Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα
μόνο μή μ᾿ ἄγγιζε στό τρόλλεϋ
ὁ τυφλός καί ἡ τρελή
μέ τίς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ἁγίων
σέ πόζες καθημερινές ὅπως
στήν κάμαρα στό μπάνιο στό παράθυρο
ἤ νά χαζεύουνε σαρακοστή
μπρός σέ βιτρίνες κρεοπωλείων.
Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα
ἄν καί δέν ἤτανε καθόλου εἰδυλλιακή
τοῦ γαλατᾶ ἡ κάτασπρη ὑλακή
καί τῶν μεταλλικῶν κυπέλων του ὁ κρότος
πού ἔκοβε σά σπαθί στά δυό
τό σκότος.
Μπορῶ νά πῶ ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα
διέκρινα μάλιστα καί σπέρματα
στό ἀντικρυνό πού λιάζονταν σεντόνι
μόνο μήν ἔκοβε στά δυό τήν καλημέρα μου
ὁ κρεμασμένος
ἀπ᾿ τό ἀπέναντι μπαλκόνι.
Τόση ὀμορφιά πού μοῦ εἶναι δύσκολο νά πῶ
στό φῶς τοῦ ἥλιου ἡ πρωινή ἐφημερίδα
ἄν ἤτανε μιά λίμνη ἀπό τό αἷμα μου
ἤ μαύρη τοῦ τυπογρφείου κηλίδα.
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τό Οἰκογενειακό δέντρο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου