Περνάει η Αθήνα το κραγιόν στα κρύα χείλη
Κι όλα αστράφτουν τα χρωματιστά φωτάκια
Επάνω στο υπερουράνιο φόρεμά της.
Αφήνει φίλημα επάνω στον καθρέφτη
Κι ύστερα με βουτιά από την ταράτσα
Βροντάει στο οδόστρωμα, ανάμεσα στ’ αγόρια
Που λεν εδώ κι εκεί τα κάλαντα.
Έτσι είναι η πόλη μας: αυτόχειρας κοκέτα
Που ο γδούπος της βουβαίνει δια παντός
Τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη.
Την Άγια Νύχτα μόνο σέρνουν νιαουρίσματα
Γάτοι ανεβασμένοι στους κάδους,
Αλαφροΐσκιωτοι ψαράδες απ’ τη Σκιάθο
Που οσμίζονται τον τάφο τους εδώ.
Διαλύονται αστερισμοί κι αποφάγια
Κι ο αέρας ταξιδεύει τα χαρτόκουτα
Απ’ το προσκέφαλο του αστέγου ως το νησί τους.
Εκεί, χτυπώντας την γυαλιστερή ουρά
Κλαίει την αδικοχαμένη η φώκια
Εδώ, μαζί της κλαίει στο κινητό
Ο φύλακας του Ζωολογικού Μουσείου
Που κάνει βάρδια σε αίθουσες κρύες
Και τον κοιτούν με τα γυάλινα μάτια τους
Οι νεκροί τάρανδοι του Άη- Βασίλη.
Πηγή: Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Αθήνα: Μελάνι 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου