Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Δημήτρης Δούκαρης - Ποιήματα

 ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΛΟΓΙΟΜΑΘΟΥΣ

Ι
 
Τον ταράζει απόψε νύχτα καλοκαιρινή
η Τάξη του Κόσμου˙
σαν καταιγίδα, μετά το ηλιοβασίλεμα,
σε ημιτροπικές περιοχές,
σα βροντερός καπνός
από το βάραθρο του άναρχου νερού
στους καταρράχτες της Βικτωρίας˙
παραφέρεται και αδημονεί,
νύχτα καλοκαιρινή απόψε
και αράγιστη η Τάξη του Κόσμου.
 
ΙΙ
 
«Πρέπει, επιτέλους, να διαπράξω τα έσχατα»
είπε, όπως πολλές άλλες φορές˙
και αυτόματα άρχισε να λειτουργεί
στο πνεύμα του, διαρθρωμένη
και έξοχα επιμελής,
η υψηλή φροντίδα
για την αποσαφήνιση, τον προσδιορισμό
της «έννοιας των εσχάτων»˙
Ομοβροντίες φράσεων με άπταιστη
αλληλουχία νοημάτων
και μ' ερμηνείες διασταλτικές˙
στατιστικές διαφορετικών απόψεων˙
Αναλογίες και έννοιες παρεμφερείς
στην ακατάσχετη αναφορά απόμακρων
πολιτισμών και παραδόσεων˙
Τέλος, προπαντός,
η ακριβολογία της διατύπωσης,
η ορθότητα και η ευκαμψία του Λόγου.
 
ΙΙΙ
 
«Απόψε, οπωσδήποτε, θα προβώ στα έσχατα» 
Και αποτίναξε αποφασιστικά τον ορμαθό 
των φράσεων, των επιχειρημάτων, 
την ασαφή θάλασσα των απόψεων. 
Ήταν ευμενείς οι απηχήσεις  στο πνεύμα του και η χαρά του 
αστραφτερό μήλον της έριδος  
ανάμεσα σε συμφιλιωμένους.
 
IV
 
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε το πρώτο πολύβουο τετράγωνο
της ολοφώτιστης κεντρικής λεωφόρου,  
πεισματικά επιμένοντας για την Εξέγερση,  
για την αμείλιχτη, την αμετάθετη καταδίκη  
της Παγκόσμιας Πανουργίας – 
που λέγεται: Τάξη του Κόσμου,  
που λέγεται: Τίποτα δεν Γίνεται, 
που λέγεται: Ο Έρωτας Τέλειωσε, 
που λέγεται: Θάνατος παρακάτω.
 
V
 
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε και το δεύτερο φωτεινό τετράγωνο 
της εκκωφαντικής λεωφόρου, 
αλλά αιφνιδιαστικά άρχισε να κουράζεται επιμένοντας, 
χρόνια και χρόνια, 
στην Εξέγερση  για την αμείλιχτη καταδίκη 
της Υπερκόσμιας Πανουργίας –  
άρχισε πια να κουράζεται. 
Περνούσε άλλωστε σταθερά τον ακαθόριστο διάδρομο
της μέσης ηλικίας˙
πήρε απότομα ένα ταξί
για τη νυχτερινή του κατοικία.
 
 
Με το νωχελικό του βάδισμα διέσχισε 
την απόσταση:
εικοσιδύο μαρμάρινα σκαλοπάτια˙ 
«εδώ έχω τα φάσματα του παρελθόντος 
παρόντα» 
φώναξε ψιθυριστά,
σα νάθελε να πει:
«καλησπέρα»
μολονότι ήξερε πως όλοι πάλι σήμερα 
θα λείπουν απ’ το σπίτι.
 
VΙΙ
 
Αφέθηκε με άνεση  
στην πρόσκληση των οραματισμών,
των γιγαντιαίων
πράξεων τον πνεύματος,
περιφερόμενος
στα τεράστια άδεια δωμάτια
της νύχτας˙
με το πρώτο ποτήρι το κρασί 
στα χέρια,
χωρίς να φτάσει στο δάκρυ
ή στην απόγνωση,
χωρίς να ματώσουν πουθενά
οι σάρκες του,
χωρίς να κραυγάσει στα μυστικά
τέρατα της φθοράς.
Είχε τα φάσματα τον παρελθόντος
παρόντα.
 
VΙΙΙ
 
Αφέθηκε με μεγαλύτερη άνεση
στην πρόσκληση των οραματισμών,
με λίγο κρασί ακόμη˙
με δεύτερο και τρίτο και τέταρτο
ποτήρι στα χέρια.
Έτσι άρχισαν οι τιτάνιες ιαχές
και τ' αμετάθετα επιχειρήματα
πάντα ενάντια στην Τάξη του Κόσμου˙
τον εξαντλεί και τον παιδεύει
η έσχατη ετούτη Πανουργία.
Πάντα ενάντια στην Τάξη του Κόσμου
και με το τελευταίο ποτήρι το κρασί
άρχισε να τρίβει
ελαφρά τα γόνατά του,
όπως αισθάνθηκε να πλησιάζει
ο Ύπνος, 
βαθύς χωρίς όνειρα,
όπως κάθε νύχτα,
ένας Ύπνος 
χωρίς όνειρα πια.

ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ ΔΡΟΜΟΥΣ
 
Σε είπανε Θεό και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα,
θάχες φόβο, θάχες τρόμο, θάχες ντροπή,
βέβαια και θάχες ντροπή,
γιατί αν ήσουνα,
θα Σε λυπόμουν –
Σε είπαν Επανάσταση και Σ’ ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις, ήθελα να χτίσεις,
ήθελα ν’ αλλάξεις
κι Εσύ κι Εγώ –
και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.
                                                 Από τη συλλογή Το γυμνό χώμα (1957)
 

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
 
Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε
προχτές που έψαχνα,
παλιά χαρτιά του Κόμματος
και κίτρινες φωτογραφίες˙
μια σύμπτωση με βύθισε
και αναστατώθηκα
μέσα στις κίτρινες φωτογραφίες˙
έβλεπα πόσα χρόνια έλαβαν σχήματα:
από το μέτωπό μου που αυλάκωνε,
από τα μάτια μου που βάθαιναν,
από τα χέρια μου που γίνονταν
όλο και πιο δισταχτικά.
Θέλησα να ξεφύγω στα τοπία:
να ξαναπλανηθώ στο θόρυβο της θάλασσας,
πάλι να αιχμαλωτισθώ
μες στις πυκνές ομολογίες της θάλασσας,
μέσα στις νύκτιες υπόκωφες σιωπές της˙
θέλησα να ξεφύγω στις διαδηλώσεις,
στις κόκκινες σημαίες, στα ιδεώδη λάβαρα:
συνθήματα με ώριμες διεκδικήσεις,
χέρια υψωμένα και άνθρωποι με απόφαση˙
τόσοι πολλοί και πρόθυμοι άνθρωποι,
που ήξεραν άπταιστα πώς να δοθούν,
σα να ζητούσαν να δοθούν στο θάνατο.
Θέλησα να ξεφύγω, μα με κρατούσαν˙
όχι το μέτωπό μου που αυλάκωνε,
όχι τα μάτια μου που βάθαιναν,
όχι τα χέρια μου που έδειχναν στα φανερά
πως δύσκολα πια σήμερα αποφασίζουν˙
με κρατούσαν τα ερειπωμένα ενδύματα:
έβλεπα το σακκάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,
τους αγκώνες, τα δυσαρεστημένα πέτα,
το παντελόνι μου άχαρο, γονατισμένο-
άρχισα, δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,
τη φτώχεια τη βαθιά, που δε διαμαρτύρεται.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι,
τα υψηλά μου ιδανικά,
τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια˙
να σκέφτομαι πως φτώχυναν, πως φύραναν,
πως κύρτωσαν τραυματισμέν’ απ’ τη φθορά
σαν τα ερειπωμένα ενδύματα˙
ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,
πολλά ακόμη άλλα, ηρωϊκά και πένθιμα,
μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,
που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω˙
όχι, δε θα παραδεχτώ ποτέ,
να τα ομολογήσω.
                                                      Από τη συλλογή Περιοχές (1958)
 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΑΠ’ΤΟ ΓΙΟΧΑΝΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ
 
Βουνά και δάση, μυθικά ποτάμια, η «μεγάλη λίμνη»,
μέρες και νύχτες. Ξαφνικές καταιγίδες,
πληχτικά λιμάνια, αβεβαιότητα. Εδώ
ουρανοξύστες κι οι λόφοι των χρυσωρυχείων. Τίποτα.
Ποια τύχη!
Σκάλες και πόρτες, υπουργεία, αιτήσεις,
Έγγραφα κι άλλα έγγραφα. Κανένα αποτέλεσμα.
Στη Ruanda – Urundi, η τοπική διοίκηση
δε μου επέτρεψε τη «μόνιμη διαμονή». Στο
Νότιο Congo
Δε βρήκα τη δυνατότητα. Στη South Africa
δεν έδωσαν ακόμη απάντηση στην αίτησή μου.
Αβέβαιο αν θα μου επιτρέψουν να μείνω κι εδώ-στο
φωτεινό Johannesburg.
Άλλη χώρα δεν έχει πιο κάτω.
Κι ούτε είμαι, βέβαια, κανένας «Οδυσσέας»,
να φτάσω στο Νότιο Πόλο και κει να «τελειώσω».
Δε θέλω να «τελειώσω». Δε Θέλω.
Θαρρώ πως έχω ακόμα˙έχω ακόμα.
Γι΄αυτό, μονάχα μικρά κομμάτια έγραψα
και σχέδια, πολλά σχέδια,
Σε φιλώ
Δημήτρης.
 
                                      Από τη συλλογή Ποιήματα της Καλής Ελπίδος (1963)
 
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
 
Θάλασσα με τ’ αυστηρά σου κύματα,
αθώωσε το πικρό ναυάγιό μου˙
θα λάβεις ακόμη απ’ το σώμα μου
στόλους πυκνούς με περιπέτειες,
άνεμους στιβαρούς και πρόθυμους,
άστεγους πειρασμούς στις τρικυμίες σου-
κανάλια απροσπέλαστα οι επιθυμίες μου.
Θάλασσα, αθώωσε το ναυάγιό μου.
 
                                                 Από τη συλλογή Η λυρική έπαρση (1965)

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕΜΠΕΛΙ
 
Κοιτάζω απαρηγόρητος τον ποταμό Σεμπέλι-
λεηλατεί τ’ αναρχικά νερά του
από τ’ άπληστα αιθιοπικά βουνά
κι αχόρταγος πληθαίνει κατεβαίνοντας,
πάντοτε με την ίδια σιγουριά:
τουλάχιστον εφέτος, εφέτος
ο π ω σ δ ή π ο τ ε –
αλλά δεν έτυχε, μέσα στα χρόνια,
ούτε μια φορά
να φτάσει, με τα ρείθρα του, στη θάλασσα˙
σε κάποιο ακραίο σημείο,
στο ανεπαίσθητο σημείο της λύπης,
η έρημος θα τον κατασπαράξει.
Κοιτάζω απαρηγόρητος τον ποταμό Σεμπέλι-
μέσα σε τόσα χρόνια, αράγιστος,
πάντοτε με την ίδια σιγουριά.
 
                                                    Από τη συλλογή Αποδημία Β΄ (1969)
 

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ
 
Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά
και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες,
δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους
και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες.
Αλλά αυτά τα διφορούμενα χαρτιά
με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας.
Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις,
οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις,
τα διφορούμενα οργανωτικά-
μια ολόκληρη ζωή
σε διφορούμενες διασυνδέσεις.
Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε
τη μια πράξη μετά την άλλη,
και μονάχα μία πράξη δε χωράει
λέξη διφορούμενη. Η τελευταία
που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύουμε
ολομόναχοι˙
τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι,
αγαπήσαμε ολομόναχοι,
προδοθήκαμε
και μείναμε ολομόναχοι
ως αυτή την ακροθαλασσιά,
απέναντι
στο πέτρινο πρόσωπο
της σιωπής.
 
                                              Από τη συλλογή Το πέτρινο πρόσωπο (1979)
 

ΤΟ ΕΡΗΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΙΙ
 
Σώμα μου ερημικό
σαν την παραλία
του Albertville:
μια σειρά ξερά δέντρα,
μια σειρά κλειστά σπίτια
καμιά σειρά άνθρωποι,
πουθενά˙
και μονάχα
η απέραντα σιωπηλή
Λίμνη στον ορίζοντα,
ο απότομος ήλιος
να έρχεται και να φεύγει
τυραννικά,
το αμέτοχο φεγγάρι
ν’ ανεβαίνει ψηλά
κι ύστερα να πέφτει,
πίσω από τους λόφους,
χαμηλά.
 
                                          Από τη συλλογή Ποιήματα του σώματος (1980)

Πηγή: https://www.facebook.com/notes/1650114751836008/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου