ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Αγαπητοί μου,
Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα... την Πρωτοχρονιά.– Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου Καλαντάρι; ή είχα προσηλυτισθή σε καμμιά Αίρεση;... – Τίποτ’ απ’ αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς... κουλούρα.
Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπητα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά. –κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής,– αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φαντασθήτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα, σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι’ ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ’ αυτή; Και πού νάβρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
– Χριστούγεννα αύριο, μούλεγαν, και του χρόνου!
– Πού είναι τα; απαντούσα. Δεν τα βλέπω!...
Και δεν τάβλεπα πραγματικώς. Ή να πω καλύτερα, τάβλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα, – τάβλεπα κει-κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και, αλίμονο! με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή... Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαιγαν τα μάτια μου, έκλαιγε όμως η ψυχή μου, –ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται...
Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, – ε, φυσικά, τι κι’ αν έλειπα; δεν είχα κιόλα πεθάνει!– και, μαζί μ’ ένα χριστόψωμο κι’ ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλ’ αργούσε. Δεν είχ’ εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για… δέματα· (αχ, κι’ αυτός ο Έδισσων τι κάνει;...) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και τότρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει-πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω... «κατόπιν εορτής».
Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα, ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καϋμένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον, ούτε τον άλλον... Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν’ αφήση, να ξεσυνειθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ’ ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το εναντίο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Κι’ η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπητα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά... τα Θεοφάνεια.
Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά-μητέρα μου.
«– Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα! –Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.»
Πραγματικώς, παρήγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε… Αλλά, θα το πιστέψετε; Δε μ’ ενθουσίασε καθόλου! «–Πού το τσουρέκι μας; ελεγα· αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από κάθε τι και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν τόχα, δεν μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνειθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι’ ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ’ ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά...
Μη δεν ήταν το ίδιο;
Όχι, το ίδιο ήταν, απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος... Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνειθίσει τα πράματα της πατρίδας μου κι’ είχα συνηθίσει τἀθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι’ ακόμα, κάθε πράγμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ’ έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ’ το καλύτερο τσουρέκι. Αλλ’ άμα, με τον καιρό, λιγόστεψε κι’ έσβυσε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι’ όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτίμησες. Είχα εγκλιματιστεί πια Αθηναίος· κι’ ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα απ’ το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει νάναι Ζακυθινός και να μένη στη Ζάκυθο.
Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και τον «μέλανα ζωμόν» των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολυμπίων Θεών. Δεν θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός –ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;– όταν πέτυχε μια φορά κάτι σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκείνος τον δοκίμασε μ’ ένα μεγάλο μορφασμό.
– Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
– Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα, λιγάκι μέλανα ζωμό;... Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες δεν συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να τόκανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι’ αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατυρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη –στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως,– που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει... τ’ ωραίο Χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!
Σας ασπάζομαι
ΦΑΙΔΩΝ
Διατηρείται η ορθογραφία της αρχικής δημοσίευσης.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951)
Πρώτη δημοσίευση: π. «Ἡ Διάπλασις των Παίδων», περ. Β΄, έτος 48, τόμ. 33, τχ. 4, Αθήνα 26 Δεκεμβρίου 1925. Αναδημοσιεύεται στην έκδοση: Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Αθηναϊκές επιστολές. Σας ασπάζομαι Φαίδων» (Αθήνα, Εκδόσεις Βλάσση, 1984).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου