Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Οἱ φρακασάνες

  

ΚΑΘΩΣ  ΓΥΡΙΖΑ ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

         Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα , πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τό­φε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

        Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά.

        Ἄ­κου­σα βή­μα­τα στὰ χα­λί­κια κι ὅ­ταν σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου, εἶ­δα νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Ἑ­λέ­νη, ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φό­ρε­μα γε­μά­το πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια. Θέ­λω πά­λι ἐ­κεῖ­νο τὸ τε­τρά­διο τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, μοῦ εἶ­πε καὶ μὲ κοί­τα­ξε μὲ ἕ­να ἀ­πλα­νὲς χα­μό­γε­λο, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να πλα­νιό­ταν πέ­ρα δῶ­θε κι ἅ­πλω­νε τὰ χέ­ρια της νὰ φθά­σει ἕ­να κλα­δὶ τοῦ δέν­τρου. Δὲν τὸ ἔ­χω, τῆς εἶ­πα, θὰ μοῦ τὸ φέ­ρει ὁ Τά­κης τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ἔ­λα νὰ δι­α­βά­σου­με μα­ζί. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πια­σε τὸ κλα­δί, τὸ ἅρ­πα­ξε μὲ τὰ δυ­ό της χέ­ρια καὶ ἔ­κα­νε μιὰ μᾶλ­λον ἀ­δέ­ξια ἕλ­ξη, τεν­τώ­νον­τας νω­χε­λι­κὰ τὸ κορ­μί της. Ὕ­στε­ρα πή­δη­σε, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ μαλ­λιά της κι ἔ­φυ­γε. Μὴ μὲ πε­ρι­μέ­νεις, μοῦ φώ­να­ξε.

        Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πῆ­ρα τὰ βι­βλί­α μου καὶ πῆ­γα στὸ ἀμ­πέ­λι. Ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ παίρ­νει τὴ γνώ­ρι­μη μυ­ρου­διά του τὸ κλῆ­μα. Τῆς Ἁ­για Μα­ρί­νας ρό­γα καὶ τ’ Ἁ­η­λιὸς στα­φύ­λι, ἔ­λε­γε ἡ για­γιά μου. Ἔ­φε­ρα στὸ μυα­λό μου τὶς ρό­γες τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἐ­κεί­νη ἦρ­θε σὲ λί­γο φο­ρών­τας μιὰ στε­νὴ χα­κὶ φού­στα καὶ ἄ­σπρο που­κά­μι­σο χω­ρὶς σου­τι­έν. Θέ­λεις νὰ φᾶ­με κα­νέ­να σύ­κο, τῆς εἶ­πα καὶ τὴν πῆ­γα στὴν ἄ­κρη τοῦ ἀμ­πε­λιοῦ. Τὰ πρῶ­τα σύ­κα εἴ­χα­νε ἤ­δη γίνει, οἱ φρα­κα­σά­νες ὅ­πως τὰ ἔ­λε­γαν. Με­γά­λα ἴ­σα­με ἕ­να πορ­το­κά­λι, ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα τους κρε­μό­ταν μιὰ στα­γό­να πη­χτὸ μέ­λι μὲ κα­φὲ χρῶμα. Ἔ­βα­λα τὴν Ἑ­λέ­νη νὰ κα­θή­σει, τῆς ἔ­φε­ρα σύ­κα καὶ τῆς ἄ­νοι­ξα τὸ κουμ­πὶ ἀ­πὸ τὸ ἄ­σπρο της που­κά­μι­σο. Τὸ δε­ξί της βυ­ζὶ γλί­στρη­σε ἔ­ξω, ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο στρογ­γυ­λὸ ἀ­π’ ὅ­σο τὸ φαν­τά­στη­κα, ἡ ρό­γα του κά­πως κω­νι­κή. Ἅ­πλω­σα τὸ χέ­ρι μου καὶ κεί­νη ἔ­σκυ­ψε ὁ­λό­τε­λα πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Φράπ, ἀ­κού­στη­κε τό­τε στὸ φρά­χτη καὶ φά­νη­κε ὁ τσό­γλα­νος, ὁ ἀ­δελ­φός της, ψη­λὸς καὶ κα­κο­βι­δω­μέ­νος. Ἡ Ἑ­λέ­νη κουμ­πώ­θη­κε βι­α­στι­κά, ἄ­νοι­ξε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει, ἐ­μέ­να τὰ πό­δια μου ἔ­τρε­μαν. Ὁ ἀ­δελ­φός της μᾶς χαι­ρέ­τη­σε με­θ’ ὑ­πο­κλί­σε­ως, σάλ­τα­ρε στὴ συ­κιὰ κι ἄρ­χι­σε νὰ τρώ­ει φρα­κα­σά­νες. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἀ­πό­φευ­γε νὰ μὲ κοι­τά­ξει, γύ­ρι­ζε τὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου καὶ κά­θε τό­σο ἴ­σι­ω­νε τὴ φού­στα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πα­τή­σα­με μα­ζὶ πιὸ πέ­ρα. Μπή­κα­με σὲ ἕ­να με­γά­λο λάκ­κο ἀ­νά­με­σα σὲ κλή­μα­τα, τὸν εἴ­χα­με σκά­ψει στὴν Κα­το­χὴ καὶ κρύ­ψα­με μέ­σα χαλ­κώ­μα­τα καὶ ὅ­πλα. Δο­κί­μα­σα νὰ πιά­σω πά­λι τὸ βυ­ζὶ τῆς Ἑ­λέ­νης, ἐ­κεί­νη τρα­βή­χτη­κε, για­τὶ πα­ρα­σύ­ρε­σαι, μοῦ εἶ­πε. Μά­ζε­ψε τά βι­βλί­α της, φώ­να­ξε τὸν ἀ­δελ­φό της καὶ ἔ­φυ­γε. Ἐ­κεῖ­νος πή­δη­σε ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, μὲ πα­ρα­τή­ρη­σε μὲ βλέμ­μα κά­πως μυ­στή­ριο κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε χω­ρὶς νὰ μὲ χαι­ρε­τή­σει, τρώ­γον­τας φρα­κα­σά­νες.

   (1962)

 


 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη, Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973.



Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/10/ilias-papadimitrakopoulos-oi-frakasanes/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου