Απόψε θα αντάμωνα τον φίλο μου τον Τζάκο,
που μαγεμένος θα ’τανε με την μικρή Αργυρώ,
και αυτός μαζί του θα ’φέρνε την αδελφή του Σάρα,
αυτήν που θα αγάπαγα παράφορα εγώ.
Μαζί θα ονειρευόμασταν την νοερή ζωή μας,
έρωτες, γάμους και παιδιά, καυγάδες, χωρισμούς,
χαρές και λύπες και θυμούς, φιλιά κι άγρια γέλια,
και αγκαλιές και δάκρυα κι αποχαιρετισμούς.
Κι έτσι θα μεγαλώναμε στην έρμη Σαλονίκη·
τις Κυριακές στη θάλασσα θα μπαίναμε μαζί,
ο Τζάκο τ’ απογεύματα θα ’πιανε την κιθάρα
κι η Σάρα θα τραγούδαγε με μαγική φωνή.
Μα όλα τούτα θα ’τανε ονειροφαντασία·
ποτέ δεν θ' ανταμώναμε στου κόσμου τη νοτιά.
Η Αργυρώ στα είκοσι θα ’φευγε στην Ευρώπη
κι εγώ σκιές θα έψαχνα μέσα στην ερημιά.
Ποτέ τους δεν υπήρξανε η Σάρα και ο Τζάκο,
ούτε κι οι πατεράδες τους γεννήθηκαν ποτέ,
καθώς τους δυο παππούδες τους τους πήραν με τα τρένα,
τους έκαψαν στο Άουσβιτς σαν ήτανε παιδιά.
Και όσοι απομείναμε στην έρμη Σαλονίκη
βαδίζουμε ολομόναχοι σε άδειο δειλινό,
δίχως τον Τζάκο που ’τανε καμάρι των Εβραίων,
δίχως την Σάρα που ’δινε νόημα στο κενό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου