Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Παντελής Μηχανικός - Ποιήματα

Παρεκκλίσεις (1957)

 Γράμμα


Αγαπητή μου μητέρα,

H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.

Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
 διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
 πεποιθήσεων.


  


Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια


Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.

Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.




Τα δυο βουνά (1963)


Το βάθος του κόσμου


Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.

Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.

Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου

ο βυθός της δικής μου θάλασσας

είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.




 Κατάθεση (1975)



Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι


Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT, H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο

κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.

Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.

Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»

Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα

η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»


                                                           Απρίλης 1964




Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό



Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.



  

Αφροδίτη


Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη,  Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού  πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.


  

Ονήσιλος


Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και τον θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ’χε απομείνει:
ένα καύκαλο
–το δικό του κρανίο–
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.




Ίτε


Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι

                                

  

Η σπηλιά του Κύκλωπα


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).

Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.

«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις* με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά*».

Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.


  


Αφροδίτη 1974


Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.

 Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.

Όμως τώρα βλέπω
μες  απ'  τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο  στο μύθο πριν άπ'  τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.

Χτες σε περιμαζέψαμε μες  απ' τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ' τη θάλασσα.
Μες  απ  τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από  βόμβα

Πηγή: https://stinkyprotithallassofiliti.blogspot.com/2015/01/blog-post_11.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρίστος Πλακονούρης - Ξένος

Και τώρα πια είμαι ξένος,  ακόμη και στον τόπο μου πεντάξενος ξένος, τυφλό ελάφι σε φραγμένο πεδίο βολής. Που όλοι με το κορμί σου στα δόντι...