Ακούς καμιά φορά, από πέμπτο χέρι,
σαν επιτάφιο επίγραμμα:
Τα βρόντηξε όλα κάτω
κι έγινε καπνός·
και η φωνή ακούγεται πάντα
σίγουρη πως εγκρίνεις
τούτη την τολμηρή, εξαγνιστική,
στοιχειώδη κίνηση.
Κι έχουν νομίζω δίκιο.
Μισούμε όλοι μας το σπίτι
και το ότι πρέπει να ‘μαστε εκεί:
σιχαίνομαι το δωμάτιό μου,
το καλοδιαλεγμένο σκουπιδαριό του,
τα καλά βιβλία, το μαλακό κρεβάτι
και τη ζωή μου σε τέλεια τάξη.
Έτσι όταν ακούω να λένε
Τους παράτησε όλους
μ’ ανάβει και μ’ ερεθίζει
όπως η φράση Έπειτα ξεκούμπωσε το φόρεμά της
ή Να, ρε μαλάκα.
Σίγουρα μπορώ κι εγώ, αν μπόρεσε αυτός.
Κι αυτό με βοηθά να παραμείνω
νηφάλιος κι εργατικός.
Μα θα ‘φευγα σήμερα κιόλας,
Ναι, θα ‘παιρνα καμαρωτός τα μονοπάτια,
θα στριμωχνόμουν στο καμπούνι
αξύριστος, όλο καλωσύνη, αν
δεν ήταν τόσο τεχνητό,
ένα τέτοιο προμελετημένο βήμα προς τα πίσω
για να δημιουργήσεις ένα αντικείμενο:
βιβλία· πορσελάνες· μια ζωή
ελεεινά τέλεια.
ΜετάφρασηQ Κλαίτη Σωτηριάδου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΠΕΙΡΑ
ΤΕΥΧΟΣ 5 Δεκέμβρης 1976 σελ. 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου