Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
Κοιτάζω τα μάτια…
Χέρια χέρια όλο τα χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιος είναι;
Είσαι συ επιτέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι
Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πια δεν ξέρω
Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός απ’ το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.”
(μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης)
(Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Καστανιώτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου