Σουηδία, Επαρχία Βεστεργκέτλαντ, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα του Βορείου Πόλου...
Χειμώνας, βράδυ, γύρω στις 22.30. Το θερμόμετρο έξω δείχνει δώδεκα βαθμούς υπό το μηδέν. Έχει νυχτώσει από το μεσημέρι. Το κρύο είναι τσουχτερό και η χιονόπτωση συνεχής και έντονη. Σχεδόν κανένας δεν κυκλοφορεί έξω. Ένας παγωμένος αέρας σφυρίζει με μανία και είναι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται στους δρόμους, ενώ αρκετές χιονοθύελλες κάνουν την εμφάνισή τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Όλα τα αυτοκίνητα, στην πλειονότητά τους Volvo, είναι πλέον ολόλευκα, καθώς τα έχει σκεπάσει και αυτά το χιόνι, το οποίο έχει καλύψει σχεδόν τα πάντα.
Γκέτεμποργκ. Σε πιστή μετάφραση, «Γοτθικό Κάστρο». Η πρωτεύουσα της επαρχίας. Στη μητροπολιτική περιοχή του Γκέτεμποργκ βρίσκεται ο δήμος Στένουγκσουντ. Στο κέντρο του δήμου υπάρχει μια παραδοσιακή παμπ-μπιραρία, στέκι πολλών οπαδών των «Μπλάβιτ» (μπλε). Πρόκειται για το παρατσούκλι της τοπικής ομάδας, της ΙΦΚ Γκέτεμποργκ, του πιο σημαντικού εκπροσώπου του σουηδικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, κατόχου δύο Κυπέλλων UEFA, το 1982 και το 1987, και ημιφιναλίστ των Κυπέλλων Πρωταθλητριών του 1984 και του 1993.
Τρώγοντας παραδοσιακά Köttbullar και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους με Brännvin, οι ντόπιοι θαμώνες της παμπ τραγουδούν παλιά κομμάτια των ABBA, διηγούνται με νοσταλγία ιστορίες για τον Ούλοφ Πάλμε και καυχώνται για τον θρύλο των κορτ, Μπγιορν Μποργκ. Γέλια, φωνές, γλέντι, αλκοόλ… Όλα όμως παγώνουν μονομιάς… Ήταν σαν να άνοιξε κάποιος την πόρτα και να μπήκε μέσα όλο το ξεροβόρι, όταν, εντελώς απροειδοποίητα, ένας μεθυσμένος κατάξανθος τριανταπεντάρης με πυκνή γενειάδα, ονόματι Nils, χτυπάει με μίσος το γυάλινο ποτήρι του στην μπάρα, φωνάζοντας γεμάτος οργή και απόγνωση:
- Saravakos!
Η μουσική χαμηλώνει και τα γέλια πνίγονται, δίνοντας τη θέση τους στην απόλυτη σιωπή. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Nils. Και εκείνος, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το ποτό του, κάθεται ξανά στη θέση του και ολοκληρώνει το ξαφνικό ξέσπασμά του:
- Du kommer aldrig att glomma! (Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ)
Λίγο παραπέρα, μια παρέα από πέντε Σουηδούς, φανατικούς οπαδούς της Γκέτεμποργκ, προσκαλεί τον Nils στο τραπέζι της. Εκείνος αποδέχεται την πρόσκληση και κάθεται μαζί τους.
«Τον θυμάσαι και εσύ, ε;», τον ρωτάει ο πενηνταπεντάρης σήμερα Henrik, παρών στα δύο ιστορικά παιχνίδια της Γκέτεμποργκ με τον Παναθηναϊκό στο «Ούλεβι», τον Μάρτιο του 1985 και τον Νοέμβριο του 1991.
- Εγώ τον θυμάμαι κάθε μέρα, ανταπαντά ο Mikael, αρχηγός των οργανωμένων οπαδών της Γκέτεμποργκ τα τελευταία χρόνια. Δίπλα του, η σύζυγός του Klara ρωτάει τον Arne, κολλητό του φίλο και συνοπαδό, αν ο Saravakos «ήταν αυτός ο νόστιμος μελαχροινός με τα πυκνά μαλλιά, που μας απέκλεισε δύο φορές από το Κύπελλο Πρωταθλητριών».
Ο Gotthard είχε παρακολουθήσει τη ρεβάνς του 1991 στο σπίτι του. Μετά από το περίφημο γκολ του Σαραβάκου έσπασε από τα νεύρα του την ολοκαίνουργια έγχρωμη τηλεόραση και από τότε μισεί τον Παναθηναϊκό όσο μισεί και την ΑΙΚ Στοκχόλμης. Ο Harald, ιδιοκτήτης της παμπ, έβαλε τα κλάματα όταν ο «μικρός» κάρφωσε την μπάλα στο σίδερο του τερματοφύλακα της Γκέτεμποργκ, Τόμας Ραβέλι, χαρίζοντας ουσιαστικά την πρόκριση στους «πράσινους». Ο Holmfrid, o Kjell, o Lars, o Martin, o Olle… Όσοι βρίσκονται αυτό το βράδυ στην παμπ γνωρίζουν πολύ καλά το όνομα ''Dimitrios Saravakos''. Είναι αλήθεια τελικά πως εκεί, στον μακρινό Βορρά, τον θυμούνται ακόμα. Σε όλους έχει εντυπωθεί στο μυαλό ένα λευκό «7» σε μια πράσινη φανέλα, που μια παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη του 1991 ντρίμπλαρε τρεις Σουηδούς αμυντικούς σε 3-4 τετραγωνικά μέτρα και με φαλτσαριστό σουτ-ξυράφι εν στάσει σφήνωσε την μπάλα στο πίσω σίδερο της εστίας, γεγονός που προσέδωσε ακόμα πιο θρυλική υπόσταση σε ένα από τα ομορφότερα γκολ που έχουμε δει ποτέ…
Κατηφορίζοντας αρκετά νοτιότερα, περνάμε τα νότια σύνορα της Ελβετίας και φτάνουμε στην πρωτεύουσα του Πιεμόντε, στην Ιταλία, εκεί όπου ο ποταμός Πάδος συναντά τις Άλπεις. Είναι ο βιομηχανικός βορράς, η πόλη της Fiat. Το ομιχλώδες Τορίνο…
Βγαίνοντας από τη ''Mole Antonelliana'', το σημερινό Μουσείο Κινηματογράφου, μια παρέα από τέσσερις καλοντυμένους Τορινέζους θυμούνται το όνομα ''Dimitris Saravakos'' και τα κινηματογραφικά του γκολ απέναντι στον Σιλβάνο Μαρτίνα της Τορίνο το 1985 και τον Στέφανο Τακόνι της Γιουβέντους το 1987, μέσα στο «Κομουνάλε», αποκαλώντας τον, σχεδόν ταυτόχρονα, ''grandissimo giuocatore''. Όπως δηλαδή τον αποκάλεσε, περιμένοντάς τον στη φισούνα του γηπέδου των «μπιανκονέρι» και ο ''Bell’ Antonio'' Αντόνιο Καμπρίνι, αρχηγός της Γιουβέντους, με τον οποίον αντάλλαξε φανέλες ο Δημήτρης.
Το δεξί κάτω άκρο του Δημήτρη είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιταλία. Τόσο πολύ, που λέγεται ότι το ερωτεύτηκε κάποτε και η οικογένεια Ανιέλι. Ευτυχώς για εμάς, τα θαυματουργά πόδια του Μητσάρα δεν πάτησαν ποτέ τα πεντάλ μιας κατακόκκινης Ferrari Testarossa, σαν αυτές που είχαν τα αφεντικά της «γηραιάς κυρίας» στον τεράστιο στόλο τους. Αρκέστηκε στη λευκή Toyota Celica που κέρδισε ως δώρο για τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος της περιόδου 1990-91…
Πάμε όμως ακόμα νοτιότερα, στα δικά μας μέρη...
Ελλάδα, νοτιοδυτική Αττική. Εκεί όπου εκβάλλει ο Κηφισός, στις παρυφές του Νέου Φαλήρου, βρίσκονται τα όρια του Πειραιά. Στην ευρύτερη περιοχή του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, το όνομα του Δημήτρη Σαραβάκου ανέκαθεν προκαλούσε περισσότερο τρόμο παρά θαυμασμό. Στατιστικές έχουν δείξει πως πριν και έπειτα από κάθε παιχνίδι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού οι πωλήσεις ηρεμιστικών χαπιών στα φαρμακεία του δήμου αυξάνονταν κατακόρυφα. «Χρυσές» δουλειές για τους φαρμακοποιούς, αλλά και για τους ζαχαροπλάστες, καθώς οι κορνέδες έκαναν θραύση εκείνην την περίοδο στην πλειονότητα των «ερυθρόλευκων» πελατών. Οι επιστήμονες, που την εποχή εκείνη ήταν σε αφθονία στον επίνειο, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο…
Και μιας και μιλήσαμε για πελάτες… Αλήθεια, υπήρχε καλύτερος «πελάτης» από τον Ολυμπιακό για τον Δημήτρη Σαραβάκο; Δεκαέξι φορές «κάρφωσε» την μπάλα στα δίχτυα των Πειραιωτών ο «Μητσάρας», σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Λιγκ Καπ. Και άλλη μία, που δεν την κάρφωσε στα δίχτυα ακριβώς. Αλήθεια, πώς γίνεται να πετυχαίνεις γκολ χωρίς να αγγίξει η μπάλα δίχτυα, χωρίς να χτυπήσει στο δοκάρι ή έστω δίχως να σκάσει εντός της γραμμής; Δείτε το πέναλτι-γκολ του Σαραβάκου στον τελικό κυπέλλου του 1988 και θα λύσετε τον γρίφο!
Σύνολον τεμαχίων: 17 (ολογράφως δεκαεπτά). Με απόδειξη ή τιμολόγιο. Με πράσινο ή λευκό σορτσάκι. Με μακρυμάνικη ή κοντομάνικη φανέλα. Με ''Asics Tiger'' ή ''Kappa''. Με χορηγό στη φανέλα αυτοκίνητα ("Citroen'') ή -κυρίως- ασφάλειες (''Interamerican'') ένα είναι σίγουρο. Πως και γρήγορος ήταν και μια… ασφάλεια μας την παρείχε στα δύσκολα ο, γεννημένος σαν σήμερα (26 Ιουλίου 1961), «μικρός»…
Ρότερνταμ, γήπεδο «Ντε Κάιπ», 25 Μαρτίου 1987. Ολλανδία - Ελλάδα, προκριματικά Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ο Σαραβάκος «κρεμάει» τον Φαν Μπρόικελεν στο έκτο λεπτό. Στα παιδικά μάτια αμέτρητων πιτσιρικάδων, το γκολ επιτεύχθηκε πίσω από τη σέντρα και η μπάλα καρφώθηκε στο «Γ» της εστίας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να φωνάζει «γκολ για Όσκαρ!». Όταν το είδα πριν από λίγα χρόνια στο διαδίκτυο, αντιμετώπισα τη φριχτή αλήθεια: το σουτ ήταν περίπου 7-8 μέτρα έξω από τη μεγάλη περιοχή και η μπάλα έσκασε στο χορτάρι προτού περάσει τη γραμμή. Είναι η τάση να μεγαλοποιούμε τα παλιά; Ποιος ξέρει… Ο Μητσάρας εκτός από «πράσινος» ήταν και «μπλε» ήρωας. Και δεν υπήρχε ούτε ένας φίλαθλος, ανεξαρτήτως συλλογικής προτίμησης, που δεν παραδεχόταν την αξία αλλά και το σπάνιο ήθος του.
Αθήνα, Ολυμπιακό Στάδιο, 10 Οκτωβρίου 1990. Πέντε γκολ με τη «γαλανόλευκη» (όλα στο β΄ ημίχρονο) στο 6-1 εναντίον της Εθνικής Αιγύπτου σε φιλικό παιχνίδι. Και ας ήταν τα τρία με πέναλτι. Δεν μιλιόμουν όταν, λίγες ημέρες αργότερα, διάβασα πως και ο μεγάλος Μάρκο Φαν Μπάστεν κατάφερε να πετύχει ισάριθμα γκολ με την Εθνική Ολλανδίας. Μπορεί να έκλαψα κιόλας, δεν θυμάμαι ακριβώς. Στο παιδικό μου μυαλό ήθελα ο Δημήτρης να είναι όχι μόνο πρώτος, αλλά και μοναδικός. Όπως δεν μιλιόμουν και όταν συνειδητοποίησα ότι τα 22 γκολ του Σαραβάκου με τα χρώματα της Εθνικής Ελλάδας δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουν τα αντίστοιχα 29 του Νίκου Αναστόπουλου. Αργότερα, βέβαια, σκέφτηκα πως ο Μητσάρας έχει ένα σοβαρό ελαφρυντικό έναντι του «μουστάκια»: δεν είναι σέντερ φορ! Ο Δημήτρης Σαραβάκος δεν πρόκειται ποτέ να βγει από την καρδιά όλων των Παναθηναϊκών, ιδίως εκείνων που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Εκείνων, δηλαδή, που μεγάλωσαν με τα φαλτσαριστά ή ευθύβολα σουτ, τις σέντρες ακριβείας, τα αέρινα σπριντ, τις ντρίμπλες του.
Πολλές οι όμορφες μνήμες από την παρουσία του Σαραβάκου στο φτωχό ελληνικό ποδόσφαιρο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα πάμπολλα ''one man shows'' του απέναντι σε ντόπιους και Ευρωπαίους. Οι ξένοι, όταν ταξίδευε ο Παναθηναϊκός στη χώρα του, έλεγαν «ήρθε ο Σαραβάκος». Ήταν πασίγνωστος σε εποχές που δεν υπήρχε καν το Ιnternet. Αξίζει να σημειωθεί το εξής: ο πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο UEFA της περιόδου 1987-88, Δημήτρης Σαραβάκος, είναι ο μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει τέρμα με όλους τους τρόπους: με δεξί σουτ, με αριστερό σουτ, με κεφαλιά, με κεφαλιά-ψαράκι, με τακουνάκι, με πέναλτι, με απευθείας φάουλ, με απευθείας κόρνερ, ακόμα και με έμμεσο φάουλ (στις 29 Σεπτεμβρίου 1993, στο Δουβλίνο, στο 55ο λεπτό του αγώνα Σέλμπουρν - Παναθηναϊκός).
Ποιος να ξεχάσει τη χειραψία του με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, ως αρχηγός της εθνικής ομάδας, στο πρώτο παιχνίδι που έδωσε ποτέ η Ελλάδα σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Η εν λόγω φωτογραφία είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Δύο «ιερά τέρατα» μαζί. Ο Δημήτρης Σαραβάκος και o αριστεροπόδαρος… Σαραβάκος της Αργεντινής!
Ή τη συμμετοχή του στη Μικτή Κόσμου, τον Δεκέμβριο του 1991, όταν έγινε ο μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που σκόραρε σε παρόμοιο ματς.
Ή ακόμα και το χαμένο πέναλτι, στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας μεταξύ Παναθηναϊκού - ΑΕΚ, στις 19 Απριλίου 1995. Η μοίρα ήθελε να στείλει ψηλά την μπάλα, κάπου στις εξέδρες, ίσως και στα μαρμαράδικα που βρίσκονταν απέναντι από το Στάδιο. Δεν το έκανε επίτηδες, είναι βέβαιο. Το παραδέχτηκε άλλωστε αργότερα. Απλώς λύγισε ακούγοντας το γνωστό σύνθημα. Το αίμα νερό δεν γίνεται, άλλωστε...
Το έχει η μοίρα μας τελικά... Κάθε φορά που πιστεύαμε πως τα πάντα έχουν κριθεί, όταν όλες μας οι ελπίδες είχαν πλέον χαθεί και η ήττα έμοιαζε να είναι πιο κοντά από ποτέ, πάντοτε υπήρχε ένας Δημήτρης για να μας ξελασπώνει, σε χορτάρι και παρκέ. Άλλοτε με τη μορφή «μικρού», φορώντας τον αριθμό 7, άλλοτε με τη μορφή «Στρατηγού», φορώντας τον αριθμό 10 και άλλοτε με... τρισδιάστατη μορφή, με τον αριθμό 13 στην πλάτη.
Και τώρα κλείνω τα μάτια και στο μυαλό μου έρχεται η εξής εικόνα: παλιό Ολυμπιακό Στάδιο, χωρίς τη στέγη Καλατράβα, αλλά με την περίφημη Φλόγα να δεσπόζει στα πέριξ, χορτάρι κιτρινίζον πράσινο, μαύρα μάτριξ με λευκό ρολόι ''Seiko'', πράσινη φανέλα ''Asics Tiger'' με πολύ λεπτές κάθετες λευκές ρίγες, λευκό σορτσάκι και λευκές κάλτσες, μαύρα εξάταπα παπούτσια ''Adidas'' ή ''Diadora''. 75.000 θεατές, κάποιοι εξ αυτών με κασκόλ «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ-ΕΥΡΩΠΗ», δίχρωμα πανό, καρέκλες αντί πάγκων. Εφόρμηση Ζάετς (ή Ζάγετς, όπως τον έλεγε ο Γιάννης Διακογιάννης), μπαλιά στην πλάτη της άμυνας στον Σαραβάκο, σουτ-βολέ, ένα «γκντουπ»... Η μπάλα οδηγείται με μεγάλη ταχύτητα στα τετράγωνα τέρματα με τα παχιά λευκά δίχτυα. Ο «μικρός» έχει ήδη φύγει προς τον στίβο πανηγυρίζοντας, ενώ ο τερματοφύλακας μαζεύει την μπάλα για να γίνει η σέντρα. Άλμα, σφίξιμο γροθιάς και μπουνιά στον αέρα, τρέξιμο προς την κερκίδα και τον κόσμο που ουρλιάζει «γκοοοοολ», αλλά υπάρχει αυτή η άτιμη η τάφρος και δεν πάει πιο πέρα.
Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το τώρα. Όλα διαφορετικά, όλα τόσο σημερινά. Οι αναμνήσεις είναι κάτι που δεν θα μπορέσουν ποτέ να κλέψουν από τους Παναθηναϊκούς. Είναι δικές τους, ολόδικές τους. Ευτυχώς για εμάς, υπάρχει κάτι εντός συλλόγου που ενώνει τις θύμησες από το παρελθόν με το κυνικό παρόν και μας δίνει ελπίδα: o Δημήτρης Σαραβάκος.
Μπορεί να μην έχει πια μαύρα πυκνά μαλλιά όπως στο σκίτσο. Ε, και; Για εκείνους που τον λάτρεψαν και τον λατρεύουν σαν ημίθεο θα έχει πάντοτε το χαρακτηριστικό περιβραχιόνιο με το ''C'' στο αριστερό του μπράτσο. Και θα το φοράει αιώνια...
Πηγή:
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid033KXmS7Sa9aWmKotDNzWUXLz32YfjouCfLYbAfvcVxhqL1kWULswybEj1ZyiKkfxJl&id=100008111087198
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου