Όταν το μυαλό σταματάει
το μυαλό σταματάει
εμπρός είναι ώρα
το νύχι της ώρας
το μυαλό σταματάει
εμπρός είναι ώρα
το νύχι της ώρας
απλώς σάρκα
όχι δικό μου
όχι το δάσος
όχι εγώ
όχι δικό μου
όχι το δάσος
όχι εγώ
όχι ο κήπος
οι φράουλες όχι
οι φράουλες όχι
όταν εγώ φεύγω
το παιδί φεύγει
μέλισσες φεύγουν
πηγαίνουν στον ήλιο
το παιδί φεύγει
μέλισσες φεύγουν
πηγαίνουν στον ήλιο
γυρίζουν
βγάζουν τη γύρη
ταΐζουν τη βασίλισσα
βγάζουν τη γύρη
ταΐζουν τη βασίλισσα
το κουτί εκεί
Το κορμί πηγαίνει
εγώ πηγαίνω
κρατάω τα δάχτυλά μου
δεν τ’ αφήνω
εγώ πηγαίνω
κρατάω τα δάχτυλά μου
δεν τ’ αφήνω
λοιπόν;
πήγαινα
έβγαζα απ’ το στόμα μου
φωνές έβγαζα
έβγαζα απ’ το στόμα μου
φωνές έβγαζα
Όταν το ζώο πηγαίνει
σκύβει
στο νερό σκύβει
πίνει
το μάγουλό του τρέμει
αλλού κοιτάζει
ξαφνικά κοιτάζει
σηκώνει τα μάτια
και είναι τότε κοντά ο λαιμός
δε φεύγει
σκύβει
στο νερό σκύβει
πίνει
το μάγουλό του τρέμει
αλλού κοιτάζει
ξαφνικά κοιτάζει
σηκώνει τα μάτια
και είναι τότε κοντά ο λαιμός
δε φεύγει
Το δάσος μυρίζει
έχει σκούρο σκοτάδι
αλλού βγαίνει φως
κίτρινες πεταλούδες
φτάνουν στο χώμα
έχει σκούρο σκοτάδι
αλλού βγαίνει φως
κίτρινες πεταλούδες
φτάνουν στο χώμα
Περνάει καιρός
περνάει το χέρι μου
η ώρα καμιά δεν περνάει
θα μπορούσα
να ζήσω για πάντα.
περνάει το χέρι μου
η ώρα καμιά δεν περνάει
θα μπορούσα
να ζήσω για πάντα.
εγώ είμαι
σαν έπειτα
σαν άλλοτε είμαι
αλλιώς εδώ σαν ίδια
είμαι
σαν κάτι που δεν γίνεται να γίνει
σαν να το πήρες στο χέρι σου
σαν να το σήκωσες
ωχρό
σαν έπειτα
σαν άλλοτε είμαι
αλλιώς εδώ σαν ίδια
είμαι
σαν κάτι που δεν γίνεται να γίνει
σαν να το πήρες στο χέρι σου
σαν να το σήκωσες
ωχρό
και τώρα;
Δεν έχει
σάρκα γύρω
απ’ το κουκούτσι
στο βάθος
τίποτα
δεν όλο
ούτε μοιάζει
ομορφιά
ή
λύπη
σάρκα γύρω
απ’ το κουκούτσι
στο βάθος
τίποτα
δεν όλο
ούτε μοιάζει
ομορφιά
ή
λύπη
Τι έμεινε
εκείνα τα χρόνια
ποιος
αστείος σαν σύννεφο
άσπρο;
γαλάζιο;
γλιστράει
φεγγάρι
εκείνα τα χρόνια
ποιος
αστείος σαν σύννεφο
άσπρο;
γαλάζιο;
γλιστράει
φεγγάρι
Μόλις τώρα
μπαίνει στη θάλασσα
αισθανόμουν
τα δόντια
τον κορμό
την ημέρα
τεντωμένη σαν δάχτυλο
μπαίνει στη θάλασσα
αισθανόμουν
τα δόντια
τον κορμό
την ημέρα
τεντωμένη σαν δάχτυλο
υπήρχε θάλασσα
εκεί καθόμουν
στην κοιλιά
κολυμπούσα
μαλλιά στο βυθό
άκουγα
τον παφλασμό της πέτρας
κοντυλένια πλάσματα
έβλεπα
εξαίσια
με τις κεραίες
εκεί καθόμουν
στην κοιλιά
κολυμπούσα
μαλλιά στο βυθό
άκουγα
τον παφλασμό της πέτρας
κοντυλένια πλάσματα
έβλεπα
εξαίσια
με τις κεραίες
λοιπόν;
Η μητέρα μου κοίταζε
κεντούσε
είχε τον νου της
σε άστοργα λουλούδια
κεντούσε
είχε τον νου της
σε άστοργα λουλούδια
ψέματα
έλεγε
αργά κουνιόταν
καθισμένη
περίμενε
την ήσυχη ώρα
και τώρα;
έλεγε
αργά κουνιόταν
καθισμένη
περίμενε
την ήσυχη ώρα
και τώρα;
λυπημένη
ξαπλώνει εκεί
ξαπλώνει εκεί
στο κουτί
ξαπλώνει
ξαπλώνει
ήσυχα δοκιμάζει
τη χάντρα
της σκόνης
στο λαιμό
γλυκά
βεντάλια
ανοίγει
στον ήλιο
τη χάντρα
της σκόνης
στο λαιμό
γλυκά
βεντάλια
ανοίγει
στον ήλιο
Όταν γίνομαι
όταν η ώρα γίνεται
μέλισσες φεύγουν
πηγαίνουν στον ήλιο
όχι η σάρκα
όχι εγώ
η μητέρα μου όχι
όταν η ώρα γίνεται
μέλισσες φεύγουν
πηγαίνουν στον ήλιο
όχι η σάρκα
όχι εγώ
η μητέρα μου όχι
αυτό το μαύρο
που λάμπει τώρα
με δυνατή βροχή
με χέρια
που λάμπει τώρα
με δυνατή βροχή
με χέρια
λίγο
πολύ λιγότερο
την καρδιά μου τρώει
σκορπίζει
κίτρινη σκόνη
γύρω
πολύ λιγότερο
την καρδιά μου τρώει
σκορπίζει
κίτρινη σκόνη
γύρω
σ’ένα λεπτό
μικρό λεπτό
μέσα στο δάσος
το δάσος
το στήθος του δάσους
μικρό λεπτό
μέσα στο δάσος
το δάσος
το στήθος του δάσους
μίλα
πες τώρα
τώρα, ναι τώρα
το κλάμα
το όρθιο κλάμα
πες τώρα
τώρα, ναι τώρα
το κλάμα
το όρθιο κλάμα
η αφοσίωση
στην αμαρτία
η κόρη
ναι
στην αμαρτία
η κόρη
ναι
Κρύο φως της αυγής
βλέπω
μαλλιά να γίνονται φύκια
βλέπω
μαλλιά να γίνονται φύκια
Δύσκολα θυμάμαι
ότι το τώρα
δεν θα ξανάρθει
όλο τον καιρό
και τον επόμενο
σαν πέτρα
σαν χιόνι σαν ήλιος στην πέτρα
ότι το τώρα
δεν θα ξανάρθει
όλο τον καιρό
και τον επόμενο
σαν πέτρα
σαν χιόνι σαν ήλιος στην πέτρα
Τι έχω έρθει να κάνω λοιπόν;
τι στο καλό ήρθα να κάνω;
τι στο καλό ήρθα να κάνω;
απλώς σάρκα
όχι το αίμα
όχι το χνώτο
η μητέρα μου όχι
όχι το αίμα
όχι το χνώτο
η μητέρα μου όχι
Το σκοτάδι σ’ αφήνει
μόλις νυχτώσει
δεν σ’ αφήνει
το σκοτάδι
κολυμπάει
γύρω σου κολυμπάει όλο
γίνεται
μόλις νυχτώσει
δεν σ’ αφήνει
το σκοτάδι
κολυμπάει
γύρω σου κολυμπάει όλο
γίνεται
φοράει δαχτυλίδι
με χέρια
με δυνατή βροχή
ρίχνει
το καθαρό του χρώμα
το φλιτζάνι
φωτίζει
ξένο
με χέρια
με δυνατή βροχή
ρίχνει
το καθαρό του χρώμα
το φλιτζάνι
φωτίζει
ξένο
το πέρασμα είναι
του ξένου χρόνου
σαν νύφη
σαν δόντι
στα κεραμίδια
ούτε άλλο
ούτε δικό σου
έχει
του ξένου χρόνου
σαν νύφη
σαν δόντι
στα κεραμίδια
ούτε άλλο
ούτε δικό σου
έχει
Στο τέλος ξαναφαίνονται τ’ άστρα
και η σιωπή είναι μεγάλη
και η σιωπή είναι μεγάλη
Μαρία Λαϊνά (1947-2023)
Πηγή: Ο κήπος; Όχι εγώ, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου