Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μὲς στὸ χάος κυλᾶ...
Στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ καθάρια,
στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ θολὰ
κάπου δείχνουν διαμάντια, κάπου δείχνουν λιθάρια.
ἡ ζωὴ μὲ τὸ Χάρο μέρα νύχτα παλεύουν·
κι ὅπου βλέπεις ἀγκάθια καὶ χλωρὲς λιγαριὲς
κελαϊδοῦν τὰ πουλάκια καὶ τὰ φίδια σαλεύουν.
Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μὲς στὸ χάος κυλᾶ...
Στὰ γοργὰ κύματά του καθρεφτίζοντ' οἱ κάμποι,
κι ὁ χρυσόφωτος ἥλιος ποὺ προβάλλει ψηλὰ
δευτερώνεται κάτω καὶ στὰ κύματα λάμπει.
Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μ᾿ ἀφρισμένη θωριά
μὲς στὰ βάθη του πνίγει τὶς χαρὲς καὶ τοὺς πόνους,
καὶ τὸ κῦμα του σέρνει καὶ γκρεμίζει βαρειά
τῶν φτωχῶν τὶς καλύβες, τῶν ρηγάδων τοὺς θρόνους.
Εἶν᾿ ἡ ἄβυσσος πίσω καὶ τὸ χάος μπροστά—
Μὲς στὸ ρεῦμα του πλέει μιὰ ἀκυβέρνητη βάρκα·
καπετάνιος ὁ Χάρος τὸ δρεπάνι βαστᾶ
μὲ κοκκάλινο χέρι δίχως νεῦρα καὶ σάρκα.
Τί τὸν κάνει τὸν Χάρο νὰ γελᾶ, νὰ γελᾶ;
πόθεν ἔρχετ᾽ ἡ βάρκα ποὺ ἀψηφᾶ τὸν ἀγέρα;
τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου ποὺ στὸ χάος κυλᾶ
ποῦ θὰ φτάση μιὰ μέρα;
Αλάβαστρα, 1900
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου