Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Θωμάς Γκόρπας - Ποιήματα




Από δω και από κει




Από δω ανθρακιά και πλήξη από κει τα όνειρά μας.
Το γνήσιον η απομίμησις και οι ενδιάμεσες σπαθιές στον αέρα
για να τρομάξουμε τους τρομαγμένους.







Οδύνη




Το πέραν του ποιήματος είναι μια δύσις φεγγαριού στην οδό
Ιουλιανού μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας...




Πλάνα




Στο πρώτο πλάνο υπάρχει μια ερημιά
γεμάτη χρώματα στολίδια ραντεβού και μίση
στο δεύτερο η αγάπη
στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα σε πηχτό σκοτάδι
στο τέταρτο πάλι η αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη
στο πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα
στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς φως ή σκοτάδι
στο έκτο μεταμεσονύκτιος δρόμος καλοκαιρινός
και ένας άντρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει
η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό αεράκι
δροσίζει τα καμένα φύλλα της καρδιάς του...




Τα ίδια και τα ίδια
(απόσπασμα)




Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
"στο φέρετρό του ακούμπησε" η Ελλάδα
αυτός πού ακούμπαγε κανείς δε λέει...
Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι
φίλοι γνωστών διευθύνσεων κ' εχθροί
φυλετικών και άλλων διακρίσεων...



Οι θρησκευτικοί ποιηταί



Το γάλα το άγριο γάλα! Τελευταία συχνά
μ' επισκέπτονται παλιά αιμοστάζοντα αγριόσυκα
όνειρα σεξουαλικά ρεύσις κατάρρευσις των ιδεών
και των γούστων των παλιών μου φίλων...
Τα μεσημέρια παίζουν τάβλι με τις ώρες
παίζουν ξερή τα πενηντάρικα και τα τομάρια
τρώγονται χύνουνε χολή την πίνουνε οι έρημοι.
Εν συνεχεία επιστρέφουν στο καφέ-μπινέ
κι αράζουν περιμένοντας εκπλήξεις.
Εκπλήξεις βέβαια δεν έρχονται έρχεται
το σούρουπο και μέσα του ανεβαίνουν τη Σταδίου
καταλήγουνε σε κεντρικό εκκλησάκι
(όλα τα 'χει τελοσπάντων αυτή η Αθήνα
εξόν πράσινον και δημόσια ουρητήρια...)
κ' ενταφιάζονται εντός του εσπερινού περιττόν
ο ένας θάβει τον άλλο με μάτια κλειστά
ανταλλάσσουν εντυπώσεις κ' έτσι βελτιώνουν
τη φίρμα τους στη λαχαναγορά πού και πού
παριστάνουν και τον Κόντογλου πού Κόντογλου
είναι γελοίοι - αν το μάθουνε κι αυτό
πάει τετέλεσται...



Αναπόληση



Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ' αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ' εσύ
να περνάς απ' έξω.




(Ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα)



Καφενεία της Αθήνας


Δύσκολο να βρεις τώρα καφενείο που να 'ναι ένας χώρος ζεστός, "δικός μας". Δύσκολο να βρεις την Αθήνα τώρα.
Ο Κάπταιν Μοντεσάντος τώρα είναι σε μιαν άκρη της μνήμης μας: ζαρωμένος, χλωμός, πεινασμένος και φοβισμένος...

Τότε, στο καφενείον "Η Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, μεσημέρι-βράδυ καλλιγραφούσε τους στίχους του σ' εκλεκτά χασαπόχαρτα, μας έλεγε ιστορίες παλιές απ' τα πέλαγα, μας έλεγε γι' αρχοντικά της οδού Νικοδήμου και για τις γυναίκες τους, μας έλεγε Μπωντλαίρ, Βερλαίν και Ρεμπώ στην δική του μετάφραση, μας έλεγε για μιαν ωραία ανηψιά του που ντρέπονταν γι' αυτόν επειδή ήταν ξέμπαρκος, μας έλεγε για το τελευταίο μεγάλο χαρτοπαικτικό παιγνίδι του στην Μαρσίλια, μας έλεγε...

Κι ο Φάνης κι ο Παναγής κ' εγώ γράφαμε "μοντέρνο" στίχο, αλλά τα έργα μας τα κρύβαμε απ' το γέρο. Αυτό μας έλειπε - να μην τα κρύβαμε... Θα χάναμε τις ιστορίες του και τ' άλλα και κυρίως αυτόν τον ίδιο το γέρο - καπετάνιο...

Ο Φάνης κι ο Παναγής από χρόνια και χρόνια έχουν ξεχάσει ότι κάποτε, τότε, έγραφαν στίχους.

Καφενείον "η Ακρόπολις", μέτριος βραστός, τσιγάρα "Τέλειον", παπούτσια μοκασέν, μαλλιά χαίτη, μουστάκι α λα Τσε, τότε.
Η βροχή της Αθήνας, η βροχή πίσω απ' την τζαμαρία του καφενείου, η Αθήνα μετά την βροχή, εμείς μες στην ψιλή αθηναϊκή βροχή.
Το εργένικο δωμάτιο είχε ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι πτυσσόμενο, μια κρεμάστρα, μια βαλίτσα ξεκοιλιασμένη κι ανοιγμένη πάντα, το καλάθι "απ' το χωριό". Μήτε μια καρέκλα -για κάμποσο καιρό.

Το δωμάτιο τον χειμώνα ήταν κρύο, ήταν υγρό, έπιανε και μούχλα. Μόνο με το τσιγάρο το πολεμούσες. Και συχνά, όταν δεν υπήρχε ούτε τσιγάρο, με την ανάμνηση τοπίων απ' τη γενέθλια γη.

Έτσι εύκολα μαθαίνει κανείς το ξενύχτι. Η επιστροφή στο "σπίτι" παρετείνετο επ' αόριστον... Τα ταβερνάκια της Πλάκας, τα διανυκτερεύοντα καφενεία της πλατείας Συντάγματος, Ζαχαράτου και Αντωνιάδη, το Βυζάντιον, τα "γαλακτοτροφεία" της πλατείας Ομονοίας Γαλλία και Ολύμπια και Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο σπίτι απ' το "σπίτι".

Οι θρύλοι συνήθως γίνονται από πολύ καθημερινά πράγματα κι απ' ανθρώπους που τότε ούτε που υποψιάζονταν πως θα γίνουν θρύλοι κάποτε: το Βυζάντιον, το Ελληνικόν...

Τα βιβλία μας απ' το Μοναστηράκι κι απ' τα καρότσια: Αθηνάς, Αιόλου, Χαυτεία. Το φαΐ μας απ' τα υπόλοιπα των "...με κρέας".

Η Αθήνα τότε τέλειωνε στου Μαυρομάτη - στα σίδερα, στο Παγκράτι - στου Μπαμπέτα, στα Πετράλωνα, στην οδό Πανόρμου, στην Πλατεία Κυριακού...
Η Αθήνα κάποτε κάποτε άρχιζε και τέλειωνε στην οδό Σταδίου.

Δεν μπόρεσα να μάθω ακόμα τι αγαπάει κανείς τελικά στη ζωή του.

Αλλοι λένε για μας ότι αγαπήσαμε τόσα και τόσα. Οταν ο ίδιος λες πως αγάπησες κάτι το λες και το ξαναλές και καμαρώνεις αυτό το κάτι, σίγουρα δεν τ' αγάπησες πραγματικά.

Εμείς λέμε: Η Αθήνα μάς αγάπησε...
Την ευχαριστούμε για την αγάπη της. Είμαστε συγκινημένοι απ' την αγάπη της.

Τα παλιά καφενεία της Αθήνας κατεδαφίστηκαν μέσα μας. Και τα λίγα που μένουν κι αυτά όπου να 'ναι θα κατεδαφιστούν μέσα μας.

Είναι πάντα καινούργιο ό,τι δεν παλιώνει μέσα μας.


[Το αφιέρωμα αναδημοσιεύεται αυτούσιο -με τα βασικά όσο και τα επιμέρους κείμενα, τη μικρή ανθολόγηση και το ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα- από το λογοτεχνικό ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Κυριακάτικη Αυγή», τχ. 209, 24/12/2006]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου