Η Φαιστό
Πώς να `τανε σε μέρες δόξας η Φαιστό;
Προπάντων η Φαιστό – γι` αυτήν ο θαυμασμός μου.
Το ανάκτορο ακόμα πιο επιβλητικό;
Κι εσύ σε λίγα χρόνια δίχως την έξοχη εικόνα του προσώπου σου
πώς θα `σαι;
Επιφανειακή η υπεροχή της τέχνης
δεν απέχουν αρκετά από το έργο τα ερείπιά του.
(Γραφή και φως, Ήρεμοι ήχοι)
Λάσπη
Πάνου σε κόκκινα τριαντάφυλλα πέφτει η βροχή
κι οι σταγόνες είναι μεγάλες – πέφτουν συχνά.
Για να σώσω τα λουλούδια βγάζω όλα τα πέταλα
τα τοποθετώ με πολλή φροντίδα μέσα στις τσέπες μου
και με το `να μου χέρι σφίγγω δυνατά τ` αγκαθωτά κοτσάνια
με το άλλο θωπεύω τ` αγκάθια γιατί σχίζουν το δέρμα.
Το χέρι καλά πληγωμένο σού τείνω.
Δεν το κοιτάς, προφασίζεσαι πως βρίσκεσαι μακριά.
Αποσύρω το χέρι.
Το κρύβω στην τσέπη,
όξω παντού είναι λάσπη
κι ο κόσμος γελάει θωρώντας τα μαδημένα κοτσάνια.
Δεν ξέρει πως πάνου στα πέταλα τώρα στάζει αίμα.
Ω ό,τι κι αν κάνω γίνεται λάσπη!
(Οδός Νικήτα Ράντου, Τετράδιο Α΄)
Δε θα φοβόμουν
Κάθε πρωί ρωτώ τι το δικό μου θα πεθάνει σήμερα
και όσο προχωρεί η ώρα αυξάνουν οι ανησυχίες μου.
Αν τα περασμένα χρόνια αντιμετωπίζοντο με την τωρινή μου γνώση
αν το πέρσι αρχίναγε αύριο
δε θα φοβόμουν τόσο μην μετατραπούν οι ευχές μου σε ανάμνηση.
(Οδός Νικήτα Ράντου, Τετράδιο Β΄)
Μετρώ τα χαμένα
Μετρώ τα χαμένα – τα ξαναμετρώ.
Τα περσινά, τα προπερσινά,
αυτά που χαθήκανε χτες
τα άλλα – τα απραγματοποίητα.
Δεν τα αθροίζω
ξέρω πως φταίω εγώ –
αυτό δε με προφυλάσσει από την απαγοήτεψη.
Αποφεύγω να τα αθροίσω.
Αύριο μπορεί να μην είναι το τέλος!
(Οδός Νικήτα Ράντου, Τετράδιο Α΄)
Στρογγυλή συμφωνία
(αποσπάσματα)
Γυρίζει γυρίζει φριχτά
ο στρογγυλός ο δρόμος
γυρίζουν γυρίζουν φριχτά
στο στρογγυλό το δρόμο
χίλιων ειδών ανθρώποι
μηχανές ποικίλων μορφών
γυρίζουν γυρίζουν σιγά
οι κουτσοί, οι τυφλοί και οι γέροι
το δίτροχο με το μισόνεκρο μουλάρι
το τραμ τρία που σταθμεύει εκεί κοντά
το κίτρινο τραμ ανάμνηση βελγικής εταιρίας
γυρίζει γυρίζει σιγά
η κοκότα που κάνει τροτουάρ
και ο ομοφυλόφιλος νέος
και πίσω από το νέο
απόστρατος ανθυπολοχαγός
ήρωας σε δυο νικηφόρους πολέμους
και πρώην μπράβος στη Σμύρνη μέσα
γυρίζει γυρίζει σιγά
το παιδί που δεν αγαπάει το σχολειό
κι ο άνεργος που από κάπου περιμένει δουλειά
πλήθος κόσμου γυρίζει σιγά
τα πρωιά στην πλατεία της Ομόνοιας
πλήθος πραγμάτων γυρίζουν σιγά
ολημερίς στην κεντρική την πλατεία
χαρτάκια μικρά κάθε είδους
κουρελάκια που άλλοτε ίσως να `ταν ωραία
κι η σκόνη κι αυτή γυρίζει σιγά
κι η πλάκα του φωνογράφου
σιγά γυρίζει ένα παλιό ταγκό
πάμπολλες σκέψες γυρίζουν
γύρω γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
*
Να μπορούσε να σταθεί όλος ο κόσμος
που περνάει τα βράδια απ` την Ομόνοια
να κάτσει για μια στιγμή
και να δώσει ζωή στις πέτρες
και να πουν μεταξύ τους οι άνθρωποι
δυο λόγια απλά
σαν ανθρώποι
(…)
να σταματήσουν για μια στιγμή τα λεωφορεία
να ξεκουραστούν και τα κακόμοιρα ταξί
κι η άσφαλτο για λίγο να πάψει να υποφέρει
ας ησυχάσει η πλατεία από τους κόπους των κορμιών
*
όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα
κι οι πιο κρυφοί πόθοι κει πέρα ζουν
κει αρχίζει ο έρωτας που πληρώνεται
κει οι διαδηλώσεις για πληρωμή
κει αρχίζουν οι ζάλες
που σου κάνουν όλα να τα δεις να γυρίζουν
*
Της κάθε πόλης η πλατεία
γυρίζει σα σβούρα ανθρώπους μηχανές
στην Αθήνα γυρίζει η Ομόνοια
και μέσα στο στόμα άμα την προφέρω
γυρίζουν τα γράμματα και παίρνουν ζωή
και γυρίζουν με βία οι επιγραφές που τη γράφουν
της κάθε μεγάλης πόλης η πλατεία
γυρίζει τρελά τους ανθρώπους
γυρίζουν πίσω από φόβο
γυρίζουν πίσω με ελπίδα ή και δίχως ελπίδα
*
δεν ενδιαφέρεται κανείς να μάθει
ποιος είναι ο λόγος των τόσων γύρων
αρκείται μονάχα στων άλλων τη ζάλη
και σήμερα οι ανθρώποι, έτσι είναι η ζωή,
σκοτώνουν την κάθε μέσα τους κακοφωνία
στη ζάλη των κύκλων.
(Γραφή και φως, Βοή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου