ΕΓΩ Ο ΟΡΧΑΝ ΒΕΛΗ
Εγώ ο Orhan Veli,
διάσημος δημιουργός του ποιήματος
«Αναπαύου εν ειρήνη, Suleyman Effendi»,
άκουσα πως αδημονείτε
να μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε
για την προσωπική ζωή μου.
Λοιπόν, ακούστε: πρώτα-πρώτα,
είμαι άνθρωπος κι αυτό σημαίνει
πως δεν είμαι ζώο τσίρκου ή κάτι τέτοιο.
Έχω μύτη και αυτιά
αν και όχι ιδιαίτερα γερά.
Ζω σε σπίτι
και δουλεύω.
Δεν φτάνω ως τον ουρανό
ούτε κουβαλάω στις πλάτες
καμιά μεγάλη προφητεία.
Δεν είμαι ευγενικός
σαν τον Γεώργιο της Αγγλίας,
ούτε αριστοκρατικός όπως ο τωρινός
σταβλάρχης του Celal Bayar.
Μου αρέσει το σπανάκι
Τρελαίνομαι για τα τυροπιττάκια.
Δεν πολυασχολούμαι
με τα οικονομικά.
Στην πραγματικότητα καθόλου.
Οι καλύτεροί μου φίλοι
είναι ο Oktay Rifat και ο Melih Cevdet.
Βεβαίως έχω μια σχέση
και μάλιστα πολύ σοβαρή
αλλά δεν μπορώ νʼ αποκαλύψω τʼ όνομά της.
Ας το βρούνε οι κριτικοί.
Συνήθως με απασχολούν
πράγματα ασήμαντα, αλλά μόνο
στα μεσοδιαστήματα
των σοβαρών ενασχολήσεών μου.
Δεν ξέρω τι άλλο να προσθέσω.
Ίσως έχω επιπλέον κάποιες χιλιάδες
συνήθειες, μα σε τι θα ωφελούσε
η ακριβής καταγραφή τους;
Μοιάζουν τόσο πολύ με τις άλλες
και τόσο πολύ μεταξύ τους.
ΠΟΣΟΤΙΚΟ
Με τρελαίνουν οι όμορφες γυναίκες
το ίδιο κι οι εργατικές.
Όμως οι όμορφες εργατικές γυναίκες
με ξετρελαίνουν στην κυριολεξία.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΜΟΥ
Αν υπήρχαν κι άλλα δέντρα
στη γειτονιά μας, προφανώς θα σʼ αγαπούσα
λίγο πιο λίγο.
Όμως αν ήξερες κουτσό θα σʼ αγαπούσα
πολύ πιο πολύ.
Όμορφο δέντρο μου,
ελπίζω όταν πεθάνεις
να έχουμε πάει σε άλλη γειτονιά.
Ο ΛΟΦΟΣ
Στην άλλη ζωή, αν όταν κλείνουν
τα εργοστάσια, το απόγευμα,
ο δρόμος για το σπίτι
δεν έχει
τόση λασπουριά,
ο θάνατος
δε θα ʼναι
ούτε κατά διάνοια
τρομαχτικός.
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Θα πεθάνω χωρίς νʼ αφήσω πίσω μου εξηγήσεις.
Μόνο μια σταγόνα αίμα
στην άκρη των χειλιών μου.
Όσοι δεν με γνώριζαν θα πουν:
«Ερωτική απογοήτευση, το δίχως άλλο!»
Όσοι με γνώριζαν:
«Λυτρώθηκε απʼ τη φτώχεια
κι από τα βάσανά του!»
Η αλήθεια θα βρίσκεται, όπως πάντα,
αλλού.
ΟΝΕΙΡΟ
Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα
πως πέθανε η μητέρα μου.
Ξύπνησα κλαίγοντας.
Θυμήθηκα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό,
που κρατούσα ένα μπαλόνι
και ξαφνικά μου έφυγε απʼ τα χέρια
κι εγώ έμεινα εκεί,
να το κοιτάζω νʼ ανεβαίνει αργά στον ουρανό
και να κλαίω.
ΔΕΝΤΡΟ
Πέταξα μια πέτρα στο δέντρο.
Δεν το χτύπησα.
Δεν χτύπησα τίποτε.
Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου.
Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου.
Θέλω την πέτρα μου.
Σʼ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΕ ΜΟΥ
Κάποιος είναι στο σπίτι.
Σʼ ευχαριστώ, Θεέ μου!
Ακούω ανάσες.
Ακούω βήματα.
Σʼ ευχαριστώ, Θεέ μου!.
ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ
Το σπίτι είχε ένα σκύλο
πολύ μαλλιαρό.
Τον φώναζαν Chinchon
και πέθανε.
Το σπίτι είχε και μια γάτα, την Mavish
και χάθηκε.
Το κορίτσι του σπιτιού παντρεύτηκε.
Έγιναν τόσα γλυκόπικρα πράγματα
τη χρονιά που πέρασε.
Ναι, τόσα και τόσα.
Μα τι να κάνεις; Έτσι είναι!
Έτσι είναι πάντα η ζωή!
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ I
Απʼ το παράθυρό του,
έβλεπε τις στέγες των άλλων σπιτιών
και στο βάθος το λιμάνι.
Τις Κυριακές χτυπούσαν οι καμπάνες.
Ασταμάτητα.
Τα βράδια, μες στον ύπνο του,
άκουγε το σφύριγμα του τρένου.
Πάντα στις μία ακριβώς.
Με τον καιρό, ερωτεύτηκε ένα κορίτσι
που έμενε στην άκρη του δρόμου.
Παρόλα αυτά,
έφυγε και πήγε σ άλλη πόλη.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ II
Τώρα δεν βλέπει δέντρα
απʼ το παράθυρό του.
Βρέχει ασταμάτητα
όλη τη μέρα πάνω από το κανάλι.
Το φεγγάρι συνεχίζει να βγαίνει τα βράδια
και στην πλατεία, κάθε Τρίτη,
έχει Λαϊκή.
Όμως αυτός,
θες η εξορία, θες τα λεφτά,
θες ένα γράμμα,
σκέφτεται πάντα κάτι άλλο.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ OKTAY
I.
Άγκυρα, 12/8/37
9 μ.μ.
Γράφω το πρώτο γράμμα
αυτού του τρομερού χειμώνα
σʼ ένα Ουγγρικό εστιατόριο.
Καλέ μου Oktay,
όλης της νύχτας οι μπεκρήδες
σε χαιρετούν.
II.
Άγκυρα, 12/10/37
2:30 μ.μ.
Αυτή τη στιγμή βρέχει ακατάσχετα έξω
και τα σύννεφα σκορπίζουν στον καθρέφτη.
Τον τελευταίο καιρό,
ο Melih κι εγώ είμαστε ερωτευμένοι με το ίδιο κορίτσι.
III.
Άγκυρα, 1/1/38
10 π.μ.
Τέρμα τα λεφτά.
Ψάχνω για δουλειά.
Δε γίνεται τίποτε.
Αν δεν ήμουν ερωτευμένος,
ίσως να μην περίμενα τη μέρα
που θα μου δοθεί η ευκαιρία να πεθάνω
για χάρη της ανθρωπότητας.
ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ
Οι κάλοι του τον πέθαιναν μια ολόκληρη ζωή.
Ακόμη κι η ασχήμια του
ποτέ δεν τον ενόχλησε έτσι.
Αν όμως δεν τον στένευε εκείνο το παπούτσι,
δεν πρόκειται να έπιανε τʼ όνομα του Θεού
στο στόμα του. Άλλη αμαρτία δεν είχε.
Αναπαύου εν ειρήνη, Suleyman Effendi!
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Μα, πού πήγαν τα μάτια μου;
Τα πήρε ο Διάολος, δεν βρήκε
να τα πουλήσει και τα επέστρεψε.
Πού πήγαν τα μάτια μου, ρε;
ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙ
Μέθυσα
και σε σκεπτόμουν,
αριστερό μου χέρι,
άβολο χέρι μου,
φτωχό μου χέρι.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Κάλλιστα θα μπορούσα
να είμαι ένα χρυσόψαρο
μες στο μπουκάλι
του κρασιού.
ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
To «Να ζει κανείς ή να μη ζει»
δεν τον απασχολούσε.
Ένα βράδυ, έπεσε για ύπνο
και δεν ξύπνησε ποτέ.
Ήρθαν, τον πήραν, τον έπλυναν,
τον διάβασαν, τον έθαψαν.
Αν μάθαιναν οι πιστωτές το θάνατό του,
θα έσβηναν οπωσδήποτε τα χρέη του.
Όσο γιʼ αυτά που του χρωστούσαν…
Ποιος να χρωστάει και τι, σʼ ένα φτωχό;
ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ ΤΡΙΤΟ
Έβαλαν το τουφέκι του στο ντουλάπι.
Έδωσαν τον ιματισμό του σε κάποιον άλλον.
Τώρα πια, ούτε ψίχουλα στο γυλιό του,
ούτε σημάδια χειλιών στην καραβάνα του.
Μόνο ένας άνεμος που φυσάει,
όλο φυσάει και δε φέρνει
τʼ όνομά του, ούτε όνομα άλλο κανένα.
Τώρα, μονάχα εκείνο το δίστιχο που χάραξε
πάνω απʼ το τζάκι του καφενείου:
«Δώρο Θεού ο θάνατος
που δε χωρίζει αγάπη!»
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΤΑΡΔΑΣ
Τι ανόητος που ήμουν!
Τόσος καιρός
και να μην καταλάβω
την κοινωνική
σημασία
της μουστάρδας!
«Κανείς δεν μπορεί
να ζήσει
χωρίς μουστάρδα»,
έλεγε και ξανάλεγε ο Abidin
σʼ αυτούς που ασχολούνται
με την ουσία των πραγμάτων.
Όχι πως είναι σοβαρό,
αλλά ας δώσει ο Θεός
να μη τη στερηθούμε!
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τι μεσάνυχτα κι αυτά! Πώς σωπαίνουν
οι λόφοι φεγγαρόλουστοι. Τι άρωμα!
Και ξαφνικά, τα δέντρα ανθίζουν!
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΛΕΝΕ ΨΕΜΑΤΑ
Μην ακούς, παλτό μου, μην ακούς
τι λένε τα πουλιά.
Εσύ είσαι ο καλός ο σύμβουλός μου.
Μην ακούς! Τα πουλιά
κάθε Άνοιξη λένε το ίδιο ψέμα.
Μην τʼ ακούς, παλτό μου, αγνόησέ τα!
Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Σαν να ʼχε βγει απʼ τη θάλασσα εκείνη τη στιγμή,
θάλασσα χείλη και μαλλιά μοσχοβολούσαν,
ως το πρωί, κυμάτιζαν μια θάλασσα τα στήθη.
Ήξερα πως ήτανε φτωχή,
μα δεν μπορείς να κουβεντιάζεις
συνέχεια για τη φτώχεια.
Τραγούδια αγάπης μου ψιθύριζε στο αυτί.
Ποιος ξέρει τι έμαθε,
τι πέρασε μια ολόκληρη ζωή
παλεύοντας τη θάλασσα,
μπαλώνοντας και ρίχνοντας,
μαζεύοντας τα δίχτυα,
για να τσιμπούν τα της χέρια
τα χέρια μου σαν ψάρια.
Τη νύχτα εκείνη γνώρισα,
μέσα στα δυο της μάτια,
πώς ανατέλλει η τρικυμία στα βαθιά.
Μου έμαθαν κύμα τα μαλλιά της
και πνίγηκα στη θύελλα των ονείρων.
ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Εμείς, οι υπάλληλοι του δημοσίου,
εννέα, δώδεκα και πέντε ακριβώς,
υπάρχουμε ανάμεσά σας,
βαδίζουμε στους ίδιους δρόμους.
Έτσι μας έφτιαξε ο Πανάγαθος Θεός.
Να περιμένουμε ένα κουδούνι
στο τέλος κάθε μέρας
και μιαν επιταγή
στο τέλος κάθε μήνα.
ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΟΥΡΑ
Δεν πρόκειται νʼ ανταμωθούμε.
Οι δρόμοι μας δεν τέμνονται.
Εσύ ανήκεις στο χασάπη
κι εγώ είμαι αλητόγατος.
Τρως από τσίγκινη ταΐστρα
κι εγώ απʼ του λιονταριού το στόμα.
Ονειρεύεσαι αγάπες κι ονειρεύομαι κοκάλες.
Όμως, δεν πήρες, φίλε μου, το δρόμο τον καλό.
Για πόσο ακόμη θα κουνάς
τη δύστυχη ουρά σου,
κάθε που φέρνει φωτεινή τη μέρα ο Θεός;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Όλο για πείνα μιλάς·
άρα είσαι κομμουνιστής!
Γιʼ αυτό έκαψες τα σπίτια.
Εκείνο στην Ινσταμπούλ
και το άλλο, στην Άγκυρα…
Είσαι γουρούνι!
ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ
Τι φασαρία είναι αυτή;
Δεν είναι ο κόσμος όπως είχες φανταστεί.
Λέμε τα προβλήματά μας σʼ όποιον να ʼναι
κι αυτοί αν δεν ακούσουν όπλα δεν ξυπνάνε.
Άλλοι είναι σοβαρά απασχολημένοι
κι άλλοι ρακένδυτοι και ξεπαπουτσωμένοι.
Όλοι έχουνε το στόμα, τη μύτη και τʼ αυτιά τους,
αλλά οι περισσότεροι τρέμουν και τη σκιά τους.
Κάποιοι αφήνουν στον Προφήτη
την ψυχή τους
και κάποιοι καμαρώνουνε
μεσʼ στο χρυσό κλουβί τους.
Άλλοι εκπονούν τʼ απομνημονεύματά τους
κι άλλοι χρωστάνε περιουσίες στο μάγειρά τους.
Αυτοί έχουν όπλο το σπαθί
κι εκείνοι τη γραμματική.
Τέλος, κάποιοι πίνουν και πηδάνε
όλη νύχτα κι όμως μια χαρά ξυπνάνε.
Κάπως έτσι η όλη φάση έχει γίνει:
ο ελέφαντας τον ψύλλο καταπίνει.
Σʼ ένα σπίτι αν κατοικούν
εφτά νομάτοι
αρκεί ένα ποντίκι,
να μη μπορούν να κλείσουν μάτι.
Για να μην πολυλογούμε,
είναι κάπως μπερδεμένο:
Ο πλούσιος το φτωχό
πάντα τον έχει στριμωγμένο.
Γράψαμε ένα γράμμα στο Θεό,
μα χάθηκε μεσʼ στο σκουπιδαριό.
ΨΑΡΑΔΕΣ
Οι ψαράδες μας
δεν τραγουδάνε όλοι μαζί,
όπως στα βιβλία.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΑΦΤΗ
Ονειρεύεται έναν γαμπρό γερό σαν ταύρο,
με αποδοχές της τάξεως των 100 λιρών.
Παντρεύονται και φεύγουν για την πόλη.
Τα γράμματα έρχονται στη διεύθυνσή της:
Συνοικισμός «Το Όνειρο», Ισόγειο.
Το διαμέρισμα είναι σαν κουτί.
Δεν ξενοπλένει πια
ούτε καθαρίζει τζάμια.
Όσο για τα πιάτα,
αυτά, βέβαια, της ανήκουν.
Τα παιδιά τους ανθίζουν σαν λουλούδια.
Πήραν κι ένα μεταχειρισμένο αμάξι.
Τα πηγαίνει στο Kizilay Park κάθε πρωί
κι ο μικρός Yilmaz παίζει στην άμμο
όπως όλου του κόσμου τα παιδιά.
Το καλύτερο όνειρο του ράφτη
είναι ένα λουτρό.
Βρίσκεται ξαπλωμένος στις μαρμάρινες πλάκες.
Οι υπάλληλοι στέκονται στη σειρά.
Ο ένας του ρίχνει νερό
κι ο άλλος τον σαπουνίζει.
Ο τρίτος περιμένει κρατώντας το σφουγγάρι.
Καθώς μπαίνουν μέσα οι επόμενοι πελάτες,
ο ράφτης αποχωρεί,
σαν αγνό παρθένο μπαμπάκι.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ALI RIZA ΚΑΙ ΤΟΥ AHMED
Τι παράξενη ιστορία κι αυτή!
Ο Ali Riza και ο Ahmed!
Ο ένας ζει στο χωριό
κι ο άλλος στην πόλη.
Κάθε πρωί,
ο Ali Riza πηγαίνει
απʼ το χωριό στην πόλη
κι ο Ahmed
από την πόλη
στο χωριό.
MAHMUD, Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Δουλεύω και παραδουλεύω: βάφω
τον ουρανό πρωί-πρωί,
την ώρα που κοιμάστε.
Ξυπνάτε και τον βλέπετε γαλάζιο.
Η θάλασσα ξηλώνεται συχνά.
Ποιος νομίζετε την ράβει;
Ύστερα χαζεύω λίγο, από δω και από κει.
Κι αυτό δουλειά μου είναι.
Σκέφτομαι ένα κεφάλι μεσʼ στο κεφάλι μου.
Σκέφτομαι ένα στομάχι μεσʼ στο στομάχι μου.
Σκέφτομαι ένα πόδι μεσʼ στο πόδι μου.
Δεν ξέρω τι διάολο άλλο να κάνω.
ΤΟ ΚΥΜΑ
Ι.
Αν κάτσω, μπορώ να σκεφτώ
πώς θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος:
δε χρειάζομαι μολύβι και χαρτί,
μόνο ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Μπαίνω στο γαλάζιο
του πίνακα που κρέμεται στον τοίχο.
Μπαίνω. Η θάλασσα με παίρνει,
με τραβάει, με παγιδεύει ο κόσμος.
Πλανιέται κάτι στον αέρα
που μοιάζει με αλκοόλ.
Με τρελαίνει, με συνθλίβει.
Μπορώ νʼ αναγνωρίσω ένα ψέμα όταν το δω.
Είναι ψέμα πως έγινα βάρκα.
Το κρύο νερό στα πλευρά μου είναι ψέμα,
ψέμα ο άνεμος στο φάρο
κι η βενζινάκατος που αγκομαχάει
τις τελευταίες βδομάδες…
Τέλος πάντων,
μπορώ ακόμη νʼ απολαύσω,
να περάσω μερικές όμορφες μέρες
σʼ αυτό το γαλάζιο,
σαν καρπουζόφλουδα που πλέει στο νερό,
σαν αντανάκλαση ενός δέντρου στον ουρανό,
σαν την πρωινή ομίχλη που τυλίγει τις δαμασκηνιές,
σαν την ομίχλη, το πούσι, την αγάπη, τʼ αρώματα…
II.
Ούτε μολύβι ούτε χαρτί
μπορούν να μου χαρίσουν
την ευτυχία. Το ξαναλέω,
είναι βλακεία
που δεν έγινα καράβι.
Πρέπει να βρίσκομαι συνέχεια
κάπου συγκεκριμένα
κι όχι σαν καρπουζόφλουδα
ούτε σαν φως, ομίχλη, η πούσι…
Σαν άνθρωπος οφείλω να υπάρχω.
«LULU, MY LULU»
Θα ήθελα να είχα φίλους νέγρους
με άγνωστα, περίεργα ονόματα και να σαλπάρω
μαζί τους από τη Μαδαγασκάρη
για της Κίνας τα λιμάνια.
Θα ήθελα να στέκω στο κατάστρωμα μαζί τους
και να κοιτώ τʼ αστέρια, τραγουδώντας
«Lulu, my Lulu» κάθε βράδυ.
Εύχομαι να συναντήσω
κανέναν τέτοιο
στο Παρίσι
κάποια μέρα.
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Στεκόμουν κι έβλεπα τη βάρκα να μακραίνει.
Δεν μπορούσα να πηδήξω στο νερό. Είναι γλυκιά η ζωή
και δεδομένου ότι είμαι άντρας, δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.
ΠΑΝΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ
Που πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία
κι αυτό το μέσα κλάμα,
που τραγουδούσε χίμαιρες, πού πήγε;
Τώρα είμαι, απλά, ο θόρυβος που υπάρχω.
Σήμερα σε μια γιορτή, αύριο στο σινεμά,
κι αν βαρεθώ, στο καφενείο.
Κι αν βαρεθώ να βαρεθώ, στο πάρκο.
Εξωραΐζω τον έρωτά μου με ποιήματα.
Πηγαίνουμε εκδρομές:
μια συλλογή στα γόνατά μας
χορεύει σαν παιδί. Πού πήγε;
Πού πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία;
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Δεν ξέρουν τίποτε.
Όσοι δεν έζησαν μονάχοι,
δεν ξέρουν πως παγώνει η σιωπή,
πώς είναι νʼ ανοίγεις κουβέντα
ολομόναχος, να βγαίνεις
στον καθρέφτη αργά τη νύχτα,
διψασμένος για…ψυχές.
Δεν ξέρουν τίποτε.
ΑΠΛΑ
Αν τελειώσει αυτή η μάχη
και δεν ξαναπεινάσω
και δεν ξανακουραστώ
και δεν ξανακατουρήσω
και δεν ξανακοιμηθώ,
πείτε,
απλά:
«Μπαμ
και κάτω!»
ΠΟΙΗΜΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ
Ο ήλιος με ξύπνησε ένα πρωί
κι έγινα φύλλα και πουλιά.
Άστραφτα μεσʼ στην ανοιξιάτικη δροσιά.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Τα χέρια μου, τα πόδια μου
φτερούγιζαν, ανθοκοπούσαν.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Πουλιά
και φύλλα.
ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.
Η νύχτα και η μέρα,
ο ήλιος, το φεγγάρι,
τα φύλλα
στο φως του φεγγαριού,
οι πίκρες που είναι σαν τα φύλλα
και οι σκέψεις που σαλεύουν σαν τα φύλλα.
Όλης της γης το πράσινο κάτω απʼ τον ήλιο,
κίτρινο το φθινόπωρο – και τα γαρίφαλα επίσης.
Ένα χέρι που αγγίζει
το σώμα.
Η ζεστασιά,
η θαλπωρή,
να γέρνεις μαζί.
Δικοί σας οι χαιρετισμοί,
τα κατάρτια που χορεύουν στο λιμάνι,
τα ονόματα των ημερών
και των μηνών.
Δικές σας οι βαμμένες βάρκες,
τα πόδια του ταχυδρόμου,
τα χέρια του ο ράφτη.
Δικές σας οι σφαίρες που έπεσαν απʼ έξω,
τα νεκροταφεία,
οι τάφοι,
οι φυλακές, οι χειροπέδες, οι κρεμάλες…
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ
Γέρνω στην κουπαστή
της γέφυρας και σας απολαμβάνω.
Άλλοι τραβάτε κουπί μουρμουρίζοντας,
κι άλλοι μαζεύετε όστρακα στις σημαδούρες.
Κάποιοι κρατάτε το τιμόνι στις μαούνες
και κάποιοι μαϊνάρετε τα παλαμάρια.
Μερικοί πετάτε σαν πουλιά – και ποιητές –
και μερικοί αχνοφέγγετε σαν ψάρια στο νερό.
Αυτοί λικνίζεστε σαν βάρκες κι εκείνοι σαν φελλοί.
Άλλοι είστε σύννεφα και άλλοι
ατμόπλοια που τρυπώνουν, με σβησμένες μηχανές,
κάτω απʼ τη γέφυρα, σαν κωλοπαίδια.
Κάποιοι φυσάτε και ξεφυσάτε σαν μπουρούδες
και κάποιοι απλώνεστε σαν την καπνιά.
Όμως όλοι ανεξαιρέτως, δίνετε τη μάχη της ζωής.
Μα, είμαι ο μόνος ηδονιστής ανάμεσά σας;
Δεν πειράζει. Κάποια μέρα
θα γράψω ένα ποίημα για σας,
θα πιάσω μερικά λεφτά
και θα κερδίσω επιτέλους το ψωμί μου.
ΤΟΠΙΑ
Το φεγγάρι ξεπροβάλει από τη στέγη
του τελευταίου σπιτιού.
Ο δρόμος ξυπνάει και μουρμουρίζει νύχτα.
Έβαλε ψύχρα
κι από πέρα καταφτάνει
η θάλασσα αρωματισμένη…
Πάντως, στα τοπία τα καταφέρνω!
ΤΟΠΙΟ
Σπίτια, μάντρες, μαγαζιά.
Κάρβουνο.
Καζάνια.
Θάλασσα.
Βενζινάκατοι, ατμόπλοια, μαούνες.
Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Κοιτάζει πάντα μπροστά.
Δεν καπνίζει.
Έχει χαθεί
από καιρό.
ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΕΡΩΤΩΝ
Η πρώτη ήταν εκείνο το λεπτό, κοκαλιάρικο κορίτσι…
Μου φαίνεται πως τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον έμπορο.
Αναρωτιέμαι αν πάχυνε καθόλου.
Ακόμη καίγομαι για να την ξαναδώ.
Δεν είναι εύκολο πράγμα η πρώτη αγάπη.
[………………………] ανεβαίνει
[…………………….] στεκόμαστε στη μέση του δρόμου
[……………………..] ακόμη κι αν
[………..] γεμίσαμε τους τοίχους με τα ονόματά μας,
[………………………] στη φωτιά.
Η Τρίτη ήταν η Δις Munevver,
μεγαλύτερη από μένα.
Της έγραφα και πέταγα
τα γράμματα στον κήπο της.
Τα διάβαζε και έσκαγε απʼ τα γέλια.
Τα θυμάμαι ακόμη
και ντρέπομαι, σαν να ʼταν τώρα.
Η τέταρτη ήταν άγρια.
Μου έλεγε προστυχιές.
Μια μέρα γδύθηκε μπροστά μου.
Τα χρόνια πέρασαν,
μα δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Κατοίκησε πολύ βαθιά τα όνειρά μου.
Ας προσπεράσουμε την Πέμπτη
κι ας έρθουμε στην έκτη.
την έλεγαν Nurunnisa.
Όμορφη,
μελαχρινή μου,
αγάπη μου, λατρεία μου,
Nurunnisa!
Η έβδομη ήταν η Aliye, αστή από καταγωγή,
μα δεν την εκτιμούσα.
Όπως όλες οι αστές,
ασχολιόταν συνεχώς με γούνες και σκουλαρίκια.
Η όγδοη ήταν πάνω κάτω τα ίδια σκατά.
Εμπιστεύεσαι τη γυναίκα ενός άλλου,
μα όταν θελήσεις να φτάσεις ως το τέλος,
αρχίζουνε τα ψέματα και οι καυγάδες.
Το ψέμα είχε γίνει δεύτερη φύση της.
Την ένατη την έλεγαν Ayten.
Χόρευε το χορό της κοιλιάς σε κάποιο μπαρ.
Όσο εργαζόταν ήταν σκλάβα του καθένα,
μα μόλις τέλειωνε, μπορούσε
να κοιμηθεί με όποιον της άρεσε.
Η δέκατη φάνηκε έξυπνη
και με παράτησε.
Δεν έκανε άσχημα.
Ο έρωτας είναι δουλειά για πλούσιους,
τεμπέληδες κι ανέργους.
Αν δυο καρδιές αγαπηθούν
ο κόσμος μοιάζει ωραίος κι αληθινός.
Αλλά δυο σώματα γυμνά
ανήκουν στην μπανιέρα.
Η δωδέκατη έκανε καριέρα.
Τι άλλο να έκανε;
Ήταν φτιαγμένη για άντρα σαδιστή.
Την έλεγαν Luxandra.
Τα βράδια ερχόταν στο δωμάτιό μου
κι έμενε μέχρι το πρωί.
Έπινε κονιάκ και μεθούσε.
Ξυπνούσε απʼ τʼ άγρια χαράματα
κι έφευγε για τη δουλειά.
Ας έρθουμε τώρα στην τελευταία.
Έπεσα πάνω της
σαν να μην είχα αγαπήσει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν μόνο θηλυκό. Ήταν προσωπικότητα.
Τέρμα οι βλακείες με τις ευγένειες,
το επίπεδο ζωής, την απληστία
και τα διαμαντικά.
«Αν είμαστε ελεύθεροι» μου είπε.
«Αν είμαστε το ίδιο» της είπα.
Ήξερε νʼ αγαπάει
και ήξερε να ζει.
[Το ποίημα βρέθηκε ημιτελές, μετά το θάνατό του, τυλιγμένο σε μιαν οδοντόβουρτσα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου