Και τώρα ξέρετε βιάζομαι.
Είναι πολλή η δουλειά, λέτε να τα προλάβω;
έχω να συναντήσω κάποιονε που με γέννησε απάνω
σ' έναν κάβο με τ' όνομα η Ελλάς`
ω, δεν είναι της μόδας το παρελθόν - έτσι μου λένε,
στα ρούχα μεταποιήθηκαν τα πέτα και οι κονκάρδες,
ναι, το θυμούμαι πόσο αλλάζουνε τα ρούχα` εκείνος που
με γέννησε εφορούσε τιράντες
τώρα δυσεύρετες -
τα μόνα ατόφια απ' τη φθορά μέσα στον τάφο όταν τον
άνοιξα που χάσκανε ακατέλυτα, τεράστια κληρονομιά
οι δυο τιράντες κι ένα κρανίο.
Μα ετούτη η γη, το ξέρετε, από κρανία είναι ξέχειλη`
μήπως και τα παίρνανε ανίδεα όντα αν έρχουνταν από
άλλον πλανήτη, για κούπες για κρασί,
της Αντιγόνης τα παιδιά και του Στρατή το εγγόνι,
για κούπες για μπρούσκο κρασί μας γιόμισαν το χώρο
που ανέκαθεν
μας φιλοξένησε το πολυτιμότερο όργανο και τις
συνέπειές του.
Τώρα όμως βιάζομαι ξέρετε`
έχω να συναντήσω τα χέρια, τις φωνές, τα βράδια που
είχα αφήσει
τα' χω αφημένα ατέλειωτα
και σ' ένα δώμα μια τρύπα ανοιχτή, λέτε πια να' χει
γιάνει;
λέω πως πια έχει γιάνει, ήταν πολλά τα χρόνια
κι επίσης συντελούνε - στα φαρμακεία υπάρχουν - τα
αντιβιοτικά.
Όχι. Δεν το πιστεύω.
Δε δίνω πολλή βάση σ' αυτούς που ως παρηγόρια μού
λέγαν πως σε γέρασαν
οι μήνες κι οι καιροί,
ποιος μπορεί να σου σβήσει το φως σου, ενώ είναι ανάγκη
να το παραμερίζεις στο δρόμο για να προχωρείς,
μόνο πως έχουν μείνει ατέλειωτα τα βράδια -
κανείς δεν έχει παρόμοια δύναμη να παλιώσει τη γη σου
σαν τρύπιο ταψί μπακιρένιο, σκάρτο να το πετάς,
τα βράδια μόνο εβρέθηκαν μισοστρατίς τη νύχτα,
μπορεί χέρια να πάλιωσαν κι ο χρόνος κόσμο εσκότωσε,
εσύ είσαι πάντα ακέρια.
Σου φέρνω τον εαυτό μου
τώρα
ξένον ταξιδιώτη
μέσα στο καράβι μου.
έχω να συναντήσω κάποιονε που με γέννησε απάνω
σ' έναν κάβο με τ' όνομα η Ελλάς`
ω, δεν είναι της μόδας το παρελθόν - έτσι μου λένε,
στα ρούχα μεταποιήθηκαν τα πέτα και οι κονκάρδες,
ναι, το θυμούμαι πόσο αλλάζουνε τα ρούχα` εκείνος που
με γέννησε εφορούσε τιράντες
τώρα δυσεύρετες -
τα μόνα ατόφια απ' τη φθορά μέσα στον τάφο όταν τον
άνοιξα που χάσκανε ακατέλυτα, τεράστια κληρονομιά
οι δυο τιράντες κι ένα κρανίο.
Μα ετούτη η γη, το ξέρετε, από κρανία είναι ξέχειλη`
μήπως και τα παίρνανε ανίδεα όντα αν έρχουνταν από
άλλον πλανήτη, για κούπες για κρασί,
της Αντιγόνης τα παιδιά και του Στρατή το εγγόνι,
για κούπες για μπρούσκο κρασί μας γιόμισαν το χώρο
που ανέκαθεν
μας φιλοξένησε το πολυτιμότερο όργανο και τις
συνέπειές του.
Τώρα όμως βιάζομαι ξέρετε`
έχω να συναντήσω τα χέρια, τις φωνές, τα βράδια που
είχα αφήσει
τα' χω αφημένα ατέλειωτα
και σ' ένα δώμα μια τρύπα ανοιχτή, λέτε πια να' χει
γιάνει;
λέω πως πια έχει γιάνει, ήταν πολλά τα χρόνια
κι επίσης συντελούνε - στα φαρμακεία υπάρχουν - τα
αντιβιοτικά.
Όχι. Δεν το πιστεύω.
Δε δίνω πολλή βάση σ' αυτούς που ως παρηγόρια μού
λέγαν πως σε γέρασαν
οι μήνες κι οι καιροί,
ποιος μπορεί να σου σβήσει το φως σου, ενώ είναι ανάγκη
να το παραμερίζεις στο δρόμο για να προχωρείς,
μόνο πως έχουν μείνει ατέλειωτα τα βράδια -
κανείς δεν έχει παρόμοια δύναμη να παλιώσει τη γη σου
σαν τρύπιο ταψί μπακιρένιο, σκάρτο να το πετάς,
τα βράδια μόνο εβρέθηκαν μισοστρατίς τη νύχτα,
μπορεί χέρια να πάλιωσαν κι ο χρόνος κόσμο εσκότωσε,
εσύ είσαι πάντα ακέρια.
Σου φέρνω τον εαυτό μου
τώρα
ξένον ταξιδιώτη
μέσα στο καράβι μου.
[...]
Εδώ στάθηκα τώρα
με το παλιό ραβδί μου,
συχνά ένας γέρος ξεχνά τις ημερομηνίες
για να θυμάται πιο καλά τα πράγματα,
στο σπίτι μου ήρθα τώρα
ταξιδιώτης ξένος στο καράβι μου,
δεν έβγαλα φορτωτική,
δεν έχω εντάξει τα χαρτιά,
άνοιξα νύχτα το φεγγίτη,
εσύ κυρά μου που είσαι γενναία,
πατρίδα σ΄ονομάζουνε, για να μου το κρύψεις
το κοντραμπάντο μου.
Βερολίνο 1959
Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα, Κέδρος 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου