Όταν τα πάντα πια εξαντλούσε γύρω του και μέσα του
κι ήταν σα να βυθιζόταν, - θυμόταν τότε να προφέρει
μια λέξη μόνον: ά γ α λ μ α (και, φυσικά, εννοούσε
άγαλμα ελληνικό, γυμνό). Κι ευθύς, ολόγυρά του
ανοίγονταν ονόματα - νησιά· ένα γόνατο έλαμπε
αντίκρυ στη θάλασσα· η φαρέτρα του μικρού τοξότη
διακρίνονταν θαμμένη κάτω από λοφίσκο λεπτής άμμου.
Ντυνόταν, έβγαινε στην Αγορά. "Καλημέρα σας", έλεγε.
Κρεοπωλεία, σταμνάδικα, οπωροπωλεία. Αγόραζε σταφύλια
ελευθερώνοντας εκείνη τη βαθιά, γαλήνια κι ανεξάντλητη
χειρονομία ενός κομμένου μαρμάρινου βραχίονα.
[Γιάννης Ρίτσος, Κιγκλίδωμα, 1969]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου