Τίποτα δεν χρειάζεται να φέρει κανείς
πέρα από τον εαυτό του.
Αυτό είναι όλο.
Τρία πράγματα για έναν ξένο
απόψε για να δει και
θα τα δει.
Καθόλου χώρος, όμως παντού
διαθέσιμος για να καθίσει.
Ο καλύτερος
πλάι από τη χάλκινη γαβάθα, την ακόμα
αμυδρά από τα κάρβουνα ζεστή.
Ο πατέρας
τον καλωσορίζει με μία κούπα
κρασί, κάνοντας πρόποση για τη στιγμή,
λέει στην κόρη του να φέρει
ένα τεράστιο αντικείμενο με
με κόκκινο μαντίλι τυλιγμένο
και
το ανοίγει για να αποκαλύψει
τη μαλακή καυτή φραντζόλα ψωμί που χορταίνει
έναν άνθρωπο μία ολόκληρη εβδομάδα στα χωράφια.
Αφού σκουπίζει τον σουγιά του
στο μανίκι
κόβει τη
μία αφράτη γωνία.
Τα δόντια διαπερνούν την κόρα
και η καλοζυμωμένη ζύμη τέλεια
ψημένη ίσαμε το τελευταίο ψίχουλο
ανταποκρίνεται σαν ύμνος στη γλώσσα.
Η μητέρα με τη σειρά της, σκεπτόμενη
τι θα έπρεπε να φέρει, ξεκρεμάει
από τον γάντζο στο παραγώνι
τη χειροποίητη κουτάλα από ξύλο ελιάς,
που ένας γέρος χωρικός στον
ελεύθερο χρόνο του δημιούργησε,
κηλιδωμένη από το δέντρο και τη χρήση,
γερή εντούτοις και ανθεκτική,
η ψυχή, διαβεβαιώνει, της σούπας.
Και τώρα ο νεαρός άνδρας εισέρχεται
λαχανιασμένος όμως διόλου έκπληκτος,
ανάβει ένα μικρό βεγγαλικό
και καθώς αυτό σβήνει σταδιακά
παρακολουθεί το χέρι του με τρόμο,
ύστερα χαμογελάει αργά.
Προτού
καεί,
τη νύχτα αυτή
θα έχει για άλλη μία φορά ένα αστέρι
στον ουρανό εμφανιστεί από τη Βηθλεέμ.
Ο ξένος εξαφανισμένος.
Cid Corman, από τη συλλογή: Sun Rock Man, New Directions 1970, μτφρ. Χ. Αγγελακόπουλος.
Πηγή: https://www.facebook.com/xristos.aggelakopoulos.3/posts/pfbid05ZEmk5RnKc3TBfT7wdmAySRimZrnri7QYALCzMgCTQZgAJR8GVH8zvXgKYaUBm72l
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου