Δε με βρήκε πάλι ο ύπνος απόψε
κι έχω όλη τη θλίψη του κόσμου
στερνιασμένη στα μάτια.
Νωρίς ξεκίνησε το τραγούδι του ο γκιόνης,
ξεσπά η ανάμνηση με τον άνεμο στα δέντρα
γδύνοντάς τα απ’ την εξιδανίκευση των φύλλων.
Στη σκουριά τ’ ουρανού κρέμετ’ ο φέγγαρος
κι εκεί που στάζει φυτρώνουν συκιές καταραμένες,
μελλοντικές αγχόνες τύψεων – τις λέγω.
Διασχίζει η φωνή μου την έρημο των εορτών
και την ακούει μια παράξενη γυναίκα·
έχει τα μαλλιά τυλιγμένα στα ρόπτρα του ψυχιατρείου
τα δάχτυλά της πλεγμένα σε κάγκελα στήθους.
Δεν έχει βαθύτερη κάθοδο ο άνθρωπος
απ’ το σκουλήκι που τον πεινά,
όμως κι αυτό, υπομένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου