Ποια λύπη έσπρωχνε τον Νίκο Καρακώστα
το περιλάλητο κλαρίνο κι αργά το απόγευμα
άφηνε το Δομοκό
και σα σκιαγμένο αηδόνι έτρεχε
στην αγκαλιά της Όθρυος
ησύχαζε λες στη μουσική
της μυστικής αρχής του κόσμου
κι ώρες ψηλά απ’ το Γερακοβούνι κοίταζε
κατά την πεδιάδα
τι να ’βλεπε
τι να γυρνούσε μέσα του
απ’ τον απέραντο καθρέφτη κάτω
ο ήλιος που έπεφτε σα νόμισμα χρυσό
μέσα στη χούφτα του κάμπου;
ο θαυμασμός του για το χώμα
που απ’ του βουνού τα σωθικά
σαν αίσθημα που περισσεύει
άφθονο έβγαινε και τρυφερό
πιο τρυφερό απ’ ό,τι η μουσική
απ’ το δικό του στέρνο;
η χλεύη ίσως των παιδιών
για του πατέρα το επάγγελμα
το στοιχειωμένο βογκητό την καταγωγή τους;
ή μήπως τελικά αυτό που έδειχνε
ο ταπεινός καθρέφτης
δεν ήταν χλεύη δεν ήταν θαυμασμός
ούτε και δίψα για το χρήμα
μα ήταν σκέψη καθαρή
για της τέχνης του
το πιο στέρεο βήμα;
μήπως λοιπόν θυμόταν το βράδυ εκείνο
που τον φώναξαν
να παίξει σ’ ένα ξόδι
το αγαπημένο τραγούδι του νεκρού
κι ύστερα τόσο τους συνεπήρε όλους
το αδίστακτο κλαρίνο που βγήκαν
ως την αυγή χορεύοντας ξυπόλητοι
στις μύτες των ποδιών
όχι από ντροπή
αλλ’ από πάθος σιγανό
πηδώντας έτσι απ’ το δωμάτιο του νεκρού
στη σάλα της υποδοχής και πίσω πάλι
ανεπαίσθητα γλυκά
σαν τα αμφίβια;
(Β. Κάσσου, Αδιαπέραστο φως, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σσ. 17-18)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου