Από κει κάτω θα ’ρθει
το σκοτεινό πουλί της συμφοράς∙
Θ’ ανέβει
σίγουρα ζυγιάζοντας τ’ ατσάλινα φτερά του
για να ραμφίσει με το ράμφος του τη νηνεμία αυτή.
Θά ’ρθει και θα ξανάρθει, για να σκίσει στα δυο τις ήσυχες ημέρες
που θα ’χω ξεπληρώσει μ’ αίμα
Αλλά κι εγώ, θα είμαι ακονισμένος πια.
Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια
για να δαγκώνει στην καρδιά το θάνατο
Θα έχω αυτή τη μυστική πληγή
που αιμορραγεί, χωρίς ποτέ να μ’ εξαντλεί,
να με τινάζει, πάντοτε σαν έλασμα απ’ ατσάλι
σα λόγχη που ανασύρεται απ’ τη θήκη της μ’ οργή
Να ’ρθει λοιπόν, να ’ρθει ο γύπας τ’ ουρανού
αν θέλει ακόμα το αίμα μου.
Μια του και μια μου ως το τέλος.
Να ’ρθει.
Εδώ ’μαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου