Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης-Ελυτόνησος Κοινώς Ελυτονήσι


Φέγγαν οι αλατόπετρες και στη μεγάλη

Αλαλησιά του μεσημεριανού πελάγου τίποτα. Μόνον δώσ' του

        ο άνεμος

Δώσ' του με το ράντιστρο. Και δύο ή τρία πουλιά
Δυνατά κι ελεύθερα σαν ευτυχίες.

Έτσι για να 'χω ζήσει αντίθετα
Στα ερχόμενα και να μην έχω
Λάβει τίποτα ευτυχώς
Παρεχτός από τα χέρια μου όλα
Τώρα πάλι ακουγόμουν
Καταμόνας όπως ο ασκητής
Προτού ανεβεί απ' τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη

Δεξιά βουτούσε ο βράχος κι από τ' άλλο μέρος υψω-

Νε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης

Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη

Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι

 

Χιλιετηρίδες υστέρα

Που το νερό αναπήδησε

Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα

Φαίνονται ακόμα κοίτα

Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι

Περασμένα τωρινά μου

Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα;

Στρίβοντας τ' ακρωτήρι σειρές κατεβατές

Τ' αμπέλια μ' ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη

Φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων

Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος

 

Πώς να 'ναι τώρα οι άνθρωποι; Άραγες

Να φοβούνται ακόμη; Στους αγρούς τους γερτούς

Να ελπίζουνε άλλον ουρανό;

Κερασιές να υπάρχουνε;

Και ποιά τώρα να κάνει

Στον ασβέστη επάνω με τις ζωγραφιές

Αγία το θαύμα της;

Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα

Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού

Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει

Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες

 

Αλλού. Είναι αλλού

Που το θαύμα το αέναο γίνεται

Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο

Το χέρι αυτό που θα γυρίσει

Στους καιρούς πίσω τ' άχρηστα

Θ' ανοίξει σαν ηλίανθος

Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα

Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα
Μακριά στα βάθη σαν βαρύ θηρίο η Ασία κοιμόταν
Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ' τη βερβένα
Σάλευε στ' αεράκι και το πόδι του έλαμπε

Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία
Μία στην άλλη δίνονται
Νιωσμένο φανερώνεται
Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο
Γεμάτο μ' αχινούς και βιολέτες θαλάσσης
Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου
Μ' ευωδιά και μ' αγκάθι

Παλεμένο στ' άγρια το πυργί των δώδεκα μηνών γυρνούσε

Στους καιρούς κόντρα κι άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν

Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε

Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε

Κι η μέρα που απελπίστηκες
Επιστρεμμένη σαν ηχώ άλλ' απέραντη
Και οι λύπες οι μικρές
Με το κρυφό τους κόκκινο λουλούδι
Σκιές τρεμάμενες άπιαστα φυλλώματα
Των ουρανών επάνω στο νερό
Που ο νους μόνον εγγίζει

Σήμαιναν οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής ανήμερα
Και κομμάτια κομμάτια τα τετράγωνα μεγάλα σπίτια
Τα 'παιρνε το μπουγάζι. Τρεις ώρες πιο ψηλά
Μ' ανοιχτό πανί τα καΐκια ρυμουλκούσαν τις στέγες

Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς
Του μέλλοντος αρχαιολόγος
Και των επουρανίων

Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι.
Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά
Πατρίδα που δε χάνεται

Κει που γυάλισαν κάποτε υστέρα η αλήθεια ήρθε.
1971

 Ετεροθαλή, Δεύτερη Σειρά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου