά και φέρανε την συμφορά.
Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς

Πηγή: https://poetryfromcyprus.blogspot.com/search/label/%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%BF%CF%85%20%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7?m=0

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Κώστας Μόντης - Την Άνοιξη ποιος πρόδωσε


Την Άνοιξη ποιος πρόδωσε
νησί μου περιστέρι
στην Άνοιξη ποιος τόλμησε
και σήκωσε το χέρι

Την Άνοιξη ποιος σταύρωσε
νησί μου κυπαρίσσι
κι έγειρε και σταμάτησε
η Ανατολή στη Δύση

Τόσο καημό μου φόρτωσαν
και πώς να τον σηκώσω
τέτοιο μαχαίρι στην καρδιά
πώς να το ξεκαρφώσω

Οι μάνες κλαιν τους που 'χασαν
και ποιοι να τους τούς δώσουν
αλλά δεν τους απέμειναν
μαλλιά να ξεριζώσουν

Καρδιά που πριν δεν λύγιζες
πώς τόσο πια λυγίζεις
καρδιά που δεν μ’ απέλπιζες
πώς τόσο μ’ απελπίζεις

Παντελής Μηχανικός - Ποιήματα

Παρεκκλίσεις (1957)

 Γράμμα


Αγαπητή μου μητέρα,

H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.

Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
 διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
 πεποιθήσεων.


  


Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια


Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.

Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.




Τα δυο βουνά (1963)


Το βάθος του κόσμου


Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.

Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.

Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου

ο βυθός της δικής μου θάλασσας

είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.




 Κατάθεση (1975)



Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι


Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT, H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο

κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.

Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.

Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»

Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα

η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»


                                                           Απρίλης 1964




Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό



Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.



  

Αφροδίτη


Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη,  Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού  πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.


  

Ονήσιλος


Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και τον θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ’χε απομείνει:
ένα καύκαλο
–το δικό του κρανίο–
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.




Ίτε


Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι

                                

  

Η σπηλιά του Κύκλωπα


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).

Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.

«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις* με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά*».

Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.


  


Αφροδίτη 1974


Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.

 Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.

Όμως τώρα βλέπω
μες  απ'  τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο  στο μύθο πριν άπ'  τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.

Χτες σε περιμαζέψαμε μες  απ' τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ' τη θάλασσα.
Μες  απ  τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από  βόμβα

Πηγή: https://stinkyprotithallassofiliti.blogspot.com/2015/01/blog-post_11.html