«Στα είκοσι εφτά μου, είχε αποκάμει πια να μου γυρεύει η μάνα στεφανώματα. Ας έστεργα τουλάχιστον, έλεγε κάθε μέρα όλο τον χειμώνα, να μείνω, να γεράσω απάντρευτη κοντά στις παντρεμένες αδερφές μου, κι ας βουρλιζόμουν ως το τέλος της ζωής μου από τα δαιμόνια της ζωγραφικής. Μα εγώ γύρευα Ακαδημίες και περγαμηνές. Τεκμήρια των αντρών. Για να κάνω τι, αναρωτιόταν. Με την προίκα μου θα μπορούσα οποιαδήποτε στιγμή να παντρευτώ καλά, επέμενε, αγνοώντας πως εγώ είχα συμφωνήσει με τον κύρη μου να με συντηρεί από το κεφάλαιο αυτής της προίκας, όσο θα έμενα για σπουδές στην Ιταλία. Καλά είχε κάμει, πρόσθετε, που ποτέ δεν αποδέχτηκε τα θέατρα και τα καλά τους. Ιδού που ο άντρας της είχε τώρα ξεσηκωθεί από τα μάγια τους και από τους επαίνους του Τσέκολι, και συναινούσε να πάω στα ξένα για να δω τις πιο σπουδαίες ζωγραφιές, μα προπαντός για να σπουδάσω τα λίγα, όσα μπορούσα κι εκεί να σπουδάσω ως γυναίκα στα εργαστήρια της ζωγραφικής. Ακόμη και σ’ αυτά να συμφωνούσε η μητέρα μου, ανησυχούσε πώς θα τριγύρναγε μια νέα γυναίκα μόνη και ασυνόδευτη στα τρίστρατα της ξενιτιάς. Ο καπετάνιος, βέβαια, από τη μεριά του ουδέποτε υπολόγισε τη γη ολάκερη σαν κάτι απρόσιτο και ξένο. Ένα γερό αρμένισμα και φτάνεις, έλεγε. Μαθαίνεις έπειτα τον άλλο κόσμο, αν έχεις βαθιά μελετήσει τον δικό σου. Άλλωστε, και στην μπέσα της πρώτης του θυγατέρας, που του έμοιαζε σε όλα, πίστευε, και με αρμήνευε, εκεί που θα βρεθώ, να μη λησμονήσω ότι είμαι ελληνίδα.
[…]Η μητέρα τον έβλεπε πόσο χαιρόταν επειδή θα ξαναμπάρκαρε για πολύ μακρινό, κατά τη γνώμη της, ταξίδι. Γνώμη ανίδεης γυναίκας, αφού κοντινό επέμενε να ορίζει αυτό το ταξίδι ο καπετάνιος, ο οποίος, πριν να δοθεί στον Αγώνα, είχε πατήσει δυο φορές το πλούσιο χώμα της Αμερικής. Ως αφέντης του οίκου τής ζήτησε να σταματήσει να δεινολογεί και να του ετοιμάσει τα νησιώτικα που έβαλε γαμπρός κι έκτοτε βρίσκονταν διπλωμένα στις λεβάντες, για να τα φορά σε έκτακτες περιστάσεις. Στην Αθήνα πάντως τόσα χρόνια, δεν τα έχει βγάλει από το σεντούκι ούτε μία φορά. Τώρα ήθελε να το φορέσει εξηγώντας στην Ελένη του για την ανοικτή θάλασσα. Αγύριστα κεφάλια και των δυο τους, σκέφτηκε, δίχως όμως να τολμήσει να το πει η καπετάνισσα Μαρία, παρατημένα στο τρίστρατο του πιο παλαβού ονείρου. Και για να με προφυλάξει απ’ αυτό το μαγεμένο τρίστρατο, μου έδωσε κι εκείνη ένα τρίγωνο γαλάζιο φυλακτό με τίμιο ξύλο κι ευλογημένα στην εκκλησιά μυριστικά.
[…]Βιαζότανε λοιπόν να με οδηγήσει στην Αιώνια Πόλη και κει να με εμπιστευθεί στη μύηση της τέχνης, ακριβώς όπως θα με εμπιστευόταν στη συνέχεια ενός άλλου άντρα. Νομίζω πως γι’αυτόν κυρίως τον λόγο είχε φορέσει τα καλά του ρούχα, αυτά που θα φορούσε για να με πάει περπατώντας νύφη στην εκκλησία του νησιού, τριγυρισμένος από τα όργανα, τα τραγούδια, τις ευχές και τα απριλιάτικα λουλούδια. Ρούχα από τον τραβούσαν πίσω στον δικό του γάμο και τον πήγαιναν μπροστά προς τον θάνατό του, όπως μου είπε, όταν καθίσαμε για να ξεκουραστούμε το πρώτο μεσημέρι της πορείας μας σε κάποιο πανδοχείο έξω από τη Νάπολη. Έκοψε ένα κλαδάκι πασχαλιάς και το πέρασε, ο κανακάρης, στο αυτί του. Μου έδωσε κι εμένα άλλο. Καθώς πέρναγα το μωβ λουλούδι του στην μπουτονιέρα του, ψηλάφισα το φυλαχτό κάτω από το βελούδο του ανδρικού μου σακακιού. Διότι η νύφη, που οδηγούσε ο πατέρας μου από έναν κόσμο σε έναν άλλο, εγώ η Ελένη, ήμουνα ντυμένη άντρας.
[…]Έξω από τη Νάπολη κρύφτηκα σε μια συστάδα από πικροδάφνες και συκιές, που θέριευαν αντλώντας από τα χαλάσματα μιας αγροικίας. Εκεί άλλαξα. Είχα αγοράσει ένα αντρικό σκούρο κουστούμι, ακριβώς σαν εκείνα που φορούσανε οι κομψοί νέοι της πόλης. Τόνισα τη σοβαρότητα του χρώματος και των προθέσεών μου συντάσσοντας με το σκούρο χρώμα του ένα πουκάμισο από λευκή φίνα βατίστα. Έκανε ζέστη, μα καθώς τρέμοντας ντυνόμουν, γύρισα να κοιτάξω ποιοι βρίσκονταν μάρτυρες στη μεταμόρφωσή μου. Επισήμανα της θάλασσας το μπλάβο, το κεραμιδί και το ωχρό της πολιτείας πιο πέρα, το κοντινό μου πράσινο και το φαιό, το φωτεινό ουρανί και το φλύαρο των ασπροκίτρινων χαμομηλιών. Φιλάρεσκα έδεσα ένα μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό μου· ρόδο με ελάχιστο γαλάζιο, ανταύγεια νερών όταν πλαγιάζει ο ήλιος. Φόρεσα τις δερμάτινές μου μπότες και διόρθωσα την καμπύλη της ασημένιας μου καδένας. Στην άκρη της κρεμότανε ένα ρολόι. Το κοίταξα. Μετέωρη, εύθραυστη, σημαδεμένη μού έδειξε την ώρα. Στερέωσα ένα καθρεφτάκι στα κλαδιά, για να δω να βάλω πάνω στα κουρεμένα μου μαλλιά είναι αντρικό καπέλο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Η παρθένος ζωγράφος απουσίαζε, έχοντας φαίνεται ξεκινήσει για να επιστρέψει στην αττική Ανατολή, όπου ανήκε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου