Γκρο
Ο πατέρας σε μία θάλασσα
θέρος του εξήντα
πίσω του
εφέ ευφρόσυνο
οι λάμψεις στα νερά
ποιος νά ’ταν τάχα
σκέφτομαι
της πλαζ ο φωτογράφος
-φιλμ πια και εκείνος σήμερα
που θά ’χει πάρει φως-
πως στάθηκε στα βότσαλα
πριν το αποθανάτισμα
πως όρισε το κάδρο
σ’ αυτό το γκρο
το πρόσκαιρο
που μες στην άχνα τ’ Αυγούστου
θαρρείς τον κάθε πόρο του
δονούσε η χαρά
Αγουρο ακόμα
Το ίδιο εκείνο άλσος το παλιό
η ίδια ώρα
-η χλόη το παγκάκι οι σκιές-
σ’ ένα άστραμμα
μου δίνεις
το μικρό σου στήθος
και Θε μου
είναι άγουρο ακόμα
και μ’ αρέσει
μα ξάφνου
-όπως ο μάγος παίρνει το μαντήλι-
εκεί που πάω να σκύψω για να πιω
δεν έχει πια χυμό
κι εγώ δεν έχω γεύση πια
δεν έχω χείλη
Δεν είμαι εγώ
Δεν είμαι εγώ
μάρμαρα πράα
αγάλματα
δεν έχει μείνει τίποτα
από μένα στην πλατεία
Μια κούνια
Μια κούνια κοριτσίστικη
στου παλιατζή το τρίκυκλο
μία βροχερή Δευτέρα
κι ο μουσαμάς απάνω της
στο παιδικό σαν άλλοτε
δωμάτιο η κουνουπιέρα
Αυτή η αμμουδιά
Αυτή η αμμουδιά με τ’ αρμυρίκια
ανάστατα που κάποτε
γδύθηκαν δυο παιδιά
και τό ’να στ’ άλλο γέρνοντας
φιλιούνταν
κι αγκαλιάζονταν
σαν στον βυθό τα φύκια
Μετά από μένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου