Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος Χρονάς - Ποιήματα

 Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΝΙΧΙΛ

Όπως δεν δούλεψε από τότε ποτέ
Κι έκλεβε από τα τρόφιμα μια συνάντηση
Αφήνοντας τα σινεμά και τις διαδρομές στα πάρκα
Στην αρχή μου έδειξε μια φωτογραφία της μάνας του
Για τον πατέρα του, είπε
Πεθαμένος.
Τον έβλεπα να περιεργάζεται τα έπιπλα
Να ξαπλώνει στα μαξιλάρια
Άλλοτε έκανε μπάνιο με τις ώρες στο λουτρό
Του έλεγα, θεέ της συγκεκριμένης μου επιθυμίας
Δολοφόνε αυτής της μπάλας που πρέπει κάποτε να σπάσει
Εισαγωγή στη λίμπιντο.
Στην αρχή μάζευε τα ψίχουλα από το πάτωμα
Και στις εξόδους του δεν αργούσε
Με κρατούσε από τη μέση καθώς στηριζόμουν στις σεξ λόνγκ
Όταν παράγγελνα στα γκαρσόνια φαγητό.
Ο συμβολαιογράφος και η γάτα του
Οδός Θεμιστοκλέους
Με συνεβούλεψαν
Εσείς, Κυρία Νυστερινή, ξεπέσατε
Αυτό σήμερα πρώτη φορά συμβαίνει
Με ταφτάδες δεν αγοράζονται πια οι αγάπες
Παιδί αυτό είκοσι χρονώ
Πάντως τους όρους να μη μάθει.
Ήταν βέβαιο θα με σκότωνε
Αφού του ’γραφα μετά το θάνατό μου
ό,τι είχα
Αυτός ήταν λόγος αν τον σέβομαι
όπως δεν δούλεψε από τότε ποτέ
κι έκλεβε από τα τρόφιμα μια συνάντηση
αφήνοντας τα σινεμά και τις διαδρομές στα πάρκα.
Μιλάω, εννοείται, μόνο με ένρινα
ανάμεσα στα φωνήεντα βάζω άγνωστες λέξεις
Όταν οι γάτες δεν κοιμούνται τρώνε ή αφοδεύουνε
Όλες τις λειτουργίες τις βρίσκω φυσικές
Τα χαλαρωμένα ήθη τα κατανοώ
Και τις κοινωνικές ανακατατάξεις καταγράφω
Τις προσφωνήσεις των Γερμανών εκπαιδευτικών
για τους λαούς της Μεσογείου
Ακριβέ μου φίλε…
Εννοώ
Ανεβαίνω μονάχη τις σκάλες
Όλα αρχίζουν όπως τελειώνουν
Τίποτα
Κοίτα, μου ’πε, οι κουρτίνες μπήκαν στο πλύσιμο
Σε κορόιδεψαν στην αγορά
Μετά μου ’δωσε ποτό
Η πλύση στομάχου δε μ’ έφερε πίσω
Μακ, φέρε μου τον καφέ
Πιερ Πάολο, ακριβέ μου φίλε, τι θα πάρετε;

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΔΙΩΝ
Μητέρα,
μπορεί η κουζίνα να σας ανήκει
τα πιάτα που τη σκεπάζουν
να έχουνε γεμίσει από νερά
Μητέρα,
μπορεί, εδώ να μαγειρεύατε
το αγαπημένο σας φαγητό
για τους συγγενείς που θα φτάνανε το βράδυ
Αλλά τώρα περάστε
Αλλά τώρα φύγετε
Αλλά τώρα που λείπετε
Αυτή η κουζίνα είναι δική μου
Κοιτάχτε τον, μητέρα, πως άφησε
στους φράχτες τα δόκανα των ζώων
τη ζώνη του αλόγου που έμεινε χωρίς σέλα
Κοιτάχτε τα μάτια του πως λάμπουν
όπως του λύκου στο σκοτάδι
Κοιτάχτε τον πως ψάχνει για αποτσίγαρα στο πάτωμα
πως περπατάει σαν πρόβατο στα τέσσερα
πως κοιτιέται μυθικά μες στον καθρέφτη
Κοιτάχτε τον πόσο υπνωτισμένος φαίνεται
κάτω από τα βάζα του γλυκού, το κουτί της ζάχαρης
τα κόκκινα ρόδια, τις σταφίδες
Εγώ μονάχος μου τον βρήκα
κι από το σκοτάδι τον απέσπασα
Δεν έκαναν τίποτα
Όχι, δεν ακούμπησα τα χείλη μου στο κρύσταλλο
Όχι, δεν άφησα αναπνοή πάνω στο τζάμι
Στο απέναντι πεζοδρόμιο πέρασα
Και μ’ ακολούθησε
Φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού σας
μια μέρα που λείπατε
Μια μέρα που ο πατέρας δεν υπάρχει
Μια μέρα που τα νερά γυρίζουν στις πηγές
καθώς τηλεφωνήσατε πως αργείτε και απόψε
δεν θα ’ρθετε
Κοιτάχτε τον, μητέρα, πως δένει τα κορδόνια του
πως χτενίζει τα μαλλιά του
πως σκύβει στο πάτωμα να μαζέψει τα νομίσματα
που έπεσαν
Βγαίνει στο διάδρομο σαν κλέφτης
περνάει ανάμεσα στις σπασμένες καρέκλες
και μου φωνάζει
– Μες στα σκουπίδια ζεις.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Η ταξιθέτρια πάντα ξέρει
το τραγούδι του φινάλε
κι ενώ πέφτουν τα γράμματα
του τέλους στην οθόνη
ανοίγει διάπλατα τις πόρτες.
Η υπόθεση του έργου
οι πιο μεγάλες σκηνές
τα φαντάσματα του παρελθόντος
οι αλήθειες που συγκινούν
έχουν σβήσει.
Τα φώτα του δρόμου
τώρα δείχνουν το νέο έργο
κάτω στις πλατείες, στους άδειους κήπους.

ΙΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ
Αισθάνομαι χωρίς προέλευση
χωρίς καταγωγή
όπου καταλήγω με καλύπτουν
οι μουσικές
οι φωτισμένες πλευρές των πόλεων.
Βαδίζω έξω από τα σύνορα
θέλοντας να συλληφθώ
και να ομολογήσω
ότι υπήρξα ένα τίποτα
ένας ιερός πόνος
στην ωμοπλάτη.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Σε φαντάζομαι να έχεις πυρετό
να λιώνεις
Τα χείλη σου να κολλάς
στον άδειο καθρέφτη
τα σεντόνια
άσπρα σεντόνια
να μη χωράνε τα πόδια σου
Τα μαλλιά σου να θέλουν κούρεμα
και να μην μπορείς να σηκωθείς
να πας στον κουρέα.
Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου