ΚΑΘΩΣ ΓΥΡΙΖΑ ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι, ἔπιασε ξαφνικὰ μιὰ μπόρα καὶ ἔγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα νὰ ἀκολουθήσω τὸν συνηθισμένο μου δρόμο κάτω ἀπὸ τὶς μεγάλες πεῦκες καὶ ἔτσι πῆρα τὴν γυμνὴ δημοσιά, ποὺ καταλήγει στὸ χωριό. Στὸ χτῆμα ἔφτασα τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε πάλι ὁ ἥλιος, καὶ μπῆκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο πορτόνι μὲ τὶς βρεμένες ροδοδάφνες. Στὸ περιβόλι ὅλα ἦταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα καὶ καταπράσινα, οἱ ἀχλαδιές εἶχαν ἀκόμα μερικὰ ἄνθη, στὰ φύλλα τους κρατοῦσαν χοντρὲς σταγόνες τῆς βροχῆς ποὺ γιάλιζαν σὰν χάντρες. Ἡ τελευταία βροχὴ τῆς χρονιᾶς, σκέφτηκα. Τότε εἶδα τὴν Ἑλένη. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸν κῆπο κρατώντας στὸ χέρι ἕνα μεγάλο ἄσπρο τριαντάφυλλο. Ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου ἀργά, ὁ ἥλιος στεφάνωνε τὰ μαλλιά της, κάτω ἀπὸ τὴν μαύρη ποδιά της πρόβαλαν δυὸ ὁλοστρόγγυλα βυζιά.
Γύρεψα μιὰ πρόφαση νὰ τὰ πιάσω. Ἑλένη, τῆς εἶπα, γιατὶ δὲν ἔρχεσαι νὰ σοῦ δίνω τριαντάφυλλα , πίσω ἀπὸ κείνη τὴν πασχαλιὰ ὁ πατέρας μου ἔχει φυτέψει μιὰ τριανταφυλλιὰ κατακίτρινη. Θέλω, μοῦ λέει, τὸ τετράδιό σου τῆς Γεωλογίας, θὰ σοῦ τὸ φέρω τὴν Παρασκευή. Τὸ πῆρε κι ἔφυγε λέγοντας σὲ εὐχαριστῶ πολὺ καὶ τὴν Παρασκευὴ μοῦ τόφερε ὁ ἀδελφός της, ἕνας τσόγλανος καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶν, ψηλότερος ἀπὸ μένα δυὸ κεφάλια, μαλλιαρός, μὲ μιὰ χοντρὴ μονοκόμματη φωνή.
Ἕνα μεσημέρι καθόμουν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ διάβαζα. Δίπλα μου εἶχα μιὰ στάμνα μὲ νερό, ἔκανε ζέστη, κάθε τόσο ἔπινα λίγο νερὸ καὶ ὕστερα κατάβρεχα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶμα εἶχε σκάσει σὲ μεγάλα κομμάτια, ὅταν τὸ πότιζα θρυμματιζόταν ἀφήνοντας μιὰ εὐχάριστη, βαρειὰ μυρουδιά.
Ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια κι ὅταν σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα νὰ ἔρχεται ἡ Ἑλένη, ντυμένη μὲ ἕνα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Θέλω πάλι ἐκεῖνο τὸ τετράδιο τῆς Γεωλογίας, μοῦ εἶπε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἕνα ἀπλανὲς χαμόγελο, ἐνῶ ταυτόχρονα πλανιόταν πέρα δῶθε κι ἅπλωνε τὰ χέρια της νὰ φθάσει ἕνα κλαδὶ τοῦ δέντρου. Δὲν τὸ ἔχω, τῆς εἶπα, θὰ μοῦ τὸ φέρει ὁ Τάκης τὸ ἀπόγευμα, ἔλα νὰ διαβάσουμε μαζί. Ἡ Ἑλένη ἔπιασε τὸ κλαδί, τὸ ἅρπαξε μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ ἔκανε μιὰ μᾶλλον ἀδέξια ἕλξη, τεντώνοντας νωχελικὰ τὸ κορμί της. Ὕστερα πήδησε, τίναξε τὸ κεφάλι νὰ διορθώσει τὰ μαλλιά της κι ἔφυγε. Μὴ μὲ περιμένεις, μοῦ φώναξε.
Τὸ ἀπόγευμα πῆρα τὰ βιβλία μου καὶ πῆγα στὸ ἀμπέλι. Ἄρχισε κιόλας νὰ παίρνει τὴ γνώριμη μυρουδιά του τὸ κλῆμα. Τῆς Ἁγια Μαρίνας ρόγα καὶ τ’ Ἁηλιὸς σταφύλι, ἔλεγε ἡ γιαγιά μου. Ἔφερα στὸ μυαλό μου τὶς ρόγες τῆς Ἑλένης. Ἐκείνη ἦρθε σὲ λίγο φορώντας μιὰ στενὴ χακὶ φούστα καὶ ἄσπρο πουκάμισο χωρὶς σουτιέν. Θέλεις νὰ φᾶμε κανένα σύκο, τῆς εἶπα καὶ τὴν πῆγα στὴν ἄκρη τοῦ ἀμπελιοῦ. Τὰ πρῶτα σύκα εἴχανε ἤδη γίνει, οἱ φρακασάνες ὅπως τὰ ἔλεγαν. Μεγάλα ἴσαμε ἕνα πορτοκάλι, ἀπὸ τὴν τρύπα τους κρεμόταν μιὰ σταγόνα πηχτὸ μέλι μὲ καφὲ χρῶμα. Ἔβαλα τὴν Ἑλένη νὰ καθήσει, τῆς ἔφερα σύκα καὶ τῆς ἄνοιξα τὸ κουμπὶ ἀπὸ τὸ ἄσπρο της πουκάμισο. Τὸ δεξί της βυζὶ γλίστρησε ἔξω, ἦταν λιγότερο στρογγυλὸ ἀπ’ ὅσο τὸ φαντάστηκα, ἡ ρόγα του κάπως κωνική. Ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ κείνη ἔσκυψε ὁλότελα πρὸς τὸ μέρος μου. Φράπ, ἀκούστηκε τότε στὸ φράχτη καὶ φάνηκε ὁ τσόγλανος, ὁ ἀδελφός της, ψηλὸς καὶ κακοβιδωμένος. Ἡ Ἑλένη κουμπώθηκε βιαστικά, ἄνοιξε ἕνα βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει, ἐμένα τὰ πόδια μου ἔτρεμαν. Ὁ ἀδελφός της μᾶς χαιρέτησε μεθ’ ὑποκλίσεως, σάλταρε στὴ συκιὰ κι ἄρχισε νὰ τρώει φρακασάνες. Ἡ Ἑλένη ἀπόφευγε νὰ μὲ κοιτάξει, γύριζε τὶς σελίδες τοῦ βιβλίου καὶ κάθε τόσο ἴσιωνε τὴ φούστα της. Ἀργότερα σηκώθηκε καὶ περπατήσαμε μαζὶ πιὸ πέρα. Μπήκαμε σὲ ἕνα μεγάλο λάκκο ἀνάμεσα σὲ κλήματα, τὸν εἴχαμε σκάψει στὴν Κατοχὴ καὶ κρύψαμε μέσα χαλκώματα καὶ ὅπλα. Δοκίμασα νὰ πιάσω πάλι τὸ βυζὶ τῆς Ἑλένης, ἐκείνη τραβήχτηκε, γιατὶ παρασύρεσαι, μοῦ εἶπε. Μάζεψε τά βιβλία της, φώναξε τὸν ἀδελφό της καὶ ἔφυγε. Ἐκεῖνος πήδησε ἀργὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, μὲ παρατήρησε μὲ βλέμμα κάπως μυστήριο κι ἀπομακρύνθηκε χωρὶς νὰ μὲ χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.
(1962)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου