ο πελώριος κούκλος του Παλούκα.
Δεν έκανε τίποτ' άλλο απ'το να κουνάει,
σε μιαν αέναη κατάφαση,το κεφάλι του.
Πιο πέρα,στον ίδιο δρόμο,άκουγες,στης Σώταινας,
βραχνά τραγούδια και γυαλικά που έσπαζαν
(απαγορευμένη για μας, τα παιδιά, περιοχή).
Και περιμέναμε το βράδυ,να γυαλίσουν
απ' τη βροχή,
οι άμαξες,
να γυαλίσουν τα σύρματα,οι επιγραφές
και οι ράχες των αλόγων,να πλησιάσουμε την πιάτσα,
βουλιάζοντας σε σάπια χρεμετίσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου