Ο Τρινιδάδ νοσταλγούσε τα πλήθη, τα πρόσωπα των επιβατών πίσω από το τζάμι, το τρίξιμο των φορτηγών βαγονιών, τους ταξιδιώτες που τρέχουν στην πλατφόρμα, οικογένειες ολόκληρες με πολλά παιδιά και σακίδια και τσάντες, απ' εδώ, πρόσεχε, Σέρχιο, μη χαθείς, το πλήθος και τη βιασύνη του, τη βαλίτσα, σου λέω να ανεβάσεις τη βαλίτσα μου, θα τη χάσουμε την καφέ, τη μαύρη την έχω εγώ, η καφέ λείπει, εκεί κάτω την είδα την καφέ, να τη, να τη, όχι αυτή, η καφέ, οι ανθρώπινοι όγκοι και οι σπόροι, τα κλουβιά με τα κοτόπουλα, τρομαγμένα σαν τους ανθρώπους, τα κοτόπουλα με μάτια φοβισμένης γυναίκας, τα γουρούνια που με κάποιο τρόπο ένιωθαν ότι πήγαιναν στη σφαγή, τα σακιά με τα κρεμμύδια μαζί με τις οικογένειες που έμοιαζαν με σακιά πατάτες, παιδί μου, δεν είχαν ξεπλύνει καν τα χώματα, τα σπρωξίματα, τις αγκωνιές, τα βήματα πάνω στην άσφαλτο, τρέξε, φεύγει το τρένο, τη σκόνη, το βουητό του κόσμου κάτω από τον τεράστιο θόλο, τη βιασύνη, το άγχος, το ταξίδι μοιάζει με το άγνωστο, όταν φεύγεις είναι λίγο σαν να πεθαίνεις, το κάλεσμα του αγνώστου, τη μυρωδιά της σκουριάς, του πετρελαίου, κάθε λογής στριγκλιές, τις φοβερές ρόδες, έτοιμες να ξεκινήσουν πάνω στις ράγες, το τρίξιμο των βαγονιών, τώρα θα σε κανονίσω εγώ, την κόρνα ενός ταξί έξω από τον σταθμό, θέλουν να μας σπάσουν τα νεύρα, γιατί τόσο δυνατά, νομίζουν ότι θα τα λύσουν όλα με τις αγριοφωνάρες τους, άντε, τρέξε, πιάσ' το, τράβα το, το κοπάδι των σωμάτων, ο ένας πάνω στον άλλο ψάχνοντας για την έξοδο, αυτός ήταν ο σταθμός της Μπουεναβίστα, καθαρή η ζωή, η έκρηξη, η μηχανή του χρόνου. Κι ύστερα τα μισάνοιχτα παράθυρα, κατέβασέ το, σήκωσέ το, μην κρέμεσαι από το παράθυρο, αντίο, αντίο, στο επανιδείν, να προσέχετε πολύ, τα χείλια των παιδιών να σαλιώνουν το παράθυρο, φεύγει το τρένο, αντίο, να μου γράφεις, μη μας ξεχάσετε, αντίο, η μύτη πιέζεται στο τζάμι, ίσως να μην ξαναγυρίσουμε, το τρένο, τι μεγάλη περιπέτεια [...].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου