Έλιωσε τα παπούτσια του βαδίζοντας νύχτες και νύχτες
στα χαλίκια των άστρων – βαδίζοντας μόνος
για χάρη των ανθρώπων. Τούτος ο άνθρωπος ήταν προορισμένος
για τη χαρά του κόσμου. Τον εμπόδισαν. Του πήραν
ό,τι περισσότερο μπορούσε να δώσει: την εμπιστοσύνη του
ακόμη και σ' αυτούς που τον αρνιόνταν. Τώρα
διπλά μονάχος σεργιανέι στ' ακρογιάλι. Κοιτάει.
Δε συγκομίζει.
Σκιώδεις βάρκες χαράζουνε το δειλινό χρυσάφι,
κι ακούγεται η μεγάλη σιωπή της ομορφιάς αμελημένη.
Ω πικραμένο ανεκπλήρωτο, θα σου χτυπήσω πάλι την πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου