Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Μαρκόπουλος - Η Μαρία


Με τη Μαρία δεν εσμίγαμε όλη την εβδομάδα. Τα
Σαββατόβραδα όμως πηγαίναμε στην γκαρσονιέρα
ή στο ξενοδοχείο. Εκεί έδινα εγώ τα χρήματα, έπαιρνα
ένα δωμάτιο – στα τελευταία με μπάνιο – άφηνα και τα
υπόλοιπα στη γυναίκα, «για το γούρι», έλεγα, ενώ η Μαρία
με χαμηλωμένο το κεφάλι είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας
τα πρώτα σκαλοπάτια. Της Μαρίας της άρεσε το «εννέα»
στον πρώτο όροφο, που είχε και κορνίζα πάνω από το κεφάλι.
Ύστερα πήγαινα και εγώ, κλειδώναμε, και την κοιτούσα στιγμές
πολλές στα μάτια. Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας από τα παπούτσια και τις κάλτσες, όπως τα μικρά παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν ενώ στη συνέχεια έβγαζε και τα υπόλοιπα, πλην της κιλότας που πάντα έβγαζα εγώ.
Κατόπιν η Μαρία άνοιγε τα μάτια. Εγώ είχα το πρόσωπό
μου από πάνω της καθότι είχα καταλάβει πως ήθελε να
βλέπει ένα πρόσωπο γελαστό την πρώτη εκείνη στιγμή ακριβώς
που άνοιγε τα μάτια της. Καθόταν μετά η Μαρία λίγο στη
σιωπή όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες την ανάλογη στιγμή
και σκεφτόταν πράγματα περίεργα, όπως π.χ. τι ζητάει αυτός
από μένα, ένας ξένος, τον αγαπώ άραγε, κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ., που
εγώ καταλάβαινα. Ύστερα χαμογελούσε η Μαρία, άναβε ένα
τσιγάρο, ανέβαζε το κεφάλι στο στήθος μου και κάπνιζε
διηγούμενη με αστεϊζον δήθεν ύφος περιστατικά από την
παιδική της ηλικία, ας πούμε, όπου της έδεσαν μια φορά το πόδι
για να κάτσει φρόνιμα ή που την έκλεισαν σε μια αποθήκη
με σκοτάδι για να μην κλαίει ή για να μην σπάει τα κουζινικά,
ή που έμεινε μια εποχή χωρίς τον πατέρα της, και αυτό ήταν
σημαντικό. Εγώ «μαγνητοφωνούσα» με προσοχή αυτά που
θα μου άνοιγαν την πόρτα της ψυχολογίας της, προσποιούμενος
αυτόν που δεν τον πολυνοιάζει μη και καταλάβει η Μαρία όπου
ήμουν ένας «κλέφτης» και τρομάξει και κλειστεί.
Μέναμε ώρες πολλές έτσι ώσπου σε κάποια στιγμή εκοίταζε
το ρολόι της πια, σηκωνόταν, κοιταζόταν στον καθρέφτη,
ντυνόταν ράθυμα, αργά, σιγοψιθυρίζοντας ένα ακαθόριστο
σκοπό λιγνό σαν επαρχιακό δρόμο, και όταν ετοιμαζόταν
εφεύγαμε. Στο πεζοδρόμιο έβγαινα πρώτος εγώ, αυτή
κοντοστεκόταν και ύστερα ακολουθούσε. Είχε αρχίσει να
βραδιάζει πια για καλά έξω και τα μάτια της Μαρίας είχαν
πάρει κάτι από το μούχρωμα, κάτι από κείνο το μαύρο που
έπαιρναν οι μυρτιές και οι βάγιες στο προαύλιο της εκκλησιάς
του χωριού μου όταν νύχτωνε, και που εκ των υστέρων το
ανακάλυψα. Τύχαινε να την κοιτάξω χαριεντιζόμενος μέσα τους
- στα μάτια της δηλαδή. Είχαν ζωγραφιστεί πράγματα και πράγματα, όπως λουλούδια, χόρτα, καθώς δε και δυο πέτρινα λεοντάρια που είχε τύχει να δω σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στην είσοδο, μικρός, μια μέρα που πηγαίναμε στο νοσοκομείο να δούμε το θείο Αλέξανδρο. Κοντοστεκόμουν ύστερα με τρόπο στο
βήμα εγώ, να θαυμάσω τώρα που το είχα κοντά μου προφίλ,
το σπουδαίο κορμί, το αγέρωχο κεφάλι, τα φουντωτά μαλλιά,
όπου ακόμα έχω μνήμες στο μυαλό μου τέτοιες που με τυραννούν. Ύστερα προχωρούσαμε, βγαίναμε στη μεγάλη χωματένια πλατεία.
Και ο νους της Μαρίας ήτανε πάντα στη φυγή.
Πηγή: Γιώργος Μαρκόπουλος – Ποιήματα (1968 – 1987), εκδόσεις Νεφέλη, 1992.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου