ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Μην τους ακούς που τάχα ολολύζουν
που παρότι
απολοφυράμενοι απέρχονται δακρύοντες
μην τους ακούς
που μυξοκλαίνε
Το ξέρουνε καλά που ο θάνατος
εξέχει από τον χρόνο ως ανθύπατος
όπως το δάχτυλο τους
από την τρύπια κάλτσα∙
ένας τέτοιος θρίαμβος.
ΑΛΓΕΒΡΑ
Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ
Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι
Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;
Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.
ΣΧΕΔΙΟ ΡΑΨΩΔΙΑΣ
Έτσι το αίμα του έγινε άσπρο όπως
όταν φωνάζομε τα πουλιά•
γιατί και τα πουλιά, τυπικά, είναι άσπρα
Ωσάν τη θάλασσα να πας, της είπε.
Εκεί σαν γονατίσεις και της παρακαλεστείς θα δεις
καταπού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να επικαλιέται
Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της κι άλλα τέτοια.
Και μη μιλήσεις μπλιό :
Έτσι που ‘γινες πιο άσπρη κι απ’ το αίμα μου
Δεν είναι ελόγου τους από άστρα να σε νιώσουν.
Ο ήλιος βυθίστηκε εκεί που ξέρεις μα πάλι ευθύς
μπίστησε τ’ απάνου.
Βρέθηκαν τα καρφιά του συναίματα και στραβωμένα
μα κανένας δεν τ’ απόδειξε
Γι’ αυτό τριχωτά αυγά κουρνιάσανε οι φωνές του
Έφριξα από κορυφής
Ήταν που πέρασες ξυστά τη φλόγωση
και βγήκες πέρα αχάραγη κ’ ετούτος κάρβουνο
ίσαμε που κάηκε ως το σάλιο του
Τότες πια βυθίστηκε οριστικά∙ μη μιλήσεις
ακόμα και τώρα μη μιλήσεις
μη φορτώνεσαι στα πράγματα μην τα ονοματίζεις
άσε τα∙ πονούνε.
ΣΟΥΡΝΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΣ
Για ιδές τον τον αμάραντο
Ολοκλωνίς όξω εγκρεμού
που είναι μια να ζυγιαστεί και δυό να πέσει
Και βάλε αυτί
μην ακουστώ μέσα στο αχ της άβυσσος.
(Απ’ τη συλλογή Κιβώτιο ταχυτήτων)
Ω λογισμέ διαστροφή μου
φιλήδονε ηνίοχε ευθειοβάτη Από
τις ερωμένες σου η μόνη που σου έμεινε
πιστή είναι η χλομάδα σου
για το που δόθηκε το σήμα πως εξώκειλες
για το που πάλι θα δοθεί
και που θα δίνεται
για πάντα
*
Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες σ’ αρχαίο
τάφο βρίσκοντας τα οστά μου θα δούνε
πάνω τους να φωσφορίζει τ’ όνομα σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα ‘ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού επάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;
(Απ’ τη συλλογή In perpetuum)
Από τότε που η ερώτηση μου
μπήχτηκε λοξά στα νεφρά της πολιτείας,
από τότε που ‘γινε κομμάτια η θάλασσα
καθώς στάμνα χωματένια,
από τότε που άρχισαν να παρακμάζουν οι χειρονομίες σου,
να διαλύεται η φωνή σου όπως ομίχλη σε παράθυρο,
[…]
μα μη μπορώντας να ξεφύγει το μοιραίο
να γίνεται άλλη μια φορά η ερώτηση μου
λοξά μπηγμένη εκεί : στα νεφρά της πολιτείας.
Μ’ αυτό τον κύκλο ένα οχτάχρονο αγόρι έπαιζε το τσέρκι
τ’ απάνου τρέχοντας στο δρόμο του ορυχείου :
δε θα πεθάνομε λοιπόν.
[…]
Όλα θα τ’ ανασυνθέσω με υπομονή.
Βρήκα στην τύχη μερικές σελίδες
εδώ κ’ εκεί απ’ το στήθος σου.
Μικρά κορίτσια ζωγράφισαν επάνω τους
παράξενα χρυσόψαρα.
Ένα κουρέλι απ’ το μάγουλο σου, απόκομμα θύελλας,
Κρεμότανε στα σύρματα στιγμή τη στιγμή να πέσει.
[…]
Τι γίνεται τώρα;
Αν μια φοράν ακόμα; Αν δοκίμαζα μαζεύοντας
κομμάτι το κομμάτι τη σπασμένη στάμνα
να φτιάξω πάλι τη θάλασσα;
Αν άρπαζα απ’ τα δόντια του σκύλου
το ιερόν οστούν της μάνας μου ;
Αν έδενα πάλι τα βαγγόνια,
αν σφύριζαν τα τραίνα πάλι
λερώνοντας τα χαμομήλια δίπλα στις ράγιες;
Κι αν ύστερα γινόμουνα μια ζωγραφιά πολύχρωμη
στο μαξιλάρι του αγοριού καθώς κοιμάται τώρα
[…] άρχιζε η γάγγραινα.
Μα δεν θα το βάλω κάτω έτσι εύκολα.
[…]
Η θύελλα να κυρτώνεται, να γίνεται το μάγουλο σου,
ν’ ανοίγω με βρόντο το παράθυρο, η φωνή σου μισόγυμνη
να πετιέται στο δρόμο τρέχοντας
για το βάραθρο του Ζάλογγου∙
στάσου για το θεό :
στάσου να σε σημαδέψω, να σε πετύχω στο μεσόφρυδο.
[…]
Εσύ ήσουν η ερώτηση μου.
(Απ’ τη συλλογή Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας)
ΟΠΩΣ Ο ΑΙΑΣ
Ανάμεσα σε πέτρες που δεν είδανε
τον ίσκιο τους ποτές
που δεν ακούσαν τη φωνή του
τόσο υψίσυχνη στα φωνηεντόληκτα, είπα :
Κλείστε τις ποριές, όχι άλλοι “σωτήρες”∙
μεσολάβησαν τα Τρωικά. Ο λόγος μου
δίχως πια τα άμφιά του, γυμνός
όπως η πότνια βάτος
αναθρώσκοντας τα που του σφίγγανε το
υπογάστριο
“ιερά, εθνικά” και άλλα τέτοια χάχανα
χύθηκε κατεπάνω στο μαχαίρι του
όπως ο Αίας.
(Απ’ τη συλλογή Τα μαχαίρια της Κίρκης)
ΠΥΞΙΔΑ
Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,
συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.
Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα και τον ασβέστη
που κουφάθηκε με το λιόκαμα.
ΟΡΤΥΚΙ
Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω ο αγριαπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν το ‘πνιξε το ουρλιαχτό της.
Γενιά του αγριόχορτου
έχεις ακόμα μάκρος.
ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ
Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.
Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου
αύριο πεθαίνω του λιγνίτη
χαλκός και νίκελ ματώνουν μες στα χέρια μου
που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώνω
κ’ η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα
ατέλειωτο ταμπούρλο.
Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι
με σιγγίλια π ε ί θ ο υ ν ε με ξιφολόγχες και
χρηματιστήρια, με οχτάστηλα ή τέταρτη εξουσία
κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο
βήμα που το ‘μαθε η χήνα
καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας
από το δέρμα σου πατρίδα.
Μόνο ο ιδρώτας μου ερυθρόδερμος παραμερίζει
υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα
ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του
κι όλα γίνονται της πουτάνας.
Δεν περνάει το δικό σου,
όχι.
(απ΄τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων)
Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.
(Απ’ τη συλλογή Διήγηση)
ΑΓΑΠΗ
Περίεργο που τα ζυγωματικά σου
παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφηση
των μυστηρίων;
[…]
Η ιστορία των δυό μας όπως ξέρεις
είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας
γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο
κι όμως οι κύριοι δικαστές
ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο
που τα ζυγωματικά σου παίζουνε
στις αναψηλαφήσεις
όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους
και φεύγουν τα μικρά κατσίκια∙
[…]
να ‘σαι γενναία όπως η διακοπή του ρεύματος
που στριμώχνει τη λύσσα μας
τη βιάζει κ’ ύστερα
ανάβουνε τα φώτα και νιώθουμε το ζεστό
το καυτερό της σπέρμα ν’ ανεβαίνει
την αορτή σαν πέστροφα ως το κεφάλι
ν’ αυτοσχεδιάζει ευθύς την ανατίναξη
[…]
(Απ’ τη συλλογή Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή)
2.
[…]
κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κ’ η στέγη σου, λιώμα από του ήλιου τον τροχό
το κεραμίδι σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες
7.
[…]
πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
που θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;
9.
Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κ’ η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουν έγχρωμη βοή;
(Απ’ τη συλλογή Η Κλίμακα του λίθου)
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ
[…]
πιο ύστερα μια χούφτα χαλίκια
λουλακιά πράσινα μαύρα
που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα
με τις πολύστροφες έλικες του νότου
που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν
στο τσίγκινο αίμα μου
ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημα σου
ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης
όπως τραπέζι άδειο
με τ’ άσπρο τραπεζομάντιλο.
(Απ’ τη συλλογή Διασπορά)
ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ
[…]
(Προσοχη. Εδω χρειαζεται περισσοτερο κυανο καμωμενο απο ερυθρη τεφρα)
Κι αυτην την εσπερα με αλαλαγμους τα κοραλλια
τη σωρο του ηλιου θα κατεβαζουν στους καμπους
Ησυχα, πηχτα, γαληνια θα πλαγιασει
ενω απαραμιλλοι σφαιρικοι κρινοι θα φερνουν
τον ουρανο που εμεινε πανω του
υψηλα ως τις καρινες των βραχων.
Κι εμεις αναμεσα στις κατακορυφες κλωστες
που θα μας φερνουν τροφη απ την αβυσσο
θα ψαχνομε το πελωριο πτωμα
για κανενα χορταρι για λιγη φωνη πουλιου
για το χαρτη της γης.
Υστερα το χρυσαφενιο σκελετο θα τον ριξομε
στη χαραδρα του Βαλαμουρ που φωσφοριζει
απο κοκκαλα ενω πλεουν επανω οι Φιλιππινες
αναβλυζουν χρυσανθεμα και ιματια
ψαριων με υπεροχα λεπια.
(Παλι τερφροκιτρινο σε χρονο εξι ογδοα)
Ω αγκαλια της σιωπηλης μητερας με τις αμετρητες
φτερουγες, ειναι πολλες ημερες που εφυγα απ τα
φρεατα που αναπαυονται τ αδαμαστα μεσημερια
για να μην κρατησω το σχημα μου.
[…]
(Απ’ τη συλλογη Fuga)
POST THERMIDOR
Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;
Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες
Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΥΝΩΝ ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΩΝ
ΙΙ. Η ΛΟΙΜΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΤΑ
Χρόνια μετά που συνταξιοδοτήθηκε το Στραντιβάριους, και να σου πίπιζες ξοπίσω του σονάροντας σε φάλτσο καντάμπιλε, πιάσαμε πάτο. Ήταν τότες που καμηλοβάτραχοι δεσμεύτηκαν ασμένως ν’ αρχηγέψουν.
Προσθήκη ζάχαρης –ιδέα του μαέστρου- μαυλίσανε το γύψο και πήρε ελόγου του ν’ αναρριχιέται τις πλαγιές τ’ Απρίλη. Μα παρότι εγκέφαλος ζελέ. Παρότι αλάρυγγοι, αποφασίζανε και διατάζανε σε φρικαλέα ελληνικά. Παρότι παραβάτραχοι, περιτρέχανε τα ρείθρα ένστολοι, περιμαζεύοντας όσους γελούσανε και όσους δεν γελούσαν, σύμπαν το υπόλοιπο ατελούς διαιρέσεως περιστρεφόταν περί άξονα μιγαδικόν πλαγιοστρόφως…
Ο τότε μόλυβδος, θεός αγκαθερός από καμίνευσιν, χυνότανε χυλός σ’ αργιλικά καλούπια. ως χωλίαμβος ή κάτι τέτοιο, μα όμως άρρητος και ανομάτιστος λόγω που ο χώρος επιρρεπής στην παραχάραξη τονε φυγάδευε υπολογίζοντας ότι από μαύρη τρύπα θα καταποθεί. Κι ακόμα ως και τούτο: μες στα βελάσματα των τράγων, όταν τους σφάζανε άκουες, όπως και τώρα ακούς, για ελληνοβλάβεια, για βατραχοκρατία.
Και τότες έγινε το ξαφνικό: Πλημμύρα οι λεωφόροι από οξύφωνα σπουργίτια χουγιάζοντας τους βάτραχους και τις ερπύστριες. Κι από ψηλά έπεφτε με βρόντο, καταμεσής της χάλκινης ορχήστρας, ολοαίματη με ανοιγμένον αφαλό η ελληνοχριστιανικη πουλάδα. Το Κοίλο, άλαλο κι αλαφιασμένο, άδειασε μονομιάς. Το Αραχναίο σχίστηκε κάτω για κάτω ίσαμε την Πάφο, ενώ, ως βροχή από μυαλά αετών, ξέσπαε μαινάδα η μεγαλοφυΐα. Διότι πως αλλιώς θενά ‘χε κλέος και εσπεριδοειδή η Κορινθία ;
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΙ ΣΤΑ ΑΝΙΣΟΠΕΔΑ
ή ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΘΕΩΡΙΑΣ
Σκόρπια γύρω σου ασβέστης αμμοχάλικο
[…]
-Τι να ‘ναι ωρέ να χτίσεις, τον ερώτησα, και ξυέσαι ;
– Λέω να χτίσω βοϊδοχτάποδο. Θα χρειαστώ δυό κέρατα
από προχωρημένο αχάτη, είπε. Κι έριχνε καταπάνω λάσο,
έτσι, από εαρινή εναντίωση, να πιάσει σύννεφο.
[…]
-Πάρε από Χάιντεγκερ, του λέω, που ψάχνει για αποβάθρες
και όχι από το υπέρβαρο του άλλου ε γ ώ πού ξέχνα το
μιας και πήρε το κατόπι του ά ρ α σε γρηγοριανά ανισόπεδα.
[…]
ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΧΟΥΣ
[…]
Ήταν το ανεπανάληπτο εκείνο d o. Η περίφημη κορόνα
σε οκτάβα Latina που αμόλησε στα ύψη ο alto tenore,
τελευταίος από τους Τρώες, Poplius Vergilius Maro.
Και τούτο όταν ένιωσε να ολισθαίνει προς τον ορθολογισμό.
Ήταν που εκστασιάστηκε όχι μόνο που τα λόγια του
εκτινάχτηκαν διεγερμένα αδρόνια κυνηγώντας
στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη,
ηχώ,
μα πιο πολύ, απ’ το υπέρβαρο continuo από οργισμένες
αγριομέλισσες που κλείναν την μπασιά
στην πιο ένδοξη στενωπό της γης,
[…]
Στα ύψη ορτύκια κι άλλα πτηνάρια πελασγικά
χλευάζαν τα επίγεια… όπως και έγινε πιο ύστερα
με κάτι φρικιά του ουρανού κατά την ταφή
του Κόμητα Orgaz που συνεχίζεται
ως ουραίον πηδάλιον καλλιφωνίας…
Το τοπίο έλιωνε μέσα σ’ ασημένιο φως
[…]
(Απ’ τη συλλογή Στα πρόσω ιαχής)
ΡΟΓΧΟΣ ΣΙΓΑΣΤΗΡΑ
Άκου εσύ
η ασύγκριτη της ροδαυγής
η πιο κι από Αίγινα αιθέρια
η πάνω από ξερολιθιές
πάνω κι από τα έξαλλα μπαμπάκια
ακόμα πάνω κι από κάθε μεταφυσική
χαλυβουργία
Εσύ το αβαρές χαίρε των λιθρινιών
άκου που τίποτα δεν ηχεί ενώ εγώ
η αναίδεια των χρωμάτων
όταν στις ράγες βγάζουνε σπίθες οι τροχοί
πορνεύομαι με κάθε αντιδιάμετρο
λαθρέμπορος οσίων ιδεών
θυρωρός πλαστικών παραδείσων
διαδηλωτής με την άγραφη αφίσα
του μέλλοντος αιώνος.
Η ΣΚΑΠΑΝΗ
Δυό μερών λεχούδι το φεγγάρι μα
παρότι εδέσποζε σοφιστής αιρεσιάρχης
πετεινοί κωφάλαλοι σε φάλαγγα
κατά εξάδες
άνοιγαν δρόμο μες στην Ιστορία
Ξοπίσω γάβγιζε εγελιανή γκρανκάσα
και είπα :
Ιδού το βίωμα μου πρώιμο άλφα
των αλάλητων
Ιδού εγώ γυμνίτης
Ιδού το πιο διωγμένο των πρωτόπλαστων
που έγινα σκυλί και
αλυχτώ παράδεισο
ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ
Ανίχνευα τα μέλη της
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.
Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία
Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα
(Απ’ τη συλλογή Ακαρεί)
ΦΑΝΕΡΟ αν και αόρατο
με μάζα αιρετική προς τη βαρύτητα
την αστροκτόνο
ζητούσε το αντισημαίνον του για να σημανθεί
κάτι που να υπάρχει ως μ η ε ί ν α ι
κι όμως να υπάρχει
Κι ήταν ανήσυχος που το ‘νιωθε όλος σκιά ο Παρμενίδης
να τον ζυγώνει αν και αόρατο :
τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος ;
*
Ο ΧΡΟΝΟΣ είναι εξωμήτριο του Χάους
Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν
τον ακατάργητο
Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές
ψειρίζεται πετώντας από πάνω του
τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων
ΑΦΟΒΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ
Πυροβάτης ναι βετεράνος ναι
μα δεν πατάς το ναρκοπέδιο της.
Χρόνε το μεγαλείο σου!
Η καμπύλη σου από βατράχι ίσαμε άλτη ναι. . .
όμως την ύδρα λέω κόρη της Λέρνας
και τετράκλωνη
μ’ όλη τη λάβρα σου δεν τη μεθάς
να σου δοθεί
τη διπλοέλικη νουκλεϊκή τετράδα λέω
που αναπαράγεται
και σε χλευάζει
και λυσσάς
Κρόνιε παππού εδά ‘ναι που έσπασες
δεν σου περνά μ’ αυτήν δικέ μου
κιτρινιάρη. . .
Κανένα πέρασμα λοιπόν επέκεινα του ελαχίστου
ανάμεσα στα ελάχιστα
ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ’ αρμόνια
σώσε. . .
(απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι)
Πηγή: https://www.poiein.gr/2010/11/18/eoun-eaeiaauoio-eae-c-dhuiouoc-aoaissa-oui-dhnaaiuoui-iea-dhiecoeeth-aieieiassa-1943-2005-adheeiath-adheiyeaea-dhyonio-aeiessooco/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου