Κάποιος που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω
Με μάτια κόκκινα απ’ την κούραση
Και κάτι σαν κελάηδισμα στον λόγο
Μου εξηγεί ότι διέσχισε την πόλη
Και την βρήκε σχεδόν ακατοίκητη.
Είδε το φως στο παράθυρό μου
Και ήξερε ότι θα τον δεχτώ.
Ω, εσείς, συνηθισμένα μου ενδύματα,
Φτερά καρφιτσωμένης πεταλούδας,
Εσείς, που αφήνετε το χνούδι
Της χαμένης σας υγείας στην ντουλάπα,
Εσείς, κουμπιά μου που κυλήσατε στο πάτωμα
Κι αφήσατε στην κρυφή ντροπή τους
Τόσα ξηλωμένα πουκάμισα,
Ακούτε αυτό το βήμα, αυτό το τραύλισμα;
Θα ντύσουμε έτσι φτωχικά τον θάνατο;
Όχι. Θα εφεύρω την κομψότητα.
Ένα άρωμα σιδερωμένων σεντονιών
Μπορεί να ντύσει έναν επισκέπτη
Όπως ντύνουν παραδείσιο πουλί τα χρώματα.
Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να συντρίβεται.
Εδώ το φως σκυμμένο πάνω μας
Ρίχνει στους ώμους ένδυμα σωστό.
Ευγενής ναυσιπλοΐα, Εκδόσεις Μελάνι, Σεπτέμβριος 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου