Και στράφηκα εγώ
γιατί υπήρχε κίνδυνος να εξαφανιστεί
και είχα δώσει την καρδιά μου για να το κρατήσω.
Και είδα, και να!
τον ψίθυρο μιας ομορφιάς όπως θα βγαίνει από το χώμα
ή από τα νερά, και τα νερά στο χώμα
ή από τον ύπνο στον αέρα κι απ’ τον αέρα πουθενά
- υπάρχει όνειρο που δεν θα αποκοιμηθεί στο λίχνισμα του πρωινού;
κάτι που όταν το ξυπνήσουμε να είναι εκεί;
η άκρη από το βαθύ του ρούχο έστω, τ’ ασημένια του πασούμια
το πέρασμά του, αν δεν θέλει να σταθεί;
Α, τι λύπη, τι λύπη
τι λύπη μεγάλη.
Θα πάμε στους νεκρούς χωρίς ν' αγγίξουμε
τον έρωτά τους.
Πηγή: «Ρόδινος φόβος» στο: σε τόπο ξερό: Ποιήματα 1970-2012. Εκδόσεις Πατάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου